Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΡΟΚΛΟ: ΤΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η βράβευση της Μάντλιν Μίλερ με το βραβείο Orange για το μυθιστόρημα “Το Τραγούδι του Αχιλλέα” που έχει για θέμα του την ομοερωτική σχέση του Αχιλλέα με τον Πάτροκλο (μπορείτε να διαβάσετε μια συνέντευξή της εδώ) είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για να ανατρέξουμε στις πηγές: τι ακριβώς γράφουν για τους δύο πρωταγωνιστές της Ιλιάδας, τόσο ο Όμηρος όσο και οι μεταγενέστεροι συγγραφείς που τον σχολιάζουν ή εμπνέονται από το έπος του. Ξεκινάω με το απόσπασμα της Ιλιάδας όπου ο Αχιλλέας δίνει συμβουλές στον Πάτροκλο πριν πάρει τη θέση του στη μάχη για να απωθήσει τους Τρώες από τα καράβια των Αχαιών:
Μόλις τους διώξεις από τ' άρµενα, γύρνα τα πίσω, κι άλλη ο άντρας της Ήρας ο βαρύβροντος αν σου χαρίζει δόξα,
µη θες τους Τρώες τους πολεµόχαρους να πολεµάς µονάχος, δίχως εµένα' τι τη δόξα µου θα λιγοστέψεις έτσι.
Και λίγο πιο κάτω (στίχοι 96-100)
Ε, λέει και να 'ταν, ∆ία πατέρα µου και Φοίβε κι Αθηνά µου,
µήτε ένας απ' τους Τρώες να ξέφευγε του Χάρου, όσοι και να 'ναι,
µήτε κι Αργίτης, να γλιτώσουµε µονάχα εµείς οι δυο µας,
εµείς και να ξεκεφαλίσουµε της άγιας Τροίας το κάστρο!
Να πεθάνουν όλοι οι Τρώες και οι Αργίτες και “να γλιτώσουμε μοναχά εμείς οι δυο μας” (νῶϊν δ᾽ ἐκδῦμεν ὄλεθρον, δυϊκός αριθμός στο πρωτότυπο): Από όλα τα αποσπάσματα της Ιλιάδας αυτό ήταν που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση στους μεταγενέστερους λόγιους της αρχαιότητας: σε σημείο που κάποιοι να εκφράζουν την υποψία ότι δεν το έγραψε καν ο Όμηρος αλλά κάποιος άλλος που ήθελε να τονίσει το δεσμό μεταξύ των δύο ανδρών…
Όπως ξέρουμε δεν ήταν γραφτό “να μείνουν μοναχά οι δυο τους” αφού ο Πάτροκλος ρίχνεται γενναία στη μάχη με την πανοπλία του Αχιλλέα και καταφέρνει να απωθήσει τους Τρωαδίτες πριν φονευθεί από τον Έκτορα. Οι επόμενες ραψωδίες είναι αφιερωμένες στο θρήνο του Αχιλλέα μόλις μαθαίνει το χαμό του φίλου του, θρήνος που φτάνει στο αποκορύφωμά του όταν τον επισκέπτεται το φάντασμα του Πάτροκλου ζητώντας του “να θαφτούν μαζί στην ίδια στάμνα”:
Ραψωδία Ψ (στίχοι 65-71, 82-83, 91-100)
Κι ήρθε η ψυχή του δόλιου Πάτροκλου σιµά του, µε τον ίδιο σε όλα του µοιάζοντας, στο ανάριµµα και στα πανώρια µάτια και στη φωνή, και φόραε πάνω της τα ρούχα τα δικά του' κι εστάθη πάνω απ' το κεφάλι του κι αυτά του λέει τα λόγια: « Γιε του Πηλέα, κοιµάσαι ξέγνοιαστος, και µένα λησµονάς µε! Όσο 'µουν ζωντανός, µε φρόντιζες, νεκρό µ' αφήνεις τώρα. θαψ' το κορµί µου δίχως άργητα, να µπω στον Κάτω Κόσµο…
Μια πεθυµιά µου ακόµα θα 'λεγα, και κάνε τη, αν µ' ακούσεις:
Των δυο µας, Αχιλλέα, τα κόκαλα µη µας τα βάλουν χώρια·
…Tα κόκαλα των δυο µας ας σκεπάσει
το ίδιο χρυσό σταµνί, που σου 'δωκεν η σεβαστή σου η µάνα.”
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του απηλογήθη κι είπε:
”Φίλε ακριβέ, σαν τι να σ' έσπρωξε κι ήρθες εδώ σε µένα,
κι έτσι µιλάς και παραγγέλνεις µου το 'να και τ' άλλο; Ωστόσο
θα κάµω εγώ καθώς µε αρµήνεψες και θα σε ακούσω σε όλα.
Μα έλα κοντά µου, καν για µια στιγµή να σφιχταγκαλιαστούµε,
κι αντάµα οι δυο µας τον ολόπικρο ν' αποχαρούµε θρήνο!”
Αυτά είπε, κι άπλωσε τα χέρια του, µα δεν τον έπιασε, όχι'
τι κλαψουρίζοντας του εξέφυγε βαθιά η ψυχή στο χώµα,
ίδια καπνός.
Δυϊκός αριθμός και πάλι στο πρωτότυπο τόσο στην προσφώνηση του Πατρόκλου όσο και στην απάντηση του Αχιλλέα (ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς κτλ): οι δυο τους μαζί μπορούν να καταφέρουν τα πάντα, χώρια είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν. Γνωρίζουμε ήδη ότι ο Αχιλλέας είναι αποφασισμένος να εκδικηθεί το χαμό του συντρόφου του αψηφώντας το χρησμό που προβλέπει ότι αν το κάνει θα τον ακολουθήσει στο μνήμα. Και μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές ολόκληρου του έπους όταν ο Αχιλλέας απλώνει τα χέρια για να αγκαλιάσει τον Πάτροκλο που εξαφανίζεται και δεν μένει παρά μονάχα καπνός…
Μόνο ο Αχιλλέας θρηνούσεΤων δυο µας, Αχιλλέα, τα κόκαλα µη µας τα βάλουν χώρια·
…Tα κόκαλα των δυο µας ας σκεπάσει
το ίδιο χρυσό σταµνί, που σου 'δωκεν η σεβαστή σου η µάνα.”
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του απηλογήθη κι είπε:
”Φίλε ακριβέ, σαν τι να σ' έσπρωξε κι ήρθες εδώ σε µένα,
κι έτσι µιλάς και παραγγέλνεις µου το 'να και τ' άλλο; Ωστόσο
θα κάµω εγώ καθώς µε αρµήνεψες και θα σε ακούσω σε όλα.
Μα έλα κοντά µου, καν για µια στιγµή να σφιχταγκαλιαστούµε,
κι αντάµα οι δυο µας τον ολόπικρο ν' αποχαρούµε θρήνο!”
Αυτά είπε, κι άπλωσε τα χέρια του, µα δεν τον έπιασε, όχι'
τι κλαψουρίζοντας του εξέφυγε βαθιά η ψυχή στο χώµα,
ίδια καπνός.
Δυϊκός αριθμός και πάλι στο πρωτότυπο τόσο στην προσφώνηση του Πατρόκλου όσο και στην απάντηση του Αχιλλέα (ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς κτλ): οι δυο τους μαζί μπορούν να καταφέρουν τα πάντα, χώρια είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν. Γνωρίζουμε ήδη ότι ο Αχιλλέας είναι αποφασισμένος να εκδικηθεί το χαμό του συντρόφου του αψηφώντας το χρησμό που προβλέπει ότι αν το κάνει θα τον ακολουθήσει στο μνήμα. Και μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές ολόκληρου του έπους όταν ο Αχιλλέας απλώνει τα χέρια για να αγκαλιάσει τον Πάτροκλο που εξαφανίζεται και δεν μένει παρά μονάχα καπνός…
το σύντροφο του αναθυµάµενος, κι ουδέ καθόλου ο ύπνος
ο παντοδαµαστής τον έπιανε, µον' γύρναε δώθε κείθε,
αναθιβάνοντας του Πάτροκλου την αντριγιά, τη νιότη,
τα όσα κι οι δυο µαζί αντραγάθησαν, τα όσα µαζί ετραβήξαν
µέσα σε τόσα αντροπαλέµατα και κύµατα αγριεµένα.
Τούτα στο νου του εκλωθογύριζε κι αστέρευτα θρηνούσε
“Αναθιβάνοντας του Πάτροκλου την αντριγιά, τη νιότη” – αναθιβάνω σημαίνει λαχταράω (ρήμα που προέρχεται μάλλον από τον Ερωτόκριτο). Στο πρωτότυπο ο στίχος είναι ακόμα πιο ξεκάθαρος:
Πατρόκλου ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠΰ
Ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να κοιμηθεί και στριφογυρίζει στο κρεβάτι γιατί ποθεί τη λεβεντιά και το “μένος” του Πάτροκλου. Το μένος χρησιμοποιείται μάλλον με τη μεταφορική έννοια και υποδηλώνει το ανδρικό σφρίγος. Πάντως ο ποιητής Αρχίλοχος από την Πάρο σε ένα από τα έργα του χρησιμοποιεί τη λέξη με την έννοια του σπέρματος (δες εδώ τη μετάφραση των δύο τελευταίων στίχων). Και είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αρχίλοχος έζησε τον 7ο αιώνα π.Χ. δηλαδή ήταν σύγχρονος ή το πολύ έναν αιώνα μεταγενέστερος από τον Όμηρο (ανάλογα με το πότε χρονολογούμε τον Όμηρο.)
Ραψωδία Ω (στίχοι 126-132)Κι η σεβαστή του η µάνα εκάθισε κοντά του, στο πλευρό του,
το χέρι απλώνει και τον χάιδεψε κι αυτά του λέει τα λόγια:
«Ως πότε, γιε µου, θα πικραίνεσαι και θα χτυπιέσαι; ως πότε τα σωθικά σου θα σπαράζουνται; κι ουδέ ψωµιού θυµάσαι
κι ουδέ φίλιου; Γλυκό το αγκάλιασµα, να σµίξεις µε γυναίκα'
γιατί καιρός πολύς δε σου 'µεινε πια να µου ζήσεις' κιόλα
δίπλα σου η Μοίρα η τρανοδύναµη κι ο Χάρος παραστέκουν.
Λίγους στίχους πιο κάτω από το προηγούμενο απόσπασμα όπου ο Αχιλλέας δεν βρίσκει ησυχία στο κρεβάτι του, έρχεται να τον παρηγορήσει η μητέρα του Θέτιδα. Ο στίχος “γλυκό το αγκάλιασµα, να σµίξεις µε γυναίκα” είχε προκαλέσει επίσης μεγάλες συζητήσεις στην αρχαιότητα αλλά δεν μπορεί κανείς να καταλάβει το γιατί αν διαβάσει τις νεοελληνικές μεταφράσεις που τον “προσπερνούν”. Ορίστε τι γράφει το πρωτότυπο:
“ἀγαθὸν δὲ γυναικί περ ἐν φιλότητι μίσγεσθ᾽”Καλό είναι να σμίξεις ερωτικά …ακόμα και με γυναίκα (γυναικί περ). Μια φράση που σε πολλούς μοιάζει να αναφέρεται και πάλι στην απουσία του Πάτροκλου…
Παρά τις θυελλώδεις συζητήσεις που προκάλεσαν οι παραπάνω στίχοι, ο Όμηρος δείχνει μάλλον συγκρατημένος στην περιγραφή της σχέσης ανάμεσα στους δύο άντρες, εστιάζοντας στο συναισθηματικό κομμάτι. Τόσο που, κάποιους αιώνες αργότερα, στο λόγο που βγάζει ο Αισχίνης ζητώντας από το αθηναϊκό δικαστήριο να αφαιρέσει τα πολιτικά δικαιώματα του Τίμαρχου επειδή στο παρελθόν εκπορνευόταν, προειδοποιεί τους ενόρκους:
“Οι αντίδικοι θα προσπαθήσουν να βρουν καταφύγιο για να αμυνθούν στους σοφούς του παρελθόντος. Δείτε όμως πως οι καλοί ποιητές μας ξεχώριζαν όσους αγαπούσαν με σωφροσύνη τους ομοίους τους (τοὺς σώφρονας καὶ τῶν ὁμοίων ἐρῶντας) από όσους ρίχνονται ασυγκράτητοι στα πάθη τους (καὶ τοὺς ἀκρατεῖς ὧν οὐ χρὴ καὶ τοὺς ὑβριστάς). Και θα μιλήσω πρώτα για τον Όμηρο που είναι από τους πιο παλιούς και σοφούς ποιητές μας: αν και μνημονεύει πολύ συχνά τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο, κρύβει τον έρωτά τους και δεν ονοματίζει τη φιλία τους (τὸν μὲν ἔρωτα καὶ τὴν ἐπωνυμίαν αὐτῶν τῆς φιλίας ἀποκρύπτεται)θεωρώντας ότι το μέγεθος της εύνοιας που τρέφουν ο ένας για τον άλλο είναι προφανές στους μορφωμένους ακροατές.” (141-143)
Αντίθετα ο Αισχύλος δεν δείχνει τόσο συγκρατημένος. Ο πρώτος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές αφιέρωσε μια ολόκληρη τριλογία στον Αχιλλέα. Από το πρώτο έργο της τριλογίας με τίτλο “Μυρμιδόνες” έχουν διασωθεί ελάχιστοι στίχοι όπου ο Αχιλλέας θρηνεί τον Πάτροκλο και τους οποίους μνημονεύουν στα έργα τους μεταγενέστεροι συγγραφείς όπως αυτοί εδώ:
την αγνή τιμή των μηρών σου δεν τη σεβάστηκεςω αχάριστε για τα τόσο συχνά φιλήματά μου(σέβας δέ μηρῶν ἀγνόν ουκ ἐπηδέσω,
ὢ δυσχάριστε τῷν πυκνῶν φιλημάτων)
Αθηναίος, Δειπνοσοφισταί, τόμος ΙΓ’
για τους μηρούς σου που γνώρισα σε ευσεβή συνουσία κλαίω(μηρῶν τε τῶν σῶν εὐσέβησ᾽ ὁμιλίαν κλαίων)
Μεγάλη συζήτηση προκαλούσε στην αρχαία Αθήνα και η ηλικία των δύο νέων, αφού σε αντίθεση με τα αθηναϊκά έθιμα σε τέτοιου είδους σχέσεις, ο Αχιλλέας που ήταν ο “κυρίαρχος” του ζεύγους ήταν κατά γενική ομολογία ο νεότερος και ομορφότερος από τους δύο. Στο κύπελλο του Σωσία που σήμερα φυλάσσεται στο Βερολίνο, βλέπουμε τη χαρακτηριστική σκηνή με τον Αχιλλέα που δένει το τραύμα του Πάτροκλου όπου υποδηλώνεται και η διαφορά ηλικίας: Η τριχοφυϊα έχει μόλις αρχίσει να αναπτύσσεται στα μάγουλα του Αχιλλέα, ενώ ο Πάτροκλος έχει ήδη αφήσει μούσι.
Στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, το γεγονός αυτό θα κάνει το Φαίδρο να κατηγορήσει τον Αισχύλο ότι γράφει ανοησίες:
“Πολύ διαφορετική ήταν η ανταμοιβή του πραγματικού έρωτα που έτρεφε ο Αχιλλέας για τον εραστή του Πάτροκλο. Ο Αισχύλος γράφει ανοησίες όταν λέει ότι ήταν ο Αχιλλέας που αγαπούσε τον Πάτροκλο. Ξέρουμε ότι στην πραγματικότητα ο Αχιλλέας αγαπιόταν από τον Πάτροκλο αφού ήταν πολύ ομορφότερος από τον Πάτροκλο και από όλους τους άλλους ήρωες ενώ όπως μας πληροφορεί ο Όμηρος, ήταν και πολύ νεότερος – αμούστακος ακόμα. Και όσο τιμούν οι θεοί τον έρωτα του εραστή, άλλο τόσο τιμούν την ανταπόδοση του έρωτα από τον ερωμένο. Η μητέρα του Αχιλλέα του είχε πει ότι μπορούσε να αποφύγει το θάνατο και να πεθάνει από βαθιά γηρατειά στην πατρίδα του αν δεν σκότωνε τον Έκτορα. Παρόλα αυτά έδωσε τη ζωή του για να εκδικηθεί τον εραστή του και όχι μόνο πέθανε γι’ αυτόν, αλλά και μετά από αυτόν. Γι’ αυτό και οι θεοί τον τίμησαν και τον έστειλαν στη νήσο των Μακάρων. Αυτός είναι ο λόγος που θεωρώ ότι ο Έρωτας είναι ο πιο παλιός, ευγενής και δυνατός από τους θεούς. Γιατί δεν χαρίζει μόνο αρετή στη ζωή αλλά και ευτυχία μετά το θάνατο.”
Και κάτι τελευταίο:
“Ο πιο έλληνας από τους έλληνες δεν είναι ο πολυμήχανος Οδυσσέας, ούτε ο απατημένος Αγαμέμνων. Είναι ο άντρας που παίρνει εκδίκηση για το χαμό του αγαπημένου του. Ο μύθος του Αχιλλέα βάζει τον Ελληνικό Έρωτα στην καρδιά της ελληνικότητας. Και αυτό είναι κάτι που οι βάρβαροι όπως ο Έκτορας δεν δείχνουν να το καταλαβαίνουν.”
[Απόσπασμα από το βιβλίο του James Davidson “The Greeks and Greek Love”από όπου προέρχονται και αρκετές από τις φιλολογικές παρατηρήσεις σχετικά με την Ιλιάδα σε αυτή την ανάρτηση]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου