Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Γιατί ο Χριστός δεν είπε o ίδιος ξεκάθαρα ότι είναι Θεός; (Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου)


 

 



«Ποιοί λοιπόν είναι οι λόγοι για τους οποίους και ο ίδιος και οι Απόστολοι έχουν πει πολλά ταπεινά για αυτόν;
Ο πρώτος λόγος και ο σπουδαιότερος, είναι το ότι αυτός φόρεσε ανθρώπινη σάρκα και θέλει να βεβαιώσει και τους τότε και όλους τους μεταγενεστέρους, ότι αυτό που βλέπεται δεν είναι ούτε κάποια σκιά, ούτε απλώς κάποιο σχήμα, αλλά είναι πραγματική φύση.
Διότι, εάν, μολονότι τόσα πολλά ταπεινά και ανθρώπινα έχουν πει για αυτόν και οι απόστολοι και ο ίδιος για τον εαυτό του, όμως κατόρθωσε ο διάβολος να πείσει μερικούς από τους άθλιους και ταλαίπωρους ανθρώπους να απαρνηθούν την αιτία της κατ’ οικονομίαν ενανθρωπήσεως αυτού, και να τολμήσουν να πουν, ότι δεν έλαβε σάρκα, και έτσι να βλάψουν την όλη υπόθεση της φιλανθρωπίας του Θεού, εάν δεν έλεγε τίποτα από αυτά, πόσοι δεν θα έπεφταν στο βάραθρο αυτό του διαβόλου; Δεν ακούς ακόμη και τώρα τον Μαρκίωνα που αρνείται την κατ’ οικονομίαν ενανθρώπηση του Κυρίου, καθώς και τον Μανιχαίο και τον Ουαλεντίνο και πολλούς άλλους;
Για αυτό λέει πολλά ανθρώπινα και ταπεινά, και υπολείπονται πάρα πολύ από την απόρρητη εκείνη ουσία, για να επιβεβαιώσει την αιτία της κατ’ οικονομίαν ενανθρωπήσεώς του. Καθόσον ο διάβολος κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες να ξεριζώσει από τους ανθρώπους αυτήν την πίστη, γνωρίζοντας ότι, αν ξεριζώσει από τους ανθρώπους αυτήν την πίστη στην ενανθρώπηση του Κυρίου, θα εξαφανιστεί το μεγαλύτερο μέρος όλων εκείνων που συνιστούν την πίστη μας.
Υπάρχει και άλλη μετά από αυτήν αιτία, η πνευματική αδυναμία των ακροατών, και το ότι δεν μπορούσαν να δεχτούν τις υψηλότερες αλήθειες της πίστης τότε που για πρώτη φορά τον έβλεπαν και τον άκουγαν. Και ότι αυτό δεν είναι δική μου σκέψη, θα προσπαθήσω να το παρουσιάσω και να το αποδείξω από τις Γραφές, ότι δηλαδή όταν κάποτε συνέβαινε και έλεγε κάτι το μεγάλο και υψηλό και άξιο της δόξας του. Και γιατί λέω μεγάλο και υψηλό και άξιο της δόξας τους; Εάν κάποτε έλεγε κάτι που ήταν απάνω από τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης, θορυβούνταν και σκανδαλίζονταν, εάν πάλι κάποτε έλεγε κάτι το ταπεινό και ανθρώπινο, τότε έτρεχαν κοντά του και δέχονταν τα λόγια του. Και πού, λέει, μπορούμε να το δούμε αυτό; Κατ’ εξοχήν στο ευαγγέλιο του Ιωάννη· διότι, αφού είπε ο Ιησούς, «ο Αβραάμ ο πατέρας σας αισθάνθηκε αγαλλίαση που επρόκειτο να δει την ημέρα μου, και την είδε και χάρηκε», του απαντούν εκείνοι· «Δεν είσαι ούτε σαράντα χρονών ακόμη και είδες τον Αβραάμ;»(Ιω. 8,56,57). Βλέπεις ότι συμπεριφέρονταν απέναντί του σαν να ήταν απλός άνθρωπος;
Τί απαντά λοιπόν αυτός; «Εγώ υπάρχω» λέει, «προτού γεννηθεί ο Αβραάμ. Και πήραν πέτρες για να τις ρίξουν εναντίον του»(Ιω. 8,58). Και όταν τους απηύθυνε μακρούς λόγους για τα μυστήρια, λέγοντας, «Και ο άρτος που θα δώσω εγώ είναι η σάρκα μου»(Ιω. 6,51), αυτοί έλεγαν· «Είναι σκληρός αυτός ο λόγος· ποιός μπορεί να τον ακούει; Για το λόγο αυτόν πολλοί από τους μαθητές του έφυγαν και δεν πήγαιναν πλέον μαζί του» (Ιω. 6, 60-66). Πες μου λοιπόν, τι έπρεπε να κάνει; Να μιλά συνέχεια με υψηλού περιεχομένου λόγια, ώστε

να απομακρύνει το θήραμα και όλοι να αποκρούσουν τη διδασκαλία του; Αλλά αυτό δεν ήταν γνώρισμα της φιλανθρωπίας του. Καθόσον και πάλι, επειδή είπε, «Εκείνος που ακούει το λόγο μου δεν θα γευτεί θάνατο στον αιώνα»(Ιω. 8,52), έλεγαν εκείνοι· «Δεν λέγαμε πολύ σωστά ότι έχεις δαιμόνιο; Ο Αβραάμ πέθανε, και οι προφήτες πέθαναν και συ λες ότι εκείνος που ακούει το λόγο μου δεν θα γευτεί ποτέ θάνατο;» (Ιω. 8,52-53). Και τι το παράξενο εάν το πλήθος έδειχνε τέτοια συμπεριφορά απέναντί του, τη στιγμή βέβαια που οι ίδιοι οι άρχοντες είχαν την ίδια γνώμη;
Πράγματι λοιπόν ο Νικόδημος, που ήταν άρχοντας και ήρθε προς αυτόν με μεγάλη αγάπη και του είπε, «Γνωρίζουμε ότι ήρθες σαν δάσκαλος από τον Θεό»(Ιω. 3,2), δεν μπόρεσε να δεχτεί το λόγο του για το βάπτισμα, διότι ήταν πολύ πιο μεγάλος από την πνευματική του αδυναμία. Διότι, όταν ο Χριστός είπε, ότι «Αν κάποιος δεν γεννηθεί από νερό και Πνεύμα, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού», σε τόσο χαμηλές σκέψεις έπεσε, ώστε να πει «Πώς μπορεί ο άνθρωπος να γεννηθεί ενώ είναι γέρος; Μήπως μπορεί για δεύτερη φορά να μπει στην κοιλιά της μητέρας του και να γεννηθεί από τον ουρανό;».
Τι λοιπόν απαντά ο Χριστός; «Εάν σας μίλησα για τα επίγεια και δεν πιστέψατε, πώς εάν σας μιλήσω για τα επουράνια, θα πιστεψετε;» (Ιω. 3,3-4.12). Είναι σαν να απολογείται κατά κάποιο τρόπο και να λέει, για ποιό λόγο δεν τους μιλούσε συνέχεια για την ουράνια γέννηση. Πάλι κατά την ώρα εκείνη του σταυρικού θανάτου του, μετά από άπειρα θαύματα, μετά από τη μεγάλη εκείνη απόδειξη της δυνάμεώς του, όταν είπε, «Θα δείτε τον Υιό του ανθρώπου να έρχεται επάνω στα σύννεφα» ((Ματθ. 26,64), μη υποφέροντας ο αρχιερέας τα λόγια αυτά, ξέσχισε τα ρούχα του. Πώς λοιπόν έπρεπε να ομιλεί προς αυτούς, που δεν μπορούσαν τίποτα από τα υψηλά να ανεχτούν; Το ότι λοιπόν γενικά δεν είπε για τον εαυτό του κάτι το μεγάλο και υψηλό, δεν είναι καθόλου άξιο θαυμασμού, εφόσον μιλούσε προς ανθρώπους που σύρονταν κάτω και ήταν τόσο αδύναμοι πνευματικά.
4. Θα αρκούσαν λοιπόν και τα όσα έχουν λεχθεί να δείξουν, ότι αυτή ήταν η αιτία και ο λόγος για τον οποίο τα τότε λεγόμενα λέγονταν με τρόπο ταπεινό, αλλά εγώ θα προσπαθήσω να καταστήσω αυτό φανερό και με άλλο τρόπο. Όπως ακριβώς δηλαδή είδατε αυτούς να σκανδαλίζονται, να θορυβούνται, να απομακρύνονται από κοντά του, να τον βρίζουν και να φεύγουν, εάν κάποτε ο Χριστός έλεγε κάτι το μεγάλο και υψηλό, έτσι θα προσπαθήσω να σας δείξω ότι αυτοί οι ίδιοι έτρεχαν κοντά του και δέχονταν τη διδασκαλία του, εάν κάποτε έλεγε κάτι το ταπεινό και ευτελές. Διότι αυτοί οι ίδιοι που έφυγαν από κοντά του, όταν εκείνος τους είπε πάλι «Τίποτα από μόνος μου δεν κάνω, αλλά μιλώ όπως με δίδαξε ο Πατέρας μου»(Ιω. 8,28), αμέσως έτρεξαν κοντά του. Και θέλοντας ο ευαγγελιστής να μας δείξει, ότι πίστεψαν εξαιτίας της ταπεινότητας των λόγων, επισημαίνει αυτό λέγοντας· «Αφού αυτός είπε αυτά πολλοί πίστεψαν σε αυτόν»(Ιω. 8,30)· και αλλού πολλές φορές θα μπορούσε κανείς να βρει να συμβαίνει αυτό.
Για αυτό πολλά πολλές φορές τα είπε με ανθρώπινο τρόπο, και άλλοτε πάλι όχι με ανθρώπινο τρόπο, αλλά με τρόπο θεοπρεπή και άξιο της υψηλής καταγωγής του, από το ένα μέρος δείχνοντας συγκατάβαση στην αδυναμία των ακροατών, από το άλλο φροντίζοντας για την ορθότητα των δογμάτων. Για να μη συμβεί δηλαδή, εφαρμόζοντας πάντα τη συγκατάβαση στα λεγόμενά του, να βλάψει τους μεταγενέστερους ως προς την πίστη στο αξίωμά του, ούτε για το θέμα αυτό έδειξε αδιαφορία, αλλά, αν και γνώριζε από πριν, ότι δεν θα τα ακούσουν, αλλά και θα τον χλευάσουν και θα φύγουν από κοντά του όμως τα είπε, επιδιώκοντας αυτό ακριβώς που είπα, και για να δείξει την αιτία για την οποία ανέμιξε σε αυτά και ταπεινά λόγια. Η αιτία αυτή ήταν το ότι δεν μπορούσαν ακόμη να δεχτούν το μέγεθος των λεγομένων. Εάν δεν ήταν αυτή η επιδίωξή του, τότε ήταν περιττή η διδασκαλία των υψηλών δογμάτων προς εκείνους που δεν θα τον άκουγαν, ούτε θα τον πρόσεχαν. Τώρα όμως, αν και εκείνους δεν τους ωφελούσε καθόλου, όμως δίδασκε εμάς και μας ασκούσε να έχουμε την πρέπουσα πίστη για αυτόν, και μας έπειθε, ότι, επειδή δεν μπορούσαν ακόμη εκείνοι να δεχτούν το μέγεθος των λεγομένων, μετέφερε το λόγο σε ταπεινότερα. Όταν λοιπόν δεις αυτόν να λέγει ταπεινά, πίστευε ότι η συγκατάβαση δεν οφειλόταν στην ευτέλεια της ουσίας του, αλλά στην πνευματική αδυναμία των ακροατών.
Θέλετε να σας αναφέρω και τρίτη αιτία; Διότι πολλά ταπεινά έκανε και έλεγε όχι μόνο διότι φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα, ούτε εξαιτίας της πνευματικής αδυναμίας των ακροατών, αλλά και επειδή ήθελε να διδάξει τους ακροατές του να δείχνουν ταπεινοφροσύνη. Αυτή λοιπόν είναι η τρίτη αιτία. Διότι εκείνος που διδάσκει ταπεινοφροσύνη, διδάσκει αυτήν όχι μόνο με λόγια, αλλά και με τις πράξεις, δείχνοντας μετριοφροσύνη και με λόγια και με πράξεις. Διότι λέει «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά»(Ματθ. 11,29) και πάλι αλλού λέει «Ο Υιός του ανθρώπου δεν ήρθε για να υπηρετηθεί, αλλά για να υπηρετήσει». Εκείνος λοιπόν που διδάσκει να είμαστε ταπεινοί και σε καμιά περίπτωση να μην επιδιώκουμε τα πρωτεία, αλλά να καταδεχόμαστε παντού να είμαστε κατώτεροι, και μας οδηγούσε σε αυτό με λόγια και πράξεις, είχε πολλούς λόγους που μιλούσε με λόγια ταπεινά.
Είναι δυνατόν να αναφέρω και τέταρτη αιτία, όχι κατώτερη από εκείνες που προαναφέρθηκαν. Ποιά είναι αυτή; Για να μην φθάσουμε κάποτε να σκεφτούμε, εξαιτίας της μεγάλης και απερίγραπτης εγγύτητας των υποστάσεων του Υιού και του Πατέρα, ότι ένα είναι το πρόσωπο αυτών, τη στιγμή μάλιστα που και τώρα, αν και λίγες μόνο φορές μίλησε για κάτι παρόμοιο, ήδη μερικοί παρασύρθηκαν προς την ασέβεια αυτή. Ο Σαβέλλιος δηλαδή ο Λίβυς, επειδή άκουσε αυτόν να λέει, «Εγώ και ο Πατέρας μου είμαστε ένα»(Ιω.10,30) και «Εκείνος που είδε εμένα, είδε και τον Πατέρα»(Ιω. 14,9), άρπαξε την εγγύτητα αυτή των υποστάσεων του Υιού προς τον Πατέρα που φαίνεται από τα λόγια αυτά και διατύπωσε την ασεβή σκέψη, ότι ένα είναι το πρόσωπο και μία η υπόσταση αυτών. Και δεν είναι βέβαια μόνο αυτές οι αιτίες, αλλά και για να μην σκεφτεί κανένας ότι αυτός (ο Υιός) είναι η πρώτη και αγέννητη ουσία και τον θεωρήσει έτσι ανώτερο από τον Πατέρα. Καθόσον και ο Παύλος αυτό ακριβώς φαίνεται να φοβάται, μη τυχόν κανείς κάποτε σκεφτεί αυτό το ασεβές και πονηρό δόγμα. Αφού είπε δηλαδή «Πρέπει αυτός να βασιλεύει μέχρι που να θέσει τους εχθρούς κάτω από τα πόδια αυτού», και πρόσθεσε ότι «όλα τα υπέταξε κάτω από τα πόδια αυτού», συμπλήρωσε λέγοντας «Εκτός από εκείνον που υπέταξε σε αυτόν τα πάντα»(Α Κορ. 15,25-27)· δεν θα πρόσθετε αυτό, εάν δεν είχε το φόβο, μήπως δημιουργηθεί κάποτε αυτή η διαβολική σκέψη.
Και σε πολλές άλλες περιπτώσεις καταπραΰνοντας το φθόνο των Ιουδαίων, κατεβάζει το ύψος των λεγομένων του, και πολλές φορές πάλι απαντά ανάλογα με εκείνα που σκέφτονταν οι ακροατές του, όπως όταν λέει, «Εάν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή»(Ιω.5,31). Αυτό το είπε απευθυνόμενος προς εκείνο που σκέφτονταν· διότι βέβαια δεν θέλησε να δείξει αυτό, ότι δηλαδή δεν είναι αληθινή η μαρτυρία του, αλλά, λέει, όπως εσείς νομίζετε και υποπτεύεσθε και δεν θέλετε να με παραδεχτείτε όταν μιλώ για τον εαυτό μου.
5. Μπορούμε όμως και άλλες περισσότερες αιτίες να βρούμε. Της ταπεινότητας των λόγων του βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε πολλές αιτίες, συ όμως πες μία άλλη ακόμη αιτία των υψηλών δογμάτων του, εκτός από εκείνην που ανέφερα (Και αυτή η αιτία ήταν το ότι ήθελε να μας δείξει την υψηλή καταγωγή του)· αλλά όμως δεν θα μπορούσες να πεις άλλη.
Διότι ο μεγάλος θα μπορούσε και κάτι μικρό να πει για τον εαυτό του, χωρίς για αυτό να μπορεί να κατηγορηθεί (καθόσον αυτό λέγεται από μετριοφροσύνη), ενώ ο μικρός, εάν κάποτε πει κάτι το μεγάλο για τον εαυτό του, δεν θα αποφύγει την κατηγορία (διότι αυτό είναι δείγμα αλαζονείας). Για αυτό τον μεν ανώτερο όλοι τον επαινούμε όταν λέει ταπεινά λόγια για τον εαυτό του, ενώ τον ασήμαντο κανένας δεν θα τον επαινέσει, εάν κάποτε πει κάτι το μεγάλο για τον εαυτό του.
Επομένως εάν ο Υιός ήταν πολύ κατώτερος από τον Πατέρα, όπως εσείς ισχυρίζεστε, δεν έπρεπε να λέει αυτός τέτοια λόγια, με τα οποία έδειχνε τον εαυτό του ίσο με εκείνον που τον γέννησε (διότι αυτό ήταν αλαζονεία)· όμως το να είναι ίσος με εκείνον που τον γέννησε και να λέει ορισμένα ταπεινά και ευτελή, δεν υπάρχει καμία μομφή ούτε κατηγορία διότι αυτό είναι άξιο επαίνου και μεγάλου θαυμασμού».

(Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Περί Ομοουσίου Λόγος Ζ, παράγραφος 3-5, εκδόσεις ΕΠΕ τόμος 35 σελ. 233-245)

«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΥΠΟΚΡΙΝΕΤΑΙ»


Ἐπειδὴ πολὺ ἀκούστηκε τελευταῖα ὅτι δῆθεν οἱ “μάσκες ἔπεσαν” (ἂν καὶ ξαναφορέθηκαν…): «Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν• ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει;». Ἡ ἀτμόσφαιρα στὴν σημερινὴ Ἑλλάδα βρωμάει σαπισμένη ὑποκρισία. Προσφυέστατα ἐγράφη πρὸ ἡμερῶν: «Ἔχουμε ἀντιληφθεῖ ὄχι μόνο ἐμεῖς ἀλλὰ καὶ ὅλος σχεδὸν ὁ ἑλληνικὸς λαὸς σχετικὰ μὲ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ προσωπεῖα τοῦ πολιτικοῦ, κομματικοῦ, πνευματικοῦ ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ προσκηνίου καὶ παρασκηνίου»
Οἱ τρόποι συμπεριφορᾶς ἀποκαλύπτουν τὸν ἀληθινὸ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου;
Μήπως ὁ ἄνθρωπος κρίνεται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὑποκρίνεται; Ἡ ἐπιφάνεια πιὸ συχνὰ καλύπτει παρὰ ἀποκαλύπτει. Ὅσο περισσότερο στίλβουσα εἶναι, τόσο πιθανότερο εἶναι νὰ κρύβει βοῦρκο παρὰ πλοῦτο.
Στὴν ἐποχὴ τῆς διαφήμισης μάλιστα, ποὺ ἡ ζωὴ ἔγινε πρωτάθλημα ὑποκρισίας, τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου διαμορφώνεται ἀπὸ τὸ διαφημιστικὸ “λίφτιγκ”. Δὲν ἐνδιαφέρει τὸ πρόσωπο ἀλλὰ τὸ προσωπεῖο. Ἔτσι πολλοὶ μιλᾶνε γιὰ μία ζωὴ ποὺ μοιάζει μὲ θέατρο. Ὄντως ὑπάρχουν ἄνθρωποι τοῦ θεάτρου καὶ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι θέατρο ἀνθρώπου. Στὴν περίπτωσή τους δὲν ἐνδιαφέρει τὸ ἔργο ἀλλὰ τὸ φανταχτερὸ σκηνικό.

Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος –ὄχι βέβαια σὲ ἀπόλυτους ἀριθμούς–, προκειμένου ν’ ἀποκτήσει τὸ ποθητὸ προσωπεῖο –ποὺ στὴν κοσμικὴ γλώσσα λέγεται image– χάνει τὸ αὐθεντικό του πρόσωπο– γίνεται μία ἀπρόσωπη ἔκφραση προσωπικότητας• μία ἄοσμη, ἄχρωμη, ἄγευστη ὀντότητα. Ὑποχρεώνεται σὲ μία διατεταγμένη προσαρμογή. Ρευστοποιεῖται καὶ προσποιεῖται πὼς εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπ’ ὅ,τι εἶναι. Ἡ ὑποκρισία γίνεται ἀνάγκη. Πολλὲς φορὲς ὁ ἄνθρωπος λέει πράγματα ποὺ δὲν πιστεύει καὶ πιστεύει σὲ πράγματα χωρὶς νὰ τὸ λέει. Δὲν εἶναι ζήτημα φόβου ἀλλὰ συμφέροντος. Ἕνας χρυσὸς κανόνας –χρυσὸς μὲ κάθε ἔννοια– συμπεριφορᾶς διδάσκει νὰ σκέπτεσαι ὄχι τί θὰ προσφέρεις γιὰ ν’ ἀποκομίσεις ἀλλὰ τί θ’ ἀποκομίσεις γιὰ νὰ προσφέρεις.
  Ὑπάρχει ἀκόμη κι ὁ φόβος. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δὲν κρίνουν, οὔτε συγκρίνουν, κατακρίνουν. Αὐτὸ ὑποχρεώνει τὸν ἄλλον ἄνθρωπο –ποὺ δὲν θέλει νὰ ἐκτεθεῖ στὰ βέλη μίας κακόβουλης κριτικῆς– νὰ υἱοθετεῖ ἕναν τρόπο ζωῆς, ποὺ δὲν τὸν ἐκφράζει, ποὺ παραποιεῖ τὴν πραγματική του ὑπόσταση. Ἴσως, λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι νὰ ὑποκρίνονται, ἐπειδὴ
κρίνονται καὶ μάλιστα ὄχι μὲ τρόπο καλοπροαίρετο. “Η ὑποκρισία εἶναι ὁ σεβασμὸς ποὺ προσφέρει ἡ κακία στὴν ἀρετή”, εἶχε πεῖ ὁ Λούθηρος. Ὅποιος ὑποκρίνεται, στὸ βάθος αἰσθάνεται ὅτι προδίδει τὸν ἑαυτό του ἢ κάποιες ἀξίες. Ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καλός, τουλάχιστον προσπαθεῖ νὰ φαίνεται. Εἶναι κι αὐτὸ ἕνας ἐλάχιστος φόρος τιμῆς στὴν ἀρετή. Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ. Ἡ γνησιότητα εἶναι ἡ δύναμη τῶν γενναίων, ἡ ὑποκρισία εἶναι ἡ “δύναμη” τῶν ἀδυνάτων ἢ τῶν συμφεροντολόγων. Κι εἶναι θλιβερὸ ἡ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν δύναμη ν’ ἀποδεικνύεται δυνατότερη ἀπὸ τὴν εἰλικρινῆ καὶ ἀνυπόκριτη συμπεριφορά.
. Ἀλλ’ ὁ κόσμος δυστυχῶς ἔχει μάθει νὰ κρίνει περισσότερο μὲ τ’ αὐτιὰ καὶ λιγότερο μὲ τὸ μυαλό. Σύμφωνα μὲ τὸ γνωστὸ μύθο τοῦ Κρυλώφ, κάποτε δύο βαρέλια κύλησαν σ’ ἕναν κατηφορικὸ δρόμο. Τὸ γεμάτο κυλοῦσε ἀθόρυβα, ἐνῶ τὸ ἄδειο παταγοῦσε ἐκκωφαντικά. Στὴν ἐποχή μας – μία ἐποχὴ πάταγου καὶ ἰλίγγου – βρίσκει τεράστια ἀνταπόκριση ἡ ἄποψη ὅτι ὅσο πιὸ ἐλαφρὸς εἶσαι τόσο ψηλότερα ἀνεβαίνεις καὶ ὅτι ὅσο πιὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι τὸ περιτύλιγμα τόσο πιὸ ἔντονο καὶ κυρίως ἀποτελεσματικὸ εἶναι τὸ θάμβος ποὺ προκαλεῖς. Ἔτσι, ἡ συμπεριφορὰ συχνὰ καταντᾶ ἐπίπλαστη, συχνὰ καλύπτεται ἀπὸ μία ἐπίφαση εὐγένειας καὶ λεπτότητας, ποὺ ρίχνει στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις ἕνα ἑσπέριο φῶς, ἕνα μισόφωτο ποὺ παραπλανᾶ καὶ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ δεῖ τὰ πράγματα στὴν πραγματική τους διάσταση.


Εἶναι γεγονὸς ὅτι πολλὲς φορὲς ἰσχύει αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Μπυφόν: “Le style c’ est l’ homme”(=τὸ ὕφος εἶναι ὁ ἄνθρωπος). Ὁ λόγος καὶ οἱ πράξεις ἀπηχοῦν ὅλο τὸ πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ ἐποικοδόμημα τοῦ ἀτόμου, ὅταν βέβαια τὸ ὕφος ἐξισοῦται μὲ τὸ ἦθος. Ὅταν ὅμως σήμερα τὰ πάντα γίνονται “πρὸς τὸ θεαθῆναι”, ἔχουμε χρέος ν’ ἀναρωτηθοῦμε, μήπως τελικὰ ὁ ἄνθρωπος κρίνεται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὑποκρίνεται. Μήπως τελικὰ οἱ τρόποι τῆς συμπεριφορᾶς μοιάζουν κάποιες φορὲς μὲ τὰ κουδούνια τοῦ παζαριοῦ, ποὺ τὰ χτυπᾶς γιὰ νὰ προσκαλεῖς τοὺς εὔπιστους —ποὺ εἶναι καὶ πιὸ ἐπιρρεπεῖς στὴν πλάνη — καὶ ν’ ἀποσπᾶς ἕνα θαυμασμό, στὸ βάθος κούφιο.
Τὸ πρότυπο τοῦ ἀνθρώπου τῆς “πρώτης ἐντύπωσης”, ποὺ τόσο ἔντονα “πλασάρεται” ἀπὸ τὰ συστήματα προβολῆς, δημιουργεῖ ἀνθρώπους, ποὺ κατασκευάζουν ἐπιφάνειες. Ὡστόσο, ὅπως ὁ σαλίγκαρος εἶναι αἰχμάλωτος τοῦ καβουκιοῦ του, ἔτσι κι αὐτοὶ εἶναι αἰχμάλωτοι τοῦ σκοπιμοθηρικοῦ κομφορμισμοῦ τους. Ἡ φορτικὴ εὐγένεια, ἡ μειλιχιότητα, οἱ περιττὲς φιλοφρονήσεις κρύβουν εὐτελεῖς κόλακες, ποὺ θυμίζουν νάνους γελωτοποιοὺς μεσαιωνικοῦ ἄρχοντα. Χρειάζεται, χωρὶς ἀμφιβολία, μεγάλη πείρα καὶ διεισδυτικότητα, γιὰ νὰ δεῖ κανεὶς τί κρύβεται πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα.
Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε πὼς σήμερα, ποὺ θέλει μεγάλη τέχνη νὰ ζήσεις καὶ πιὸ μεγάλη νὰ ἐπιζήσεις, ἡ προσποίηση ἔγινε στάση ζωῆς. Εἶναι τὸ προϊὸν μιᾶς κοινωνίας ποὺ βασίστηκε στὸ φόβο τῆς ἀλήθειας καὶ ἀγκιστρώθηκε στὸ ψέμα. Τὰ συστήματα προβολῆς θέλουν καὶ θέτουν τὸ ἰδεῶδες τοῦ “ἐπιτυχημένου” ἀνθρώπου νὰ θεμελιώνεται στὸ ἀξίωμα: “Πουλάω τὸ μέσα γιὰ ν’ ἀγοράσω τὸ ἔξω”. Μὲ τὴν ὑποκρισία κερδίζει ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος καὶ χάνει ὁ ἐσωτερικός.
Παρασυρμένος, λοιπόν, ἀπὸ αὐτὰ τὰ σαθρὰ πρότυπα, ὁ ἄνθρωπος τοῦ καιροῦ μας, δὲν ἔχει καιρὸ νὰ “κτίσει” πρόσωπο. Φτιάχνει ἕναν πλαστικὸ χαρακτήρα, ποὺ τὸν βοηθᾶ νὰ κρύβει τὸν πραγματικὸ ἑαυτό του, νὰ φορᾶ προσωπεῖα –τὶς περισσότερες φορὲς ἄτεχνα– καὶ νὰ καταντᾶ ἀπρόσωπος. Πάνω σ’ αὐτὴ τὴ βάση θεωρεῖ φυσικὸ τὸ ἀφύσικο. Βιάζει τὶς ἔμφυτες, ἐσώτερες τάσεις του γιὰ αὐθορμητισμό, ἐλεύθερη ἔκφραση καὶ φορᾶ τὴν “ἀόρατη στολὴ τοῦ βασιλιᾶ”, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κρύψει τὴ γυμνότητά του. Ὁ χρόνος εἶναι ὁ ἐχθρός τῆς προσποίησης. Κάποτε κάποιο παιδικὸ βλέμμα –ἡ καθαρὴ ματιὰ– θὰ δεῖ καὶ θὰ φωνάξει πὼς “ὁ βασιλιὰς εἶναι γυμνός”. Καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ κριθεῖ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ ὄχι ἀπὸ αὐτὸ ποὺ παριστάνει ὅτι εἶναι.
. Μετὰ τὴν παρουσία τοῦ Λουΐτζι Πιραντέλο ἀκόμη καὶ τὰ θεατρικὰ πρόσωπα διεκδικοῦν τὸ δικαίωμα νὰ ἔχουν τὸ δικό τους πρόσωπο κι ὄχι τὸ πρόσωπο ποὺ τοὺς βάζει ὁ συγγραφέας. Μόνο στὸ θέατρο τῆς ζωῆς τὰ πρόσωπα ἀποδέχονται παθητικὰ τὸ προσωπεῖο, καὶ παύουν νὰ εἶναι πρόσωπα. Γίνονται “προσωπικότητες”. Συνήθως αὐτὴ ἡ μάσκα κρύβει σαθρότητα. Εἶναι καλὸ νὰ δυσπιστοῦμε πρὸς τοὺς ἐντυπωσιακοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ καὶ ἡ δυσπιστία χρειάζεται μέτρο. Γιατί ὅπως ἡ εὐπιστία ἀνοίγει τὴ θύρα τῆς πλάνης, ἔτσι καὶ ἡ δυσπιστία μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει σ’ ἐσφαλμένες ἐκτιμήσεις. Συγκεκριμένα, ὑπάρχουν ἄνθρωποι εὐαίσθητοι, ποὺ ἐμφανίζονται κυνικοί, γιὰ νὰ μὴ δώσουν τὴν εὐχέρεια σὲ ἄλλους νὰ τοὺς πληγώσουν.
   Ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἡ θέση ἢ τὸ ἀξίωμα, τοὺς ὑποχρεώνει νὰ θωρακίσουν ἢ νὰ καταπνίξουν τοὺς ἐσωτερικοὺς κραδασμούς, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν ἕνα σκληρὸ καθῆκον. Πολὺ συχνὰ πίσω ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα κρύβεται ἡ πιὸ γνήσια τρυφερότητα. Τὸ σκληρὸ κέλυφος κρύβει μαργαριτάρι. Ὑπάρχει ἀκόμη καὶ ἡ περίπτωση τῶν νέων, ποὺ ἀπὸ πνεῦμα μοντερνισμοῦ, θεωροῦν τὴν εὐγένεια δεῖγμα ἀστικοῦ ἐκφυλισμοῦ. Σὲ λίγο ἡ χειραψία καὶ τὸ “εὐχαριστῶ” θ’ ἀνακηρυχθοῦν διατηρητέα εἴδη. Ἡ ἐκκεντρική τους ἐμφάνιση καὶ ἡ ἄκομψη συμπεριφορά τους ἀναγκάζουν τοὺς παλαιότερους νὰ τοὺς κρίνουν συχνὰ αὐστηρά, χωρὶς νὰ ψάχνουν νὰ βροῦν τί κρύβεται ἀπὸ κάτω. Μήπως, λοιπόν, οἱ κρίσεις τῶν παλαιῶν εἶναι ὄχι αὐστηρὲς ἀλλ’ ἄδικες; Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, μήπως αὐτὴ ἡ ὠμὴ εἰλικρίνεια τῶν νέων εἶναι σκέτη ὠμότητα, ποὺ προβάλλεται ὡς εἰλικρίνεια; Δύσκολο νὰ δώσει ἀπάντηση κανείς, γιατί ἡ γενίκευση πάντα κάποιους ἀδικεῖ.
  Ἕνα πάντως φαίνεται ἀδιαμφισβήτητο: τὸ “εἶναι” καὶ τὸ “φαίνεσθαι” ἔχουν συναιρεθεῖ ἐπικίνδυνα, πρὸς ὄφελος τοῦ “φαίνεσθαι”. Τὸ “εἶναι” δὲν ἔχει πιὰ τόση σημασία. Ἰσχύει τὸ τσαρουχικό: “Στὴν Ἑλλάδα εἶσαι ὅ,τι δηλώσεις”. Ὁ ἄνθρωπος δὲν στέκεται πάντα ἐρευνητικὸς κι ἐπιφυλακτικὸς σ’ ὅ,τι τοῦ παρουσιάζεται ἐκθαμβωτικό. Ἔτσι, ναρκισσικοὶ δοκησίσοφοι, μεγαλόσχημοι ἀπατεῶνες, ματαιόδοξοι κενολόγοι καὶ ἀπόστολοι τῆς οὐτοπίας, συχνὰ κερδίζουν τὴν ἀναγνώριση καὶ τὴν ἐπιτυχία, κάνοντας νὰ μοιάζει μὲ χίμαιρα ὁ στίχος τοῦ Παλαμᾶ: “γεῖρε, ἂν θέλεις νὰ ὑψωθεῖς”. Ὡστόσο, εἶναι ἀνάγκη νὰ φανοῦμε ἐπιφυλακτικοί, ξέροντας ἀπὸ πείρα πὼς “ὅ,τι λάμπει, δὲν εἶναι χρυσός” καὶ πὼς “τὰ κενὰ δοχεῖα ἠχοῦν περισσότερο” (vasa inania plurimum sonant).
Εἶναι χρέος νὰ ξεπεράσουμε τὸ προσωπικὸ καὶ ν’ ἀνεβοῦμε στὸ ὑπερπροσωπικό• ὄχι νὰ κατεβοῦμε στὸ ἀπρόσωπο. Ὁ χαμαιλεοντισμὸς δὲ δείχνει οὔτε ὕφος, οὔτε ἦθος. Ἡ ἰανόμορφη συμπεριφορὰ θὰ μᾶς ὁδηγήσει κάποτε στὴν πικρὴ διαπίστωση τοῦ Μπρέχτ: “Αὐτὸ ποὺ ὁ ἀσβέστης μᾶς ἀφάνισε, δὲν ἦταν πιὰ πρόσωπο”. Στὶς μέρες μας –ποὺ τὸ κυνήγι τοῦ προσώπου μας μοιάζει μὲ τὸ κυνήγι τῆς χαμένης Κιβωτοῦ– προβάλλει ὡς ζωτικῆς σημασίας αἴτημα νὰ αἰσθανθοῦμε πὼς ἡ εἰλικρίνεια εἶναι ἡ πιὸ ρεαλιστικὴ στάση ζωῆς καὶ πὼς τελικὰ τὸ νὰ ζοῦμε σὰν θίασος σκιῶν δὲν εἶναι “μία κάποια λύση”.

Το Γεροντικό του Άγιου Όρους - Το περιβόλι της Παναγιάς

   




Το Γεροντικό του Άγιου Όρους



Περιεχόμενα

Πρόλογος   

Αφηγήσεις άπό τη ζωντανή παράδοση τής έρημικής ζωής  

Άφιξη στό Άγιον Όρος  

Προσφορά του Άγιου Όρους στην Όρθοδοξία  



Πρόλογος


Ό π. Άνδρέας, κατά κόσμον Χαράλαμπος Θεοφιλόπουλος, του Ίωάννου καί τής Σταθούλας, γεννήθηκε στό χωριό Λογγανίκος της Λακωνίας στις 16 Φεβρουάριου τού 1916.
Ό Γέροντας προσηλθε στό 'Άγιον ’Όρος τό 1933 (σε ήλικία 17 έτών). Εκεί ήδη μόναζε ό κατά σάρκα αδελφός του μοναχός Παντελέήμων στην Κερασιά, περιοχή άνω των Κατουνακίων, όπου έκάρη μοναχός στό Κελλι του Τίμιου Προδρόμου. Έκεΐ παρέμεινε περίπου δέκα χρόνια, μέχρι τό 1942. Αυτή τήν περίοδο έμπλούτίσε τΙς γνώσεις του «παρά τούς πόδας» τού Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου.
«Αργότερα[1] μόνασε μέ τον Γέροντά του Ιωακείμ (ό όποιος έκάρη μοναχός άπό τόν γερο-Όνούφριο τόν Διαβαστή στό γνωστό Κελλί της Παναγούδας) καί τόν παραδελφό του Θεόδωρο στό Ίβηρίτικο κελλι των 'Αγίων Θεοδώρων, που άπέχει άπ' τις Καρυές μιά ώρα με τά πόδια (καταγκρεμισμένο δυστυχώς σήμερα). Πορίζονταν τά προς τό ζην, όπως περίπου όλοι οι κελλιώτες, απ' την κτηματοκαλλιεργητική παραγωγή καί απ' τό έργόχεφό τους, που ήταν ή κατασκευή ξύλινων γουδιών μέ χειροκίνητο τόρνο.
Παραλλήλως όμως μέ αυτά ό π. Άνδρέας σημείωνε έπιτυχίες στην καλλιγραφία ιερών Ακολουθιών, έπιδιδόμενος δέ συστηματικώς στά της θεωρίας καί πράξεως της Βυζαντινής έκκλησιαστικής μουσικής, έ'φθασε στό σημείο νά είναι όχι μόνο λίαν έπιθυμητός ώς εΰάκουστος ψάλτης άλλά καί ώς Ικανός προς διδασκαλία.
[1] Αναμνήσεις Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου Λαυριώτου.

Τό ότι οί πατέρες, "Ανθιμος Ίβηρίτης, πού αναγνωριζόταν απ' όλη την Ίβηρίτικη αδελφότητα ώς λίαν έπιτυχώς πληρών τα μέτρα και τις ψαλτικές άπαιτησεις των αγρυπνιών στο Καθολικό, και ό στο Κουτλουμουσιανό κελλί του άγιου Σπυρίδωνος (Κερκυραίων) μονάζων καί απ' όλη την μεγάλη έκείνη κελλιογειτονιά και δη και πέραν αυτής θαυμαζόμενος για την καλλιφωνία του διακο-Σωφρόνιος, ησαν μαθηταϊ του πατρός Άνδρέου, ούδενός άντιλέγοντος, τον διεφήμισε και τον καθιέρωσε ώς μουσικοδιδάσκαλο σε όλη την έκεΐ περιοχή. Άφ' ής στιγμής μάλιστα, άποφάσει της Ίεράς Κοινότητος, προσελήφθη ώς γραμματεός της (1953-1966) καί εν συνεχεία ώς άριστερός ψάλτης στο Πρωτάτο τών Καρυών, -με δεξιό τόν από δεκαετιών ήδη πασίγνωστο για την καλλιφωνία Διακογιάννη- άναγνωρίστηκε πλέον κι αυτός ώς τοιοϋτος ευρυτερον...». Μετέπειτα διετέλεσε καί γραμματεύς της Ί.Μ. Σιμωνόπετρας.
Νεώτατος διδάχθηκε την πατρώα βυζαντινή μουσική τέχνη από τούς ιερομόναχο Ίωάσαφ καί πατέρες Εόγένιο Ραλλίδη και Μάξιμο. Εκτός από πάμπολλα πνευματικά βιβλία με τις πολλές έπανεκδόσεις, δπως α) ή «Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας», β) «Αγιον ’Όρος» (Ιστορικός και Προσκυνηματικός όδηγός (1969), γ) «Σύμβουλος του Πνευματικού», δ) «Ή άλήθεια» (Σύμβουλος πνευματικού προσανατολισμού) (1991), ε) «Άλφαβητάριον Σοφίας» (1984), στ) «Ανθολογία ποιημάτων» (1980), ζ) «Συνομιλία με τό φως», η) «Ανέκδοτα διηγήματα», θ) «Ό Άπ. Πέτρος δεν πήγε ποτέ στή Ρώμη» κ.ά., συνέγραψε ή μάλλον μελοποίησε και έξέδωσε πολλά μουσικά βιβλία δπως τή Συνοίττική Θεωρία (1969), Εγκόλπιο Εσπερινού, Εγκόλπιο ’Όρθρου (1973), Ίερά’Άσματα τής Θείας Λειτουργίας (1992) (μέ πολλά δικά του μελουργη- ματα), Άναστασιματάριο Ίωάννου Πρωτοψάλτου (1983), Ιερόν Άνθολόγιον (1990), Μουσικόν Απάνθισμα κ.ά. Τό 1979 μάλιστα καταρτίζει τόν τρίτο τόμο τού «Ταμείου Ανθολογίας» πού έκδίδεται από τόν έκδοτικό οικο Βασιλείου Ρηγοπουλου στή Θεσσαλονίκη. Ήχογράφησε έπίσης τις ασκήσεις και τούς ύμνους άπό τά μουσικά του βιβλία σέ κασσέτες. Στούς μαθητές του συγκαταλέγεται ό Απόστολος Παπαδόπουλος, νύν πρωτοψάλτης τού Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών. Όλο τό έργο του βρίσκέται σήμερα στή συλλογή τού Μουσικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Αρκετά μαθήματά του παραμένουν ανέκδοτα.
Στά τέλη τής ζωής του, τό 1995, χειροτονήθηκε διάκονος άπό τόν Μητροπολίτη Ν.Ίωνίας Κωνσταντίνο, στήν Αγία Ευθυμία Χαλκηδόνος, και ίερεύς αργότερα, στον Άγιο Γεώργιο Ηρακλείου. Έλαβε δέ και τό όφφίκιο τού Πνευματικού στήν Αγία Παρασκευή Ν.Ίωνίας. Ή κοίμησίς του άπό καρδιακή  άνεπάρκεια στις 12 Μαρτίου του 2004, τό μεσημέρι της Παρασκευής των Β' Χαιρετισμών, γέμισε με θλίψη τις καρδιές μας, άλλα και ελπίδα της παρά τόν Κύριον άναπαύσεώς του, Ή κηδεία του έτελέσθη την έπόμενη μέρα στόν Προφήτη Ήλία Αττικής, προηγηθείσης Θείας Λειτουργίας.


Τό «Γεροντικό τού Αγίου ’Όρους» έκδόθηκε πρώτη φορά τό 1978 καί άπό τότε λόγω της σπουδαιότητός του έγνώρισε τουλάχιστον έξι έκδόσεις έως αύτής του 1998. Ή γνωριμία μου με τόν κληρονόμο τού έργου τοϋ Γέροντα, κ. Αλέξανδρο Κ. Πανταζή, ό όποιος ύπήρξε μαθητής του στην Άθωνιάδα αλλά είχε καί την ιδιαιτέρα εύλογία νά τόν γηροκομήσει άπό τό 1991 έως τό 2004 πού έζησε κοντά του στο Ν. Ηράκλειο της Αθήνας, ύπήρξε ή άφορμή τής σκέψεως γιά έπανέκδοση τοϋ έργου αύτοϋ, με νέα πλέον μορφή καί μέ τακτοποίηση τού υλικού κατά σειρά των κυριάρχων είκοσι Μονών, τών Σκητών καί τών έρημικών περιοχών. Μιά έλάχιστη άπλούστευση φράσεων καί γραμματικές διορθώσεις ήταν επίσης «άναγκαΐες» γιά τόν σύγχρονο άναγνώστη, καθώς καί κάποιες εκκαθαρίσεις επαναλήψεων λόγω τής έως τώρα διχοτομίας τοϋ έργου. Φυσικά δεν έγινε καμμία άλλαγή δσον άφορά σε γεγονότα καθώς καί σε πρόσωπα πού άναφέρονται στό βιβλίο όταν ήταν έν ζωή. Ή νέα μας έκδοση έξετυπώθη σε έναν τόμο καί την διανθίζουν, χωρίς νά άκολουθούν τη θεματογραφία όπου είναι τοποθετημένες, σπάνιες άσπρόμαυρες φωτογραφίες άπό τό Άγιον ’Όρος τών δεκαετιών 1950-1970, πού παραχωρήθηκαν ειδικά γιά την έκδοση αυτή άπό τό Ίβηριτικό Κελλί τής Άγιας Θεοπρομήτορος ’Άννης στις Καρυές. Θερμές ευχαριστίες οφείλω στούς πατέρες τού Κελλίου διά τοϋ προσώπου τοϋ λίαν σεβαστού μου ίερομονάχου π. Άντίπα.
Εύχομαι ή έν λόγω έκδοση, μέ τις περιγραφές τών θαυμάτων, τά άσκητικά παλαίσματα τών πατέρων, τά άξιόλογα ιστορικά στοιχεία καί τις κατα- νυκτικές διαδρομές του, νά συμβάλει στήν άναζωαγόνηση τών ψυχών μας καί στήν άνάδειξη τής βαρύτιμης πνευματικής κληρονομιάς καί πολιτισμού τοϋ πεφιλημένου Αγίου ’Όρους καί τού ’Έθνους μας. Αμήν!

Πρεσβύτερος Χρυσοβαλάντης Θεοδώρου
Λακεδαίμων
’Έγραφον τη 15η του μηνδς Ίουνίου του σωτηρίου έτους 2010 έν Άγ. Στεφάνω Αττικής

«Είσελεύσομαι εις τον άγιον οίκον Σου.»

Είσαγωγή

Αφηγήσεις άπό τη ζωντανή παράδοση τής έρημικής ζωής
Οί πρώτοι μοναχοί, κάτοικοι και έρημοπολίτες του Ιερού Άθωνα, για σύνθημα καί σημάδι της ζωής τους, είχαν τό «λάθε βιώσας2», (2 Επίκουρος άπ. 551.)τη μυστική, την κρυφή ζωή άπό τούς άνθρώπους, άλλά φανερή καί καθαρή στα μάτια του Θεού, στόν ακοίμητο όφθαλμό, οπως έλεγαν καί οι αρχαίοι Έλληνες: «’Έστι δίκης όφθαλμός ος τά πάνθ’ ορά » καί τούτο, διότι πίστευαν βαθιά στήν ύπαρξη, παρουσία καί κατοικία τού Θεού, ό όποιος δεν περιορίζεται σέ τόπο καί χρόνο, άλλά είναι «πανταχού παρών καί τά πάντα πληρών» καί σαν έκλεκτή κατοικία Του διάλεξε τήν καρδιά τού άνθρώπου.
Ώς έκ τούτου άγάπησαν κι αυτοί νά είναι μόνοι, μπροστά στά μάτια τού ενός καί μόνου Τρισυπόστατου καί Τρισήλιου Θεού, τού Πατρός, τού Υιού καί τού Άγιου Πνεύματος. Νά συνομιλούν, νά προσεύχονται παντού καί πάντοτε, νά αισθάνονται πολύ κοντά τους τή συντροφιά Του καί νά λένε με τόν Προφήτη Δαυίδ: «Ευλογήσω τόν Κύριον έν παντί καιρώ, διά παντός ή αινεσις αύτού έν τώ στόματί μου» (Ψαλμ. λγ'1-3).
Ζούσαν στήν άφάνεια τού κόσμου, άπομακρυσμένοι άπ’ αύτόν καί τά ψεύτικα άγαθά του, τά όποια είναι: ματαιοδοξία ή άλαζονία τού βίου, φιλαργυρία καί φιληδονία, τά τρία αυτά μεγάλα κακά. Καί άντ’ αύτών, με τήν άκτημοσύνη, τήν υπακοή καί τήν άγνότητα τού βίου, ζήτησαν νά βρούν τήν ησυχία, τή γαλήνη καί τήν καθαρότητα τού νού, πού βρίσκεται μόνο κοντά στόν Θεό, άφού πρώτα λευτερώθηκαν
από τίς φροντίδες και τις μέριμνες, με τις όποιες είναι μπλεγμένη, συνυφασμένη καί επιφορτισμένη ή κοσμική ζωή.
Δόθηκαν εξ όλοκλήρου στήν προσευχή, στη νηστεία και την αγρυπνία, με τη δύναμη των όποιων καθάρισαν την καρδιά τους κι έλαβαν από τόν Πανάγαθο Θεό τη δωρεά και τα χαρίσματα τής θείας έλλάμψεως, μετά την όποιαν έρχονται ή ένόραση, ή διόραση και ή προόραση, που είναι δλα αυτά ό πνευματικός πλούτος τοϋ μυστικού έσωτερικοϋ φωτισμού του νοϋ και τής καρδιάς κι έτσι αξιώθηκαν νά βλέπουν καί νά συνομιλούν με τόν Θεό, δπως ό Προφήτης Μωυσής, πρόσωπο μέ πρόσωπο, «ένώπιος ένωπίφ», παρόμοια, δπως μιλάει φίλος πρός φίλον.
Άπέφευγαν τόν κόσμο, γιά νά βρούν τόν Θεό πού διακαώς ποθούσαν και πνευματικά έπιθυμούσαν. Απομακρύνθηκαν απ’ τους άνθρώπους, γιά νά μπορούν νά πλησιάσουν περισσότερο τους Αγγέλους. Άφησαν τά πρόσκαιρα αγαθά τής ζωής αύτής, γιά νά κερδίσουν τά αθάνατα καί αιώνια αγαθά τής μελλούσης ζωής, κατά τη φωνή τού Κυρίου που λέγει: «Πάς ος άφήκεν οικίας ή αδελφούς ή άδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν τού όνόματός μου, έκατοντα- πλασίονα λήψεται καί ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. ιθ' 29).
Γιά νά γίνουν δμως δλα αυτά, υπέφεραν μέ καρτερικότητα αφάνταστη τόν πόλεμο τής σάρκας καί των παθών καί κατά τήν Άγια Γραφή «ένεκρώθησαν τώ κόσμω καί έζων έν τώ Χριστώ καί ό Χριστός έν αότοίς», όπως λέγει ό άπόστολος Παύλος: «ζώ δε ουκέτι έγώ ζή δέ έν έμοί Χριστός, δ δέ νύν ζώ έν σαρκί, έν πίστει ζώ τή τού υιού τού Θεού τού άγαπήσαντός με καί παραδόντος εαυτόν ύπέρ εμού» (Γαλ. β' 20), γιά νά μιμηθούν κι αυτοί κατά πάντα τούς Άγίους.
Πολεμούσαν μέ γενναιότητα καί ανεξάντλητη ύπομονή τούς πειρασμούς τού σατανά. Πάλευαν πάντοτε μέ τά πνεύματα τής βλασφημίας, τά όποια κατετρόπωναν μέ τήν ήμερονύκτια δοξολογία καί αντιμετώπιζαν νικηφόρα τόν «κοσμοκράτορα καί άρχοντα τού σκότους τού αίώνος τούτου» καί όλα τά πνεύματα τής πονηριάς, τών οποίων διέλυαν τίς μηχανές μέ τή συνεχή καί αδιάλειπτη καρδιακή καί νοερά προσευχή, διότι άκατάπαυστά έλεγαν μέ τήν καρδιά, τό νου καί τά χείλη τή μονόλεκτη, απλή καί θεολογική προσευχή, τό «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, έλέησόν με» καί μ’ αύτή, δπως λέγει ό άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος «Ιησού όνόματι πολεμίους μάστιζε», οί Έρημοπολίτες μάστιζαν τούς πολέμιους και κοινούς έχθρούς τού ανθρώπινου γένους, τούς παμπόνηρους δαίμονες, επαναλαμβάνοντας συνεχώς τό θειον όνομα τού Κυρίου και Θεού καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Αύτός κατά βάσιν είναι ό αόρατος πόλεμος κάθε χριστιανού.
Οι κατά μόνας τελειώνοντες, μέσα σέ σπηλιές, τη ζωή τους, άπεύ φευγαν, όπως είπαμε, τη συναναστροφή τών ανθρώπων, όχι γιατί τούς μισούσαν, αλλά γιά νά συνομιλούν μέ τούς άγιους Αγγέλους. Πίεζαν τόν εαυτό τους μέ διάφορες στερήσεις καί κακουχίες καί δουλαγω- γούσαν τό σώμα τους, γιά νά τό υποτάξουν στό πνεύμα καί όλα μαζί, σώμα καί πνεύμα, νά τά υποτάξουν στό θέλημα τού Θεού, καθώς λέγει κι ό απόστολος τών εθνών Παύλος: «Άλλ’ ύπωπιάζω μου τό σώμα καί δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι» (Α' Κορ. θ' 27). ’Έτσι καί αυτοί άρνήθηκαν κάθε επιθυμία καί θέλημα δικό τους, γιά νά υποταχθούν τέλεια στό θέλημα τού Θεού, κατά τό ιερό Ευαγγέλιο πού λέγει: «ος γάρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, άπολέσει αύτήν δς δ’ αν άπολέση τήν ψυχήν αυτού ένεκεν έμού, εύρήσει αύτήν τί γάρ ώφελείται άνθρωπος, έάν τόν κόσμον όλον κερδίση, τήν δέ ψυχήν αυτού ζημιωθή;». Μεταφορικά έδώ, ψυχή λέγεται τό ίδιο θέλημα καί ή επιθυμία τού ανθρώπου, πού όρθώνεται σάν τείχος μεταξύ Θεού καί ανθρώπου καί αποκλείει τήν ψυχική σωτηρία Γι’ αυτό κι αυτοί οί έρημοπολίτες, πιστοί στό λόγο τού Θεού, έδωκαν σώμα καί έ'λαβαν πνεύμα, έφυγαν τό θόρυβο, γιά νά βρούν ησυχία, άπέφυγαν τή μανιασμένη θάλασσα μέ τά φουσκωμένα κύματα της ζωής, γιά νά βρούν τή θεία γαλήνη καί τό λιμάνι τής σωτηρίας καί μέ τόν τρόπο αύτόν ανακάλυψαν καί βρήκαν τή μακάρια ζωή πού ζούσάν οί Πρωτόπλαστοι στον κήπο τής Έδέμ, τόν Παράδεισο.
Τέτοιοι έπίγειοι άγγελοι καί ουράνιοι άνθρωποι έ'ζησαν στον ιερό ’Άθωνα, τό Άγιώνυμο "Ορος, τό περιβόλι τής Παναγίας, τήν κρυφή «έν - Χριστώ» ζωή. Προσέφεραν καί προσφέρουν θυσία τόν έαυτό τους, όχι μόνο γιά νά ωφεληθούν αυτοί, αλλά μέ τήν καθημερινή προσευχή προσφέρουν πάντοτε δεήσεις καί ικεσίες γιά τό συνάνθρωπό τους, γιά όλον τόν κόσμο, γιά τήν ειρήνη τού σύμπαντος κόσμου καί τήν ψυχική σωτηρία όλων τών ανθρώπων μέ δάκρυα καυτά, πράγμα πού κανένας δέν κάνει στόν κόσμο χωρίς νά έχει συμφέρον, όπως λέγει καί τό απολυτίκιο τού πρώτου ερημίτη άγιου Αντωνίου: «Τόν ζηλωτήν Ήλίαν τοϊς τρόποις μιμούμενος τώ Βαπτιστή εύθείαις ταΐς τρίβοις επόμενος, πάτερ Αντώνιε, της έρήμου γέγονας οικιστής, και τήν οικουμένην έστήριξας εόχαΐς σου...».
Οί άνθρωποι αυτοί μίσησαν τόν κόσμο, για να αποκτήσουν φίλο τόν Θεό, τούς Αγγέλους και όλους τούς, από την αρχή της συστάσεως του κόσμου, Δικαίους καί Όσίους, οι όποιοι με την ενάρετη ζωή τους έγιναν ευάρεστοι στον Θεό. Μέ τη λέξη «κόσμο» εδώ δεν έννοοϋμε τούς ανθρώπους, άλλα τόν ψεύτικο διάκοσμο τού σύμπαντος πού θά καταργηθεϊ μιά μέρα, δηλαδή τα πρόσθετα στολίδια, τήν έπιτηδευμένη έμφάνιση μέ διάφορα «ψιμίθια», τήν έξαλλη ενδυμασία, πού όλ’ αύτά όδηγοϋν στήν άσωτη ζωή, στήν κτηνωδία, σε βάρος της ψυχικής σωτηρίας καί προξενούν τήν αιώνια καταστροφή τού άνθρώπου.
Κατά καιρούς σέ διάφορα μέρη τού Αγίου Όρους έζησαν άνθρωποι μέ ύπεράνθρωπη θέληση καί αόταπάρνηση, πού τή ζωή τους αυτή φανέρωσε μετά θάνατον ό Πανάγαθος Θεός, μέ θαυμάσιο τρόπο.
Άπό έκείνα, πού κατά καψούς μάς διηγήθηκαν σεβάσμιοι πατέρες καί ενάρετοι μοναχοί τού Αγίου Όρους, μέρος άπό τή ζωή των όποιων άξιωθήκαμε νά γνωρίσουμε καί να γευθούμε, θά προσπαθήσουμε, μέ τή θεία βοήθεια καί μέ τις άγιες εύχές των ευλογημένων αύτών μοναχών, μερικοί άπό τους όποιους, όντας σέ μεγάλη ήλικία, βρίσκονται άκόμη στον ιερό άγώνα τής ζωής αυτής, νά σάς διηγηθούμε καί νά περιγράψουμε ό,τι καλό καί ωφέλιμο άλλα καί χρήσιμο γιά τούς νεώτερους μοναχούς, άκούσαμε άπό τό άγιο στόμα τους, πού άποτελεΐ τή ζωντανή παράδοση τών μοναχών τού Αγίου Όρους.

Άφιξη στό Άγιον Όρος



Ήταν Απρίλης τού 1933, όταν ξεκίνησα άπό τό λιμάνι τής Καλαμάτας, μέ τό καράβι-άτμόπλοιο «Ναυκρατούσα», γιά τό Άγιον Όρος, προκειμένου νά Ιδώ τόν κατά τρία χρόνια μεγαλυτερό μου άδελφό Θεοφίλη, μοναδικό κατά σάρκα άδελφό.
Αφού περάσαμε μέ τρικυμία τόν Κάβο-Μαλέα, φτάσαμε στό Γύθειο, όπου μείναμε λίγες ώρες νά ξεφορτώσει τό καράβι.
Σέ τρία μερόνυχτα φτάσαμε στόν Πειραιά. Έκεΐ μείναμε έξι ώρες. Γιά πρώτη φορά μπήκα στόν ηλεκτρικό σιδηρόδρομο κι έπισκέφθηκα τήν Αθήνα ήμουν 16 πρός τά 17 μου χρόνια. Ή Αθήνα δεν μού άρεσε.
Γύρισα στόν Πειραιά κα'ι τό βραδάκι φύγαμε γιά τη Χαλκίδα. Εκεί περιμέναμε έξι ώρες νά έπιστρέψει ή παλίρροια των υδάτων και νά μάς ανοίξουν τή γέφυρα γιά νά περάσουμε. Άπ’ έκεϊ μπήκαμε υστέρα στόν Παγασητικό κόλπο και φτάσαμε στόν Βόλο, όπου μείναμε μίση μέρα.
Θυμάμαι, είχαν πιάσει πολλά ψάρια, είχε πλημμυρίσει ή παραλία άπό λαχταριστές παλαμίδες. Πρώτη φορά έβλεπα τόσα πολλά ψάρια. Τό πλήρωμα του πλοίου, καπεταναιοι και ναύτες, τις αγόραζαν καί τις έκαναν ψητές ή τηγανητές και έπιναν άφθονο κρασί.
Καμινάδες, χαγιάτια, πύργοι, χωνεύουν τ άνώμαλα σχήματά τους μέσα σέ μιά άρμονια
Ένας από τους βαθμοφόρους τού πληρώματος, άφοϋ είδε πώς ήμουνα απομονωμένος στην-καμπίνα μου και δεν είχα καμμιά συναναστροφή, ήρθε καί μού είπε:
— Θέλεις, παιδί μου, να σου κάμω τό τραπέζι, να φάμε ώραία φρέσκα ψάρια καί να πιούμε γλυκό κρασί;
Οί δικοί μου συγγενείς, που μέ είχαν ξεπροβοδίσει στό λιμάνι της Καλαμάτας καί μ’ έβαλαν στό πλοίο, μου είχαν δώσει τροφές καί έφόδια για όλο τό ταξίδι, για να μη βγαίνω στα διάφορα λιμάνια έξω από τό πλοίο καί χαθώ σαν άβγαλτο χωριατάκι, άλλα καί ρητή έντολή νά προσέχω. Καί μέσα στό καράβι να μην επιτρέπω σε κανένα να μπει στην καμπίνα μου, γιατί μέ τα καράβια ταξιδεύει πολύς καί διάφορος κόσμος καί ύπάρχει μεγάλος κίνδυνος κακής συναναστροφής καί γι’ αυτόν τό λόγο δέν έλεγα σέ κανέναν τόν τόπο πού πήγαινα καί τό σκοπό πού ταξίδευα. Κι έτσι, δέν δέχθηκα την πρόσκληση τού ναυτικού για νά φάμε μαζί.
Όταν φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, τό καράβι ήταν τόσο... καινούργιο, πού έπρεπε νά κάνει έπισκευή στις μηχανές του καί γιά τό σκοπό αυτό μείναμε στη νύμφη τού Θερμαϊκού δυο μέρες καί δυο νύχτες.
Ό κόσμος πού ταξίδευε, έβγαινε κι έμπαινε στό καράβι, έγώ είχα μείνει στην καμπίνα μου καί δέν έλεγα νά τό κουνήσω ρούπι. Μελετούσα ένα βιβλίο καί σκεπτόμουν πότε θά φτάσει τό καράβι στη Δάφνη (τό κεντρικό λιμάνι τού Αγίου Όρους), γιά νά ίδώ τόν άδελφό μου καί τόν ξάδερφο τού πατέρα μου πού ήταν κι αύτός μαζί μέ τόν αδελφό μου, τόν ιερομόναχο Όνούφριο Μουστάκη, ό όποιος βρίσκεται ακόμη εν ζωή καί είναι τώρα πνευματικός έξομολόγος στόν 'Άγιο Κωνσταντίνο τού Πανάγιου Τάφου στά Ιεροσόλυμα.Τότε μέ πλησίασε πάλι ό ίδιος ναυτικός, Παναγιώτης τ’ όνομά του, καί μού πρότεινε νά βγούμε έξω στη Θεσσαλονίκη νά ίδούμε την πόλη καί νά πιούμε κανένα ούζάκί. Έγώ βρήκα την εύκάιρία καί τόν ρώτησα πότε θά φύγουμε από τη Θεσσαλονίκη καί πότε θά φθάσουμε στη Δάφνη τού Αγίου Όρους. Αφού μού προσδιόρισε την ημέρα καί την ώρα περίπου, βγήκα από τό πλοίο καί έγραψα τηλεγράφημα στόν άδελφό μου, ότι τό απόγευμα τής επόμενης ήμέρας θά φτάναμε στη Δάφνη.
Ή Θεσσαλονίκη μού άρεσε σάν πολιτεία, μέ τις πολλές καί άρχαίες βυζαντινές εκκλησίες της, «Τής τού Θεού Σοφίας», τής «Άχειροποιήτου», τοϋ «Άγιου Δημητρίου», τής «Άγιας Αικατερίνης» και πολλές άλλες πανάρχαιες έκκλησίες, μέ τά Κάστρα της, τόν Λευκό Πύργο και άλλα ιστορικά μνημεία, όπως είναι ή Πύλη τοϋ Γαλερίου στην Καμάρα, τά μέγαρά του στόν Ιππόδρομο κ.λπ.
Τό ατμόπλοιό μας, σαραβαλάκι, μετά από τό βασανιστικό ταξίδι, έκαμε εφτά μέρες γιά νά φτάσει στό λιμάνι τής Δάφνης.
Στη Δάφνη μέ περίμενε ό Γέροντας τοϋ άδελφοϋ μου Ιωακείμ μοναχός, που μέ υποδέχθηκε μέ πολλή χαρά. Αφήσαμε τά πράγματα στά καταστήματα τής Δάφνης καί πήγαμε πεζοί στην πρωτεύουσα τοϋ Αγίου ’Όρους, τις Καρυές, γιά νά τακτοποιήσουμε τά απαραίτητα διαπιστευτήρια.
Μετά από δυόμισυ ώρες οδοιπορίας φτάσαμε στό σπίτι-κελλί τοϋ πνευματικού Γέροντα, όπου μέ περίμενε ό αδελφός μου. 'Ύστερα από τρία χρόνια πού είχα νά τόν ίδώ, μοϋ φάνηκε ψηλός, τυλιγμένος καθώς ήταν στά ράσα. Μέ τά λίγα του μαύρα γένεια, στά είκοσι ένα χρόνια τής ηλικίας του, είχε μορφή γλυκειά καί τόσο ώραία, πού νόμισα πώς έβλεπα τό πρόσωπο τοϋ Δεσπότη Χριστού, νόμισα πώς έβλεπα Άγγελο καί όχι άνθρωπο, ήταν πολύ χαριτωμένος.
Παραμείναμε τρεις μέρες ώσπου νά τακτοποιηθούν τά χαρτιά μου καί νά ξεκουραστώ από τό πολυήμερο ταξίδι.
Ό Γέροντας τοϋ άδελφοϋ μου, Ιωακείμ, ήταν ένας μοναχός μελα- χροινός, σοβαρός, μέ όψη αγριωπή, αλλά γαλήνιος, χαρούμενος, μειλίχιος καί γλυκύς στούς τρόπους, γεμάτος καλοσύνη καί τά λόγια τού ήταν γεμάτα σοφία καί διδαχή (μιλούσε συχνά μέ παραβολές), τόσο, πού σέ συνέπαιρνε, σέ εντυπώσιαζε καί σέ αιχμαλώτιζε ή πνευματική ακτινοβολία τής ψυχής του (τό κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης Μπαλάσης καί κατήγετο άπό τή Δάφνη τών Καλαβρύτων).
Στό κελλί «Γέννησις τής Θεοτόκου», όπου μείναμε τρείς ήμέρβς, γνώρισα τόν Γέροντα τοϋ π. Ιωακείμ, τό μοναχό Όνούφριο, πού έπί πολλά χρόνια διετέλεσε Τυπικάρης καί Διαβαστής στόν πανάρχαιο Ναό τού Πρωτάτου. Ήταν γεμάτος καλοσύνη καί είχε φωνή γλυ- κειά, στεντόρια καί πολύ μελωδική, μέ ευκολία διακινούμενη στά ϋψη καί τά βάθη τής μουσικής κλίμακας. Γνώρισα έπίσης καί τούς παραδελφούς, πνευματικούς αδελφούς δηλαδή, τοϋ πατρός Ιωακείμ, τόν γέροντα Άνδρέα, τόν γέροντα Διονύσιο καθώς καί τόν π. Κοσμά, όλοι γέροντες άσπρογένηδες, σεβάσμιοι στην όψη και καλοσυνάτοι στους τρόπους, οι όποιοι μέ δέχθηκαν μέ χαρά.
Την τρίτη μέρα, μαζί μέ τόν γέροντα Ιωακείμ καί τόν αδελφό μου Θεοφίλη-Παντελεήμονα μοναχό, έπιστρέψαμε στό λιμάνι της Δάφνης, για να πάμε στό κελλί που μένανε, τό όποιο βρισκόταν στό έρημι- κότερο μέρος του Άθω, μπροστά στην Κορφή που βρίσκονται τα κελλιά τής Κερασιάς.
Στη Δάφνη δεν υπήρχε τακτική συγκοινωνία. Βρήκαμε ένα βαρκάρη, «Μπαρμπαγεωργάκη» τόν λέγανε, που προθυμοποιήθηκε να μάς πάει μέ τή βάρκα του μέχρι τή Νέα Σκήτη, μέ τή συμφωνία να τοϋ δώσουμε για ναϋλα 25 δραχμές.Ή Θάλασσα, ευτυχώς, ήταν ήσυχη καί μέ τα κουπιά σιγά-σιγά υστέρα από έξι ώρες φτάσαμε μέ τόν Μπαρμπαγεωργάκη στή Νέα Σκήτη.Άπό τή Θάλασσα παρατηρούσα τά βράχια, που μου φαίνονταν σάν νά τάχε σκαλίσει Θεϊκό χέρι, έβλεπα τό Θεόρατο βουνό του ’ΆΘωνα νά ύψώνεται απότομα άπό τή θάλασσα καί νά φθάνει μέχρι τόν ουρανό. Έβλεπα τά τεράστια κτήρια των μοναστηριών ποόναι κτισμένα πάνω στά βράχια καί κοντά στή θάλασσα καί μέ καταλάμβανε φόβος, σεβασμός καί δέος. Άναλογιζόμουν πώς αυτά δέν μπορεί νά τάφτιαξε ανθρώπινο χέρι μόνο, άλλά πώς θά πρέπει νά έγιναν μέ θεϊκή δύναμη καί βοήθεια. Έβλεπα τά διάφορα Καλυβάκια άπό τή Δάφνη ίσαμε τή Σιμωνόπετρα καί Θαύμαζα πώς μένουν άνθρωποι έκεΐ στά μέρη εκείνα, τά έρημα καί άνυδρα, που μοιάζουν πάνω στά βράχια σάν άϊτοφωλιές!Όταν όμως περνάγαμε κάτω άπό τή Σιμωνόπετρα, ό θαυμασμός μου κορυφώθηκε, σάν είδα αύτό τό πελώριο μοναστήρι χτισμένο πάνω στον απότομο έκείνο βράχο νά μοιάζει μέ φρούριο καί πορθμείο μεταξύ ουρανού καί γης, γιά νά μεταφέρει τις ψυχές άπό τή γη στον ούρανό, γιατί ή κορυφή τοϋ μοναστηριού αυτού, κάτω άπό τή θάλασσα μοϋ φάνηκε νά φτάνει μέχρι τά σύννεφα, ένα πράγμα θαυμάσιο, υπέροχο άλλά καί τρομακτικό.
Λίγο πιο πέρα άντικρίσαμε τό Μοναστήρι τού Άγιου Γρηγορίου, κτισμένο κι αύτό πάνω σέ ριζιμιό βράχο, που τόν θαλασσοδέρνουν μέρα-νύχτα τ’ άφρισμένα κύματα τού Αιγαίου πελάγους. Μεγάλο, υποβλητικό καί θαυμαστό κτήριο στήν άκρη τοϋ γιαλού, σάν φάρος  που προφυλάει άπό συντριμμό τά πλοία, έτσι καί τό μοναστήρι αύτό φυλάει τις ψυχές, νά μή τις συντρίψει ό σατανάς μέ τήν άνθρωποκτόνο μανία του.Προχωρώντας σιγά-σιγά ή βάρκα μας, παρουσιάζονταν τά τοπία που σχημάτιζαν τά παραλιακά βράχια, τό ένα καλύτερο απ’ τ’ άλλο.
Μίση ώρα μέ τή βαρκούλα άπό τοϋ Γρηγορίου, βρεθήκαμε μπροστά σέ άλλο μεγαθήριο Μοναστήρι, τοϋ Άγιου Διονυσίου. Θαρρείς κι είναι κι αυτό φυτρωμένο άπό τά βράχια, μέ τήν απότομη καί πανύψηλη οψη που παρουσιάζει κάτω άπό τή θάλασσα, μέ τά ώραία κηπάκια του, σάν νά είναι όλα ζωγραφιστά καί ψεύτικα, σκαρφαλωμένα πάνω στά βράχια.
Μετά άπό τό Μοναστήρι τοϋ Διονυσίου είδαμε στό βάθος, μακριά άπό τή θάλασσα, ίσαμε δυο χιλιόμετρα στά ριζιμιά των βράχων καί κάτω άπό τις χιονοστιβάδες τοϋ ’Άθωνα, σάν διαμάντι θεόρατο, νά άστραφτοκοπάει τό μαρμαρόκτιστο Μοναστήρι τοϋ Αγίου Παύλου, μέ τους πολλούς καί μεγάλους κήπους του, τίς έλιές του καί τις άμπελικές εκτάσεις σέ μιά ατέλειωτη πλαγιά.
Μεγάλο έργαστήρι της αρετής καί της αγιότητας• οί ψυχές ποό μπαίνουν μέσα χαλκεύονται καί σφυροκοποϋνται μέ τή σφύρα τής υπακοής καί τόν άκμωνα της ύπομονής, γιά νά βγοΰν ολόλευκες καί όλόχρυσες καί νά ανεβαίνουν, όσες άπ’ αυτές αξιώνονται νά τελειώνουν τό βίο τους έκεί, προς τήν κορυφή τοϋ ’Άθω καί ευκολότερα απ’ εκεί στά Ουράνια.  
Μακάριοι οί κατοικοϋντες είς τόν οίκον τοϋ Κυρίου και τά Σκηνώματα Αυτοϋ τά αγαπητά!
Σέ λίγο αντικρίσαμε τή Νέα Σκήτη. Ήταν τόσο ώραία, που μοϋ φάνηκε πώς μπήκαμε στόν Παράδεισο, μέ τά ώραία άσκητικά καλύβια που είχε τό καθένα τήν έκκλησία του, τίς έλιές του, τά όπωροφόρα δέντρα, τά λουλούδια, τίς πρασινάδες καί φυσικές καλλονές. Πλησιάσαμε στην προβλήτα, δώσαμε στόν Μπαρμπαγιωργάκη τά συμφωνηθέντα 25 φράγκα καί κάτι παραπάνω, ποό μάς μετέφερε μέ τή βάρκα του άπό τή Δάφνη μέχρι τή Νέα Σκήτη. Σ’ δλο αύτό τό διάστημα δέν έβγαλε μιλιά ό Μπαρμπαγιώργης άπό τό στόμα του, φαίνεται πώς έλεγε τήν προσευχή, τό «Κύριε Ίησοϋ Χριστέ, Τίέ του Θεοϋ, έλέησόν μέ». Τοϋτο τό συμπέρανα, διότι καμμιά φορά τοϋ ξέφευγε κι άκουγότανε ή ευχή αυτή, που τήν έλεγε μέσα του.
Θαύμαζα την απλότητα του ανθρώπου αύτού, γιατί, όταν πήρε τα χρήματα, έβαλε μετάνοια στον Γέροντα κι αφού μάς είπε χίλιες φορές εύχαριστώ, τόν ακούσαμε να λέγει απομακρυνόμενος: «Δόξα σοι ό Θεός, δόξα σοι ό Θεός, δόξα σοι ό Θεός. Βρε Γιωργάκη, έβγαλες σήμερα μεροδούλι γενναίο, πήρες τριάντα δραχμές, τί άλλο θέλεις; Βρε Γιωργάκη, νάσαι ευχαριστημένος, θά φάνε τα παιδιά σου σήμερα πλούσια, δόξα σοι ό Θεός!». Τούτο μου έκανε έντύπωση μεγάλη! Τότε μεΐς πήραμε τα πράγματα, τούς ντορβάδες μας στόν ώμο και άνηφορίσαμε πρός τη Σκήτη της Άγιας ’Άννης.
Με τό ήλιοβασίλεμα είχαμε φτάσει σε μια ασκητική Καλύβη «ό Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», πού βρίσκεται στό ψηλότερο μέρος της Σκήτης αυτής.
Έκεΐ, ένας άσπρογένης Γέροντας, μια βιβλική μορφή, πού άστράφτε το πρόσωπό του και ολόκληρος από χαρά και καθαρότητα, οι Πέτρες λειτουργημένες σαν τά λείψανα των άγιων, πού ένω Θυμίζουν θάνατο, μυρίζουν Ανάσταση. γερο-Γαβριήλ, έμοιαζε με πατριάρχη και με άγγελο περισσότερο, παρά μέ άνθρωπο. Ό γερο-Γαβριήλ ήταν αδελφικός φίλος τού Γέρο- ντά μας Ιωακείμ και μάς δέχτηκε μέ πολλή καλοσύνη. Σαν τον Πατριάρχη Αβραάμ, μάς παρεκάλεσε να μείνουμε στή φτωχική, αλλά πλούσια σέ φιλοξενία καλύβη του. Αλλά τί καλύβη; Δέν λές καλύτερα τριώροφη πολυκατοικία; Αλλά τά σπίτια στις Σκήτες, δσο μεγάλα κι αν είναι, τά λένε «Καλύβες».
Στήν φιλόξενη αυτήν Καλύβη μείναμε τό βράδυ έκεΐνο, δπου γιά πρώτη φορά ακόυσα πνευματικές συμβουλές καί αφηγήσεις γιά προκοπές καί προόδους άλλων μοναχών καί πατέρων της Σκήτης της Άγιάννας.
Τήν άλλη μέρα ξεκινήσαμε τήν άνωφερική πορεία μας πρός τήν κορυφή τού ’Άθωνα, δπου μετά άπό μιάμιση ώρα φτάσαμε στο ζυγό τού υψώματος, που βρίσκεται ή κορυφή του Καρμήλιου ’Όρους. Στήν τοποθεσία αυτή είναι καί τό σταυροδρόμι, γιατί συναντιώνται οί δρόμοι πρός τήν κορυφή τού ’Άθωνα πρός τά έπάνω αριστερά καί πρός τά κάτω πηγαίνει γιά τήν παλιά Σκήτη Άγιου Βασιλείου, καί λίγο δεξιότερα πηγαίνει στά Κατουνάκια, στά Καρούλια καί τή Μικρή Άγιάννα. Σ’ δλες αυτές τις τοποθεσίες είναι σκορπισμένα, μακριά τό έ'να άπό τ’ άλλο, τά ήσυχαστήρια, οί καλύβες καί οί σπηλιές των «έν έρημία» διαβιούντων ήσυχαστών πνευματικών αδελφών.
Εμείς, στό σημείο αύτό, αφού προσκυνήσαμε ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, που έχουν τοποθετήσει εκεί οί πατέρες, κατηφορήσαμε σέ έπικλινές έδαφος, δπου βρίσκονται διασκορπισμένα εννιά Κελλιά μέ έκκλησίες καί καλλιεργημένη περιοχή άπό κτήματα, κήπους, άμπέλια, έλιές καί διάφορα όπωροφόρα δέντρα καί στήν άκρη κάπου χαμηλά είναι τρεις ήσυχαστικές Καλύβες που μοιάζουν μέ σπηλιές.
Αυτή είναι, μου είπαν, ή «Κερασιά», ή όποια βρίσκεται μεταξύ φυσικών οχυρών, άνατολικά έχει τήν όροσειρά πού λέγεται «Σιδηρόκαστρο», βορειοδυτικά τήν κορυφή του ’Άθω καί δυτικομεσημβρινά τό δρος Κάρμηλος καί τή θάλασσα, πού παλαιότερα ήταν τό έπίνειο τής Κερασιάς. Ή Κερασιά τότε (1933) άριθμοϋσε περί τούς πενήντα μοναχούς.
Στήν περιφέρεια αυτή, πού «κυριαρχικω δικαιώματι» άνήκει στή Μεγίστη Λαύρα, ζήσαμε μέ τό γέροντά μου Ιωακείμ περισσότερα από 10 χρόνια και -μετά φύγαμε μαζί και πήγαμε στις Καρυές, κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής.
Στην Κερασιά γνώρισα από κοντά όλες τις γύρω Σκήτες, από τη Νέα Σκήτη του Άγιου Παύλου μέχρι τη Μεγίστη Λαύρα, την περιοχή αυτή τού Αγίου Όρους που, κατά κοινή ομολογία όλων των έπισκεπτομένων και των διαβιούντων εις αυτήν, αποτελεί τό πνευ- ματικότερο μέρος ολοκλήρου τού Αγίου Όρους καί σ’ αύτήν έχουν διαδραματιστεί τά σπουδαιότερα πνευματικά γεγονότα καί ιερές άποκαλύψεις. Άν δε μεταφορικώς εξομοιώσουμε- τό Άγιον Όρος με μιά ολοκληρωμένη εκκλησία, τότε ή περιοχή αυτή αποτελεί τό πνευματικό ιερό τής έκκλησίας αύτής τού Άθωνα.
Σ’ όλη αύτή τήν περιοχή γνώρισα σεβάσμιους καί πνευματικούς πατέρες, πού μόνο τήν όψη τους νά ’βλεπες σού προκαλοϋσαν τό δέος καί τό σεβασμό καί ’λεγες πότε νά ύποκλιθείς, νά άσπασθείς τό χέρι καί νά πάρεις τήν ευχή καί τήν ευλογία τους.

Προσφορά του Άγιου Όρους στην Όρθοδοξία

Τό Άγιον Όρος, τόπος έξαιρετικά πνευματικός καί άγιος, άπό τότε πού κατοικήθηκε άπό ίδεολόγους μοναχούς, γεμάτους πίστη καί αγάπη στον Θεό καί στον πλησίον, δέχθηκε καί φιλοξένησε στούς κόλπους του, κατά τήν ύπερχιλιόχρονη ζωή, πορεία καί δράση του, άνδρες λόγιους καί κατά πάντα σοφούς.
Οί πιστοί αυτοί χριστιανοί, σάν απλοί μοναχοί, διάκονοι, πρεσβύ- τεροι, ήγούμενοι, πνευματικοί, έξομολόγοι, αρχιερείς καί πατριάρχες άκόμη, με τή θερμή πίστη, τήν παιδεία, τήν ένθεη σοφία καί μόρφωσή τους, μέ τήν ταπείνωση, τήν ένάρετη καί αγνή πολιτεία τους καί γενικά τό ύπόδειγμα τής άγιας ζωής τους, βοήθησαν πολύ τή Μητέρα Εκκλησία. Πρόσφεραν πολλά σ’ αύτήν καί μέ τή χάρη τού Θεού διετήρησαν, διέσωσαν καί παρέδωκαν τις ιερές Παραδόσεις, τήν ομολογία τής Όρθόδοξης Πίστεώς μας καί διεφύλαξαν τό κύρος τής Μίας, Αγίας, Καθολικής καί Άποστολικής Έκκλησίας τού Χριστού, όπως τή σύστησαν οί άγιοι Απόστολοι καί τήν παρέδωκαν οι διάδοχοι εκείνων.
Γιά νά πετύχουν όμως αυτά, πρόβαλλαν μέ αύταπάρνηση καί αυτοθυσία τον εαυτό τους, στον κατάλληλο καιρό, έναντίον των διαφόρων εχθρών τής Όρθόδοξης Πίστεως, ορατών καί αοράτων, άθέων, ύλίστών καί κακοδόξων αιρετικών, οί οποίοι κατά καιρούς φύτρωναν μέσα στήν Εκκλησία σαν δηλητηριώδη μανιτάρια.
Στην αγία Εκκλησία μας, έκτός άπό τά ιερά συγγράμματα τους, τά ποιήματα, τις ιερές Ακολουθίες, τις βιογραφίες Άγιων καί διάφορα άλλα ηθικοπλαστικά βιβλία, πρόσφεραν τούς ίδιους τούς εαυτούς των σάν όλοκαυτώματα καί θεληματικά ιερά θύματα του Κυρίου καί Θεού καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, τού όποιου τό βίο καί τη ζωή αντέγραψαν καί προσπάθησαν, κατά τό δυνατόν, νά μιμηθούν, καί μέ τη χάρη τού Θεού έπλήρωσαν τά λόγια της Αγίας Γραφής καί τών Προφητών, δπως λέγει κι ό απόστολος τών έθνών Παύλος: «Τά πάντα ως σκύβαλα ήγήσαντο, ΐνα Χριστόν κερδήσωσιν» (πρβλ Φιλιππ. γ' 8).








ΣΕΛΙΔΕΣ 1-39  ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ


ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ