Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΥΠΟΚΡΙΝΕΤΑΙ»


Ἐπειδὴ πολὺ ἀκούστηκε τελευταῖα ὅτι δῆθεν οἱ “μάσκες ἔπεσαν” (ἂν καὶ ξαναφορέθηκαν…): «Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν• ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει;». Ἡ ἀτμόσφαιρα στὴν σημερινὴ Ἑλλάδα βρωμάει σαπισμένη ὑποκρισία. Προσφυέστατα ἐγράφη πρὸ ἡμερῶν: «Ἔχουμε ἀντιληφθεῖ ὄχι μόνο ἐμεῖς ἀλλὰ καὶ ὅλος σχεδὸν ὁ ἑλληνικὸς λαὸς σχετικὰ μὲ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ προσωπεῖα τοῦ πολιτικοῦ, κομματικοῦ, πνευματικοῦ ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ προσκηνίου καὶ παρασκηνίου»
Οἱ τρόποι συμπεριφορᾶς ἀποκαλύπτουν τὸν ἀληθινὸ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου;
Μήπως ὁ ἄνθρωπος κρίνεται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὑποκρίνεται; Ἡ ἐπιφάνεια πιὸ συχνὰ καλύπτει παρὰ ἀποκαλύπτει. Ὅσο περισσότερο στίλβουσα εἶναι, τόσο πιθανότερο εἶναι νὰ κρύβει βοῦρκο παρὰ πλοῦτο.
Στὴν ἐποχὴ τῆς διαφήμισης μάλιστα, ποὺ ἡ ζωὴ ἔγινε πρωτάθλημα ὑποκρισίας, τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου διαμορφώνεται ἀπὸ τὸ διαφημιστικὸ “λίφτιγκ”. Δὲν ἐνδιαφέρει τὸ πρόσωπο ἀλλὰ τὸ προσωπεῖο. Ἔτσι πολλοὶ μιλᾶνε γιὰ μία ζωὴ ποὺ μοιάζει μὲ θέατρο. Ὄντως ὑπάρχουν ἄνθρωποι τοῦ θεάτρου καὶ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι θέατρο ἀνθρώπου. Στὴν περίπτωσή τους δὲν ἐνδιαφέρει τὸ ἔργο ἀλλὰ τὸ φανταχτερὸ σκηνικό.

Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος –ὄχι βέβαια σὲ ἀπόλυτους ἀριθμούς–, προκειμένου ν’ ἀποκτήσει τὸ ποθητὸ προσωπεῖο –ποὺ στὴν κοσμικὴ γλώσσα λέγεται image– χάνει τὸ αὐθεντικό του πρόσωπο– γίνεται μία ἀπρόσωπη ἔκφραση προσωπικότητας• μία ἄοσμη, ἄχρωμη, ἄγευστη ὀντότητα. Ὑποχρεώνεται σὲ μία διατεταγμένη προσαρμογή. Ρευστοποιεῖται καὶ προσποιεῖται πὼς εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπ’ ὅ,τι εἶναι. Ἡ ὑποκρισία γίνεται ἀνάγκη. Πολλὲς φορὲς ὁ ἄνθρωπος λέει πράγματα ποὺ δὲν πιστεύει καὶ πιστεύει σὲ πράγματα χωρὶς νὰ τὸ λέει. Δὲν εἶναι ζήτημα φόβου ἀλλὰ συμφέροντος. Ἕνας χρυσὸς κανόνας –χρυσὸς μὲ κάθε ἔννοια– συμπεριφορᾶς διδάσκει νὰ σκέπτεσαι ὄχι τί θὰ προσφέρεις γιὰ ν’ ἀποκομίσεις ἀλλὰ τί θ’ ἀποκομίσεις γιὰ νὰ προσφέρεις.
  Ὑπάρχει ἀκόμη κι ὁ φόβος. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δὲν κρίνουν, οὔτε συγκρίνουν, κατακρίνουν. Αὐτὸ ὑποχρεώνει τὸν ἄλλον ἄνθρωπο –ποὺ δὲν θέλει νὰ ἐκτεθεῖ στὰ βέλη μίας κακόβουλης κριτικῆς– νὰ υἱοθετεῖ ἕναν τρόπο ζωῆς, ποὺ δὲν τὸν ἐκφράζει, ποὺ παραποιεῖ τὴν πραγματική του ὑπόσταση. Ἴσως, λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι νὰ ὑποκρίνονται, ἐπειδὴ
κρίνονται καὶ μάλιστα ὄχι μὲ τρόπο καλοπροαίρετο. “Η ὑποκρισία εἶναι ὁ σεβασμὸς ποὺ προσφέρει ἡ κακία στὴν ἀρετή”, εἶχε πεῖ ὁ Λούθηρος. Ὅποιος ὑποκρίνεται, στὸ βάθος αἰσθάνεται ὅτι προδίδει τὸν ἑαυτό του ἢ κάποιες ἀξίες. Ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καλός, τουλάχιστον προσπαθεῖ νὰ φαίνεται. Εἶναι κι αὐτὸ ἕνας ἐλάχιστος φόρος τιμῆς στὴν ἀρετή. Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ. Ἡ γνησιότητα εἶναι ἡ δύναμη τῶν γενναίων, ἡ ὑποκρισία εἶναι ἡ “δύναμη” τῶν ἀδυνάτων ἢ τῶν συμφεροντολόγων. Κι εἶναι θλιβερὸ ἡ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν δύναμη ν’ ἀποδεικνύεται δυνατότερη ἀπὸ τὴν εἰλικρινῆ καὶ ἀνυπόκριτη συμπεριφορά.
. Ἀλλ’ ὁ κόσμος δυστυχῶς ἔχει μάθει νὰ κρίνει περισσότερο μὲ τ’ αὐτιὰ καὶ λιγότερο μὲ τὸ μυαλό. Σύμφωνα μὲ τὸ γνωστὸ μύθο τοῦ Κρυλώφ, κάποτε δύο βαρέλια κύλησαν σ’ ἕναν κατηφορικὸ δρόμο. Τὸ γεμάτο κυλοῦσε ἀθόρυβα, ἐνῶ τὸ ἄδειο παταγοῦσε ἐκκωφαντικά. Στὴν ἐποχή μας – μία ἐποχὴ πάταγου καὶ ἰλίγγου – βρίσκει τεράστια ἀνταπόκριση ἡ ἄποψη ὅτι ὅσο πιὸ ἐλαφρὸς εἶσαι τόσο ψηλότερα ἀνεβαίνεις καὶ ὅτι ὅσο πιὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι τὸ περιτύλιγμα τόσο πιὸ ἔντονο καὶ κυρίως ἀποτελεσματικὸ εἶναι τὸ θάμβος ποὺ προκαλεῖς. Ἔτσι, ἡ συμπεριφορὰ συχνὰ καταντᾶ ἐπίπλαστη, συχνὰ καλύπτεται ἀπὸ μία ἐπίφαση εὐγένειας καὶ λεπτότητας, ποὺ ρίχνει στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις ἕνα ἑσπέριο φῶς, ἕνα μισόφωτο ποὺ παραπλανᾶ καὶ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ δεῖ τὰ πράγματα στὴν πραγματική τους διάσταση.


Εἶναι γεγονὸς ὅτι πολλὲς φορὲς ἰσχύει αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Μπυφόν: “Le style c’ est l’ homme”(=τὸ ὕφος εἶναι ὁ ἄνθρωπος). Ὁ λόγος καὶ οἱ πράξεις ἀπηχοῦν ὅλο τὸ πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ ἐποικοδόμημα τοῦ ἀτόμου, ὅταν βέβαια τὸ ὕφος ἐξισοῦται μὲ τὸ ἦθος. Ὅταν ὅμως σήμερα τὰ πάντα γίνονται “πρὸς τὸ θεαθῆναι”, ἔχουμε χρέος ν’ ἀναρωτηθοῦμε, μήπως τελικὰ ὁ ἄνθρωπος κρίνεται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὑποκρίνεται. Μήπως τελικὰ οἱ τρόποι τῆς συμπεριφορᾶς μοιάζουν κάποιες φορὲς μὲ τὰ κουδούνια τοῦ παζαριοῦ, ποὺ τὰ χτυπᾶς γιὰ νὰ προσκαλεῖς τοὺς εὔπιστους —ποὺ εἶναι καὶ πιὸ ἐπιρρεπεῖς στὴν πλάνη — καὶ ν’ ἀποσπᾶς ἕνα θαυμασμό, στὸ βάθος κούφιο.
Τὸ πρότυπο τοῦ ἀνθρώπου τῆς “πρώτης ἐντύπωσης”, ποὺ τόσο ἔντονα “πλασάρεται” ἀπὸ τὰ συστήματα προβολῆς, δημιουργεῖ ἀνθρώπους, ποὺ κατασκευάζουν ἐπιφάνειες. Ὡστόσο, ὅπως ὁ σαλίγκαρος εἶναι αἰχμάλωτος τοῦ καβουκιοῦ του, ἔτσι κι αὐτοὶ εἶναι αἰχμάλωτοι τοῦ σκοπιμοθηρικοῦ κομφορμισμοῦ τους. Ἡ φορτικὴ εὐγένεια, ἡ μειλιχιότητα, οἱ περιττὲς φιλοφρονήσεις κρύβουν εὐτελεῖς κόλακες, ποὺ θυμίζουν νάνους γελωτοποιοὺς μεσαιωνικοῦ ἄρχοντα. Χρειάζεται, χωρὶς ἀμφιβολία, μεγάλη πείρα καὶ διεισδυτικότητα, γιὰ νὰ δεῖ κανεὶς τί κρύβεται πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα.
Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε πὼς σήμερα, ποὺ θέλει μεγάλη τέχνη νὰ ζήσεις καὶ πιὸ μεγάλη νὰ ἐπιζήσεις, ἡ προσποίηση ἔγινε στάση ζωῆς. Εἶναι τὸ προϊὸν μιᾶς κοινωνίας ποὺ βασίστηκε στὸ φόβο τῆς ἀλήθειας καὶ ἀγκιστρώθηκε στὸ ψέμα. Τὰ συστήματα προβολῆς θέλουν καὶ θέτουν τὸ ἰδεῶδες τοῦ “ἐπιτυχημένου” ἀνθρώπου νὰ θεμελιώνεται στὸ ἀξίωμα: “Πουλάω τὸ μέσα γιὰ ν’ ἀγοράσω τὸ ἔξω”. Μὲ τὴν ὑποκρισία κερδίζει ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος καὶ χάνει ὁ ἐσωτερικός.
Παρασυρμένος, λοιπόν, ἀπὸ αὐτὰ τὰ σαθρὰ πρότυπα, ὁ ἄνθρωπος τοῦ καιροῦ μας, δὲν ἔχει καιρὸ νὰ “κτίσει” πρόσωπο. Φτιάχνει ἕναν πλαστικὸ χαρακτήρα, ποὺ τὸν βοηθᾶ νὰ κρύβει τὸν πραγματικὸ ἑαυτό του, νὰ φορᾶ προσωπεῖα –τὶς περισσότερες φορὲς ἄτεχνα– καὶ νὰ καταντᾶ ἀπρόσωπος. Πάνω σ’ αὐτὴ τὴ βάση θεωρεῖ φυσικὸ τὸ ἀφύσικο. Βιάζει τὶς ἔμφυτες, ἐσώτερες τάσεις του γιὰ αὐθορμητισμό, ἐλεύθερη ἔκφραση καὶ φορᾶ τὴν “ἀόρατη στολὴ τοῦ βασιλιᾶ”, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κρύψει τὴ γυμνότητά του. Ὁ χρόνος εἶναι ὁ ἐχθρός τῆς προσποίησης. Κάποτε κάποιο παιδικὸ βλέμμα –ἡ καθαρὴ ματιὰ– θὰ δεῖ καὶ θὰ φωνάξει πὼς “ὁ βασιλιὰς εἶναι γυμνός”. Καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ κριθεῖ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ ὄχι ἀπὸ αὐτὸ ποὺ παριστάνει ὅτι εἶναι.
. Μετὰ τὴν παρουσία τοῦ Λουΐτζι Πιραντέλο ἀκόμη καὶ τὰ θεατρικὰ πρόσωπα διεκδικοῦν τὸ δικαίωμα νὰ ἔχουν τὸ δικό τους πρόσωπο κι ὄχι τὸ πρόσωπο ποὺ τοὺς βάζει ὁ συγγραφέας. Μόνο στὸ θέατρο τῆς ζωῆς τὰ πρόσωπα ἀποδέχονται παθητικὰ τὸ προσωπεῖο, καὶ παύουν νὰ εἶναι πρόσωπα. Γίνονται “προσωπικότητες”. Συνήθως αὐτὴ ἡ μάσκα κρύβει σαθρότητα. Εἶναι καλὸ νὰ δυσπιστοῦμε πρὸς τοὺς ἐντυπωσιακοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ καὶ ἡ δυσπιστία χρειάζεται μέτρο. Γιατί ὅπως ἡ εὐπιστία ἀνοίγει τὴ θύρα τῆς πλάνης, ἔτσι καὶ ἡ δυσπιστία μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει σ’ ἐσφαλμένες ἐκτιμήσεις. Συγκεκριμένα, ὑπάρχουν ἄνθρωποι εὐαίσθητοι, ποὺ ἐμφανίζονται κυνικοί, γιὰ νὰ μὴ δώσουν τὴν εὐχέρεια σὲ ἄλλους νὰ τοὺς πληγώσουν.
   Ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἡ θέση ἢ τὸ ἀξίωμα, τοὺς ὑποχρεώνει νὰ θωρακίσουν ἢ νὰ καταπνίξουν τοὺς ἐσωτερικοὺς κραδασμούς, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν ἕνα σκληρὸ καθῆκον. Πολὺ συχνὰ πίσω ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα κρύβεται ἡ πιὸ γνήσια τρυφερότητα. Τὸ σκληρὸ κέλυφος κρύβει μαργαριτάρι. Ὑπάρχει ἀκόμη καὶ ἡ περίπτωση τῶν νέων, ποὺ ἀπὸ πνεῦμα μοντερνισμοῦ, θεωροῦν τὴν εὐγένεια δεῖγμα ἀστικοῦ ἐκφυλισμοῦ. Σὲ λίγο ἡ χειραψία καὶ τὸ “εὐχαριστῶ” θ’ ἀνακηρυχθοῦν διατηρητέα εἴδη. Ἡ ἐκκεντρική τους ἐμφάνιση καὶ ἡ ἄκομψη συμπεριφορά τους ἀναγκάζουν τοὺς παλαιότερους νὰ τοὺς κρίνουν συχνὰ αὐστηρά, χωρὶς νὰ ψάχνουν νὰ βροῦν τί κρύβεται ἀπὸ κάτω. Μήπως, λοιπόν, οἱ κρίσεις τῶν παλαιῶν εἶναι ὄχι αὐστηρὲς ἀλλ’ ἄδικες; Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, μήπως αὐτὴ ἡ ὠμὴ εἰλικρίνεια τῶν νέων εἶναι σκέτη ὠμότητα, ποὺ προβάλλεται ὡς εἰλικρίνεια; Δύσκολο νὰ δώσει ἀπάντηση κανείς, γιατί ἡ γενίκευση πάντα κάποιους ἀδικεῖ.
  Ἕνα πάντως φαίνεται ἀδιαμφισβήτητο: τὸ “εἶναι” καὶ τὸ “φαίνεσθαι” ἔχουν συναιρεθεῖ ἐπικίνδυνα, πρὸς ὄφελος τοῦ “φαίνεσθαι”. Τὸ “εἶναι” δὲν ἔχει πιὰ τόση σημασία. Ἰσχύει τὸ τσαρουχικό: “Στὴν Ἑλλάδα εἶσαι ὅ,τι δηλώσεις”. Ὁ ἄνθρωπος δὲν στέκεται πάντα ἐρευνητικὸς κι ἐπιφυλακτικὸς σ’ ὅ,τι τοῦ παρουσιάζεται ἐκθαμβωτικό. Ἔτσι, ναρκισσικοὶ δοκησίσοφοι, μεγαλόσχημοι ἀπατεῶνες, ματαιόδοξοι κενολόγοι καὶ ἀπόστολοι τῆς οὐτοπίας, συχνὰ κερδίζουν τὴν ἀναγνώριση καὶ τὴν ἐπιτυχία, κάνοντας νὰ μοιάζει μὲ χίμαιρα ὁ στίχος τοῦ Παλαμᾶ: “γεῖρε, ἂν θέλεις νὰ ὑψωθεῖς”. Ὡστόσο, εἶναι ἀνάγκη νὰ φανοῦμε ἐπιφυλακτικοί, ξέροντας ἀπὸ πείρα πὼς “ὅ,τι λάμπει, δὲν εἶναι χρυσός” καὶ πὼς “τὰ κενὰ δοχεῖα ἠχοῦν περισσότερο” (vasa inania plurimum sonant).
Εἶναι χρέος νὰ ξεπεράσουμε τὸ προσωπικὸ καὶ ν’ ἀνεβοῦμε στὸ ὑπερπροσωπικό• ὄχι νὰ κατεβοῦμε στὸ ἀπρόσωπο. Ὁ χαμαιλεοντισμὸς δὲ δείχνει οὔτε ὕφος, οὔτε ἦθος. Ἡ ἰανόμορφη συμπεριφορὰ θὰ μᾶς ὁδηγήσει κάποτε στὴν πικρὴ διαπίστωση τοῦ Μπρέχτ: “Αὐτὸ ποὺ ὁ ἀσβέστης μᾶς ἀφάνισε, δὲν ἦταν πιὰ πρόσωπο”. Στὶς μέρες μας –ποὺ τὸ κυνήγι τοῦ προσώπου μας μοιάζει μὲ τὸ κυνήγι τῆς χαμένης Κιβωτοῦ– προβάλλει ὡς ζωτικῆς σημασίας αἴτημα νὰ αἰσθανθοῦμε πὼς ἡ εἰλικρίνεια εἶναι ἡ πιὸ ρεαλιστικὴ στάση ζωῆς καὶ πὼς τελικὰ τὸ νὰ ζοῦμε σὰν θίασος σκιῶν δὲν εἶναι “μία κάποια λύση”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου