ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ μας προέρχεται ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Γιατὶ ἂν κερδίσουμε τὸν ἀδελφό μας, κερδίζουμε τὸν Θεό· ἂν ὅμως τὸν σκανδαλίσουμε, ἁμαρτάνουμε στὸν Χριστό.
ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΑΝ ΚΑΠΟΤΕ τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο γέροντες καὶ μαζί τους ἦταν ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ. Ὁ γέροντας θέλησε νὰ τοὺς δοκιμάσει καὶ διαλέγοντας ἕνα ρητὸ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ τοὺς ρωτοῦσε τί σημαίνει, ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς μικρότερους. Καὶ ἕνας ἕνας ἔλεγε ὅπως μποροῦσε τὴ γνώμη του. Ὅταν τελείωναν ὁ γέροντας ἔλεγε σὲ ὅλους
- Δὲν τὸ κατάλαβες ἀκόμα.
Τέλος ρώτησε καὶ τὸν ἀββᾶ Ἰωσὴφ
- Ἐσὺ τί νομίζεις ὅτι σημαίνει αὐτὸ τὸ ρητό;
Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε
- Δὲν ξέρω
Τότε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος εἶπε
- Πάντως ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ βρῆκε τὸν δρόμο ἐπειδὴ εἶπε δὲν ξέρω.
ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος
- Ἔρχεται καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ τρελλαθοῦν καὶ ὅταν δοῦν κάποιον ποὺ δὲν εἶναι τρελὸς θὰ ξεσηκωθοῦν ἐναντίον του καὶ θὰ τοῦ ποῦν εἶσαι τρελός, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ὅμοιος μ᾽ αὐτούς.
ΤΡΕΙΣ ΠΑΤΕΡΕΣ εἶχαν τὴ συνήθεια κάθε χρόνο νὰ ἐπισκέπτονται τὸν μακάριο Ἀντώνιο. Κι ἐνῶ οἱ δύο τὸν ρωτοῦσαν γιὰ τὴ σκέψη καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς, ὁ ἕνας ἔμενε πάντοτε σιωπηλὸς καὶ δὲν ρωτοῦσε τίποτα.
Μετὰ ἀπὸ πολὺ χρόνο ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος τοῦ λέει
- Ὁρίστε, τόσες φορὲς ἔχεις ἔρθει ἐδῶ καὶ δὲν μὲ ρωτᾶς τίποτα.
Κι ἐκεῖνος τότε τοῦ ἀπάντησε
- Μοῦ φθάνει μόνο νὰ σὲ βλέπω, πάτερ.
ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος
- Δὲν φοβᾶμαι πιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν ἀγαπάω. Γιατὶ ἡ ἀγάπη διώχνει τὸν φόβο ( Ἰωαν. Α' 4:18).
ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος
- Ἐκεῖνος ποὺ κτυπάει τὴ μάζα τοῦ σιδήρου σκέπτεται πρῶτα τὶ θέλει νὰ φτιάξει, δρεπάνι, μαχαίρι, τσεκούρι. Ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νὰ σκεπτόμαστε γιὰ ποιά ἀρετὴ παλεύουμε, ὥστε νὰ μὴ κοπιάζουμε μάταια.
ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος συμβουλευόταν ἕναν Αἰγύπτιο γέροντα, ἕνας ἄλλος ποὺ τὸν εἶδε τοῦ εἶπε
- Ἀββᾶ Ἀρσένιε, σὺ ποὺ τόσο κατέχεις τὴ ρωμαϊκὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, πῶς καὶ ρωτᾶς αὐτὸν ἐδῶ τὸν ἀγροῖκο γιὰ τὶς σκέψεις σου;
Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε
- Τὴ ρωμαϊκὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία τὴν κατέχω, τὴν ἀλφάβητο ὅμως αὐτοῦ τοῦ ἀγροίκου δὲν τὴν ἔχω μάθει ἀκόμα.
ΕΙΠΕ
- Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὀργίζεται δὲν εἶναι δεκτὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀκόμα κι ἂν ἀναστήσει νεκρό.
Η ΟΡΓΗ εἶναι πάθος τοῦ νοῦ φυσιολογικό. Καὶ χωρὶς τὴν ὀργὴ δὲν ἐξαγνίζεται ὁ ἄνθρωπος - ἂν δὲν ὀργισθεῖ μὲ ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ τοῦ ὑποβάλλει μέσῳ τῶν ἀνθρώπων ὁ πονηρός. Καὶ ὅταν τὸν ἀνακάλυψε ὁ Ἰὼβ ἔβρισε τοὺς ἐχθρούς του μὲ τὰ λόγια αὐτά: ἄτιμοι καὶ διεφθαρμένοι ποὺ δὲν ἔχετε τίποτε καλό, ποὺ δὲν σᾶς θεωρῶ ἄξιους οὔτε γιὰ σκύλους τῶν ποιμνίων μου. Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ κατορθώσει τὴν κατὰ φύσιν ὀργὴ ξεριζώνει ὅλα τὰ δικά του θελήματα μέχρι νὰ ὑψωθεῖ στὴ φυσικὴ κατάσταση τοῦ νοῦ.
ΡΩΤΗΣΕ κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων τὸν ἀββᾶ Ἁλώνιο
- Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὴ γλώσσα μου νὰ μὴ λέει ψέμματα;
Καὶ ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος τοῦ ἀπαντᾶ
- Ἂν δὲν ψεύδεσαι, θὰ κάνεις πολλὲς ἁμαρτίες.
Ἐκεῖνος τότε εἶπε
- Τί ἐννοεῖς;
Καὶ ὁ γέροντας τοῦ λέει
- Ἔστω ὅτι δύο ἄνθρωποι δολοφόνησαν κάποιον μπροστὰ στὰ μάτια σου, καὶ ὁ ἕνας κρύφτηκε στὸ κελί σου. Καὶ ἔστω ὅτι ὁ ἄρχοντας ποὺ ψάχνει νὰ τὸν βρεῖ σὲ ρωτάει ἔγινε μπροστά σου φόνος; Ἂν δὲν πεῖς ψέμματα παραδίδεις τὸν ἄνθρωπο σὲ θάνατο. Καλύτερα ἄφησέ τον ἐλεύθερο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· γιατὶ Αὐτὸς γνωρίζει τὰ πάντα.
ΜΕΡΙΚΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ βρῆκαν τὸν καιρὸ νὰ φᾶνε μαζὶ στὴ Σκῆτι· ἦταν μαζί τους καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης. Σηκώθηκε λοιπὸν κάποιος ποὺ τύχαινε νὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος στὴν ἡλικία, νὰ προσφέρει τὸ σταμνάκι μὲ τὸ νερό· κανεὶς δὲν δέχτηκε νὰ τὸ πάρει ἀπὸ αὐτὸν παρὰ μόνο ὁ Ἰωάννης ὁ Κολοβός. Οἱ ὑπόλοιποι λοιπὸν ἁπόρησαν καὶ τοῦ εἶπαν
- Πῶς ἐσὺ ποὺ εἶσαι τόσο μικρότερος τόλμησες νὰ ὑπηρετηθεῖς ἀπὸ τὸν μεγαλύτερο;
Καὶ τοὺς λέει
- Ἐγὼ ὅποτε σηκώνομαι νὰ προσφέρω τὸ σταμνάκι χαίρομαι ἅμα τὸ πάρουν ὅλοι, γιατὶ ἔτσι ἔχω μισθό. Τώρα λοιπὸν γι᾽ αὐτὸ τὸν λόγο τὸ δέχτηκα, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἔχει μισθό, μήπως λυπηθεῖ ποὺ κανεὶς δὲν δέχτηκε ἀπὸ αὐτόν. Καὶ ὅταν τ᾽ ἄκουσαν αὐτὰ θαύμασαν καὶ ὠφελήθηκαν ἀπὸ τὴ διάκρισή του.
ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ
- Ὅταν ἤμουν νεώτερος ἀσκήτευα μαζὶ μὲ τὸν ἀββᾶ Κρόνιο καὶ ποτὲ δὲν μοῦ ζήτησε νὰ κάνω κάτι μολονότι ἦταν γέροντας κι ἔτρεμε ἀπ᾽ τὴν ἀδυναμία, ἀλλὰ σηκωνόταν μόνος του κι ἔφερνε τὸ σταμνάκι σ᾽ ἐμένα καὶ σ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους χωρὶς ἐξαίρεση. Καὶ μὲ τὸν ἀββᾶ Θεόδωρο τῆς Φέρμης ἀσκήτευσα καὶ οὔτε ἐκεῖνος μοῦ ζήτησε ποτὲ νὰ κάνω κάτι, ἀλλὰ καὶ τὸ τραπέζι μόνος του τὸ ἔστρωνε καὶ ἔλεγε
- Ἀδελφέ, ἂν θέλεις ἔλα γιὰ φαγητό.
Κι ἐγὼ τοῦ ἔλεγα
- Ἀββᾶ, ἦρθα κοντά σου γιὰ νὰ ὠφεληθῶ, γιατί δὲν ζητᾶς τίποτα ἀπὸ ΄μένα;
Ἀλλὰ ὁ γέροντας ἔμενε σιωπηλός. Ἔτσι ἔφυγα καὶ ζήτησα τὴ συμβουλὴ τῶν γερόντων. Οἱ γέροντες λοιπὸν ἦρθαν καὶ τοῦ εἶπαν
- Ἀββᾶ, ἦρθε ὁ ἀδελφὸς κοντὰ στὴν ἁγιοσύνη σου γιὰ νὰ ὠφεληθεῖ, γιατί ποτὲ δὲν τοῦ ζητᾶς τίποτα;
Καὶ ὁ γέροντας τοὺς ἀπαντάει
- Μήπως εἶμαι κοινοβιάρχης γιὰ νὰ τὸν διατάξω; Ἐγὼ ποτὲ δὲν τοῦ λέω τίποτα, ἀλλὰ ἐὰν θέλει, ὅ,τι μὲ βλέπει νὰ κάνω ἂς τὸ κάνει κι αὐτός.
Ἀπὸ τότε λοιπὸν προλάβαινα κι ἔκανα ὅτι ἔβλεπα ὅτι πήγαινε νὰ κάνει ὁ γέροντας. Ἐκεῖνος πάλι ὅποτε ἔκανε κάτι τὸ ἔκανε σιωπηλά. Καὶ τοῦτο μὲ δίδαξε, νὰ κάνω τὸ ἔργο μου σιωπηλά.
ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἰάκωβος
- Πιὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ ξενιτευθεῖ κανεὶς παρὰ νὰ φιλοξενεῖ.
ΕΛΕΓΕ ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ
Εἴμαστε μὲ τὸν ἀββᾶ Ποιμένα ὅταν ἀποκάλεσε τὸν Ἀγάθωνα ἀββᾶ. Καὶ τοῦ λέμε
- Εἶναι νεαρός· γιατί τὸν ὀνομάζεις ἀββᾶ;
Καὶ ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε
- Τὸ στόμα του τὸν ἔκανε νὰ ὀνομάζεται ἀββᾶς.
Ο ΙΔΙΟΣ εἶπε γιὰ ἕνα γέροντα, ποὺ εἶχε καλὸ μαθητὴ καὶ ἀπὸ περιφρόνηση τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ μὲ τὴ μηλωτή του. Ὁ ἀδελφὸς ὅμως κάθησε ἔξω κι ἔκανε ὑπομονή. Ὅταν ἄνοιξε ὁ γέροντας τὸν εἶδε νὰ κάθεται ἐκεῖ καὶ τοῦ ἔβαλε μετάνοια λέγοντας
- Πάτερ, ἡ ταπείνωση τῆς μακροθυμίας σου νίκησε τὴν ἀπροσεξία μου. Ἔλα μέσα· ἀπὸ τώρα ἐσὺ εἶσαι ὁ γέροντας καὶ ὁ πατέρας, κι ἐγὼ ὁ νέος κι ὁ μαθητής.
ΑΝ ΟΣΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ γύρω μας εἶναι ἔργα τοῦ κακοῦ, τότε ποιό εἶναι τὸ ἔργο τοῦ ἀγαθοῦ; Γιατὶ τίποτε ἄλλο δὲν βλέπουμε παρὰ μόνο τὴν κτίση τοῦ Δημιουργοῦ. Καὶ πῶς θὰ ξέραμε ὅτι ὑπάρχει ὁ ἀγαθὸς ἂν δὲν ὑπῆρχαν ἔργα δικά του μὲ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε; Γιατὶ ἀπὸ τὰ ἔργα του γνωρίζουμε τὸν δημιουργό. Καὶ τέλος, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρχουν δύο ὄντα τελείως ἀντίθετα μεταξύ τους καὶ τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τὰ χωρίζει, ἔτσι ὥστε νὰ βρίσκεται τὸ ἕνα μακριὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο; Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρχουν καὶ τὰ δύο μαζὶ ἀφοῦ τὸ ἕνα ἀναιρεῖ τὸ ἄλλο. Καὶ οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρχει τὸ ἕνα μέσα στὸ ἄλλο ἀφοῦ ἀπὸ τὴ φύση τους δὲν ἔχουν τίποτα κοινὸ καὶ δὲν ἑνώνονται.
Ο,ΤΙ ΚΑΛΟ θυμᾶσαι, κάνε το· καὶ αὐτὸ ποὺ δὲν θυμᾶσαι θὰ σοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Μὴ παραδώσεις ἀπερίσκεπτα στὴ λησμοσύνη τὴν ἔννοια τοῦ καλοῦ.
ΜΗ ΛΕΣ ὅτι ἔχεις ἀποκτήσει κάποια ἀρετὴ χωρὶς θλίψη· δὲν ἔχει δοκιμαστεῖ ἡ ἀρετὴ ποὺ ἀπόκτησες εὔκολα.
ΠΟΛΛΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ τῶν ἄλλων εἶναι γιὰ τὸ καλό μας· τίποτα ὅμως δὲν εἶναι πιὸ ὠφέλιμο γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ τὴ δική του γνώμη.
ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ νὰ γιατρευτεῖς φρόντισε τὴ συνείδησή σου, ὅ,τι σοῦ λέει κάνε το, καὶ θὰ βρεῖς τὸ φάρμακο.
ΤΑ ΚΡΥΦΑ κάθε ἀνθρώπου τὰ γνωρίζει ὁ Θεὸς καὶ ἡ συνείδηση· ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο καθένας ἂς διορθώνεται.
ΟΠΟΙΟΣ ΕΞΥΒΡΙΖΕΙ τὴ φρόνηση καὶ περηφανεύεται γιὰ τὴν ἀμάθειά του, δὲν εἶναι μόνο στὰ λόγια ἀνίκανος ἀλλὰ καὶ στὴ γνώση.
ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ἄλλο ἡ σοφία στὰ λόγια καὶ ἄλλο ἡ φρόνηση, ἔτσι διαφέρουν ἡ ἀνικανότητα στὰ λόγια καὶ ἡ ἀφροσύνη.
ΚΑΛΥΤΕΡΑ νὰ προσεύχεσαι μὲ εὐλάβεια γιὰ τὸν πλησίον σου παρὰ νὰ τὸν ἐλέγχεις γιὰ κάθε ἁμάρτημά του.
ΑΝ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΟΥΝ ἄσχημα, μὲ τὸν ἑαυτό σου νὰ ὀργίζεσαι, ὄχι μὲ τὸν ἄλλον· γιατὶ ἂν εἶναι πονηρὴ ἡ ἀκοή, πονηρὰ θὰ ἀπαντήσεις.
ΑΛΛΟ ΕΙΝΑΙ ἡ ἐκτέλεση μιᾶς ἐντολῆς καὶ ἄλλο ἡ ἀρετή, ἂν καὶ ξεκινοῦν ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη γιὰ νὰ κάνουν τὸ καλό.
ΠΑΝΤΟΤΕ ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ νὰ κάνεις τὸ καλό, καὶ ὅταν χρειάζεται τὸ μεγαλύτερο ἐσὺ νὰ μὴ στρέφεσαι στὸ μικρότερο· γιατὶ ὅπως λέει ἡ Γραφὴ ὅποιος κοιτάει πίσω δὲν εἶναι κατάλληλος γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ σχεδὸν δὲν μπορεῖ νὰ διαχειριστεῖ οὔτε αὐτὰ ποὺ ἔχει ἀπὸ τὴ φύση του. Ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρίζει τὴν υἱοθεσία.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ κακὸ εἶναι ἡ ἄγνοια· δεύτερη ἀκολουθεῖ ἡ ἀπιστία.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ταπεινοφροσύνη ἡ καταδίκη τῆς συνείδησής μας ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐπίγνωση τῆς συμπάθειάς Του.
ΤΟ ΚΑΚΟ δὲν ὑπάρχει στὴ φύση, οὔτε εἶναι κανεὶς πλασμένος κακός· τίποτε κακὸ δὲν δημιούργησε ὁ Θεός. Ὅταν κάποιος ἐπιθυμήσει στὴν καρδιά του τὸ κακὸ καὶ δώσει ἔτσι ὑπόσταση στὸ ἀνυπόστατο, τότε ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει, ὅπως ἀκριβῶς τὸ θέλησε αὐτὸς ποὺ τὸ δημιουργεῖ. Πρέπει ἑπομένως νὰ φροντίζουμε πάντοτε νὰ ἔχουμε στὴ μνήμη μας τὸν Θεό καὶ νὰ πολεμοῦμε τὴ συνήθεια γιὰ τὸ κακό. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει γιατὶ ἡ φύση τοῦ καλοῦ εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὴ συνήθεια γιὰ τὸ κακό, ἀφοῦ τὸ καλὸ ὑπάρχει ἐνῶ τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει, παρὰ μόνο ὅταν τὸ κάνουμε.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΕΣ οἱ τροφὲς ἀλλὰ ἡ γαστριμαργία· οὔτε τὰ χρήματα ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία· οὔτε ἡ ὁμιλία ἀλλὰ ἡ φλυαρία· οὔτε τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου ἀλλὰ ἡ ὑπερβολή· οὔτε ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς δικούς μας παρὰ μόνο ὅταν γίνεται ἀφορμὴ νὰ μὴν εὐγνωμονοῦμε τὸν Θεό· οὔτε τὰ ροῦχα ὅταν τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ σκεπαζόμαστε καὶ νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ τὸ κρῦο καὶ τὸν καύσωνα, ἀλλὰ τὰ περιττὰ καὶ τὰ πολυτελῆ· οὔτε τὰ σπίτια ὅταν τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ φυλαγόμαστε ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ μόλις εἶπα καὶ ἀκόμη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, θηρία καὶ ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὰ διόροφα καὶ τριόροφα, τὰ μεγάλα καὶ πολυδάπανα· οὔτε ἡ ἰδιοκτησία ἀλλὰ ὅ,τι δὲν ἀνήκει στὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα· οὔτε τὸ νὰ ἔχουν βιβλία βλάπτει ὅσους ἐπιθυμοῦν πολὺ τὴν ἀκτημοσύνη ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν τὰ χρησιμοποιοῦν γιὰ θεοπρεπῆ ἀνάγνωση· οὔτε οἱ φίλοι ἀλλὰ οἱ φίλοι ποὺ δὲν κάνουν καλὸ στὴν ψυχή μας· οὔτε ἡ γυναίκα εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ ἡ πορνεία· οὔτε ὁ πλοῦτος ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία· οὔτε τὸ κρασὶ ἀλλὰ ἡ μέθη· οὔτε ἡ φυσιολογικὴ ὀργή, ἐκείνη ποὺ νοιώθουμε ἐναντίον τῆς ἁμαρτιῶν μας, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ νοιώθουμε γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας· οὔτε ἡ ἐξουσία ἀλλὰ ἡ ἀρχομανία· οὔτε ἡ δόξα ἀλλὰ φιλοδοξία καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα χειρότερο, ἡ κενοδοξία· οὔτε ἡ ἀρετὴ ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζουμε ὅτι εἶναι δική μας· οὔτε ἡ γνώση ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζουμε πὼς εἴμαστε γνωστικοὶ καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα χειρότερο, ν᾽ ἀγνοοῦμε τὴν ἄγνοιά μας· οὔτε ἡ ἀληθινὴ γνώση ἀλλὰ ἡ ἀπατηλή· οὔτε ὁ κόσμος εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ τὰ πάθη· οὔτε ἡ φύση ἀλλὰ οἱ διαστροφές· οὔτε ἡ ὁμόνοια, ἀλλὰ ἡ ὁμόνοια τῶν κακοποιῶν κι ἐκείνη ποὺ δὲν βοηθάει στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς· οὔτε τὰ μέλη τοῦ σώματος ἀλλὰ ἡ κακὴ χρήση τους· γιατὶ ἡ ὅραση δὲν μᾶς δόθηκε γιὰ νὰ βλέπουμε ὅσα δὲν πρέπει ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸν Δημιουργὸ βλέποντας τὰ κτίσματά του καὶ νὰ προοδεύουμε σύμφωνα μὲ τὰ ἀληθινὰ συμφέροντα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας· οὔτε ἡ ἀκοὴ γιὰ ν᾽ ἀσχολούμαστε μὲ συκοφαντίες καὶ ἀνοησίες ἀλλὰ γιὰ ν᾽ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ κάθε φωνή, ἀνθρώπων, πτηνῶν καὶ ὅλων τῶν ἄλλων, καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν Ποιητή τους· οὔτε ἡ ὄσφρηση γιὰ νὰ γίνει μαλθακὴ ἡ ψυχὴ καὶ νὰ χάνει τὸ φρόνημά της μέσα στ᾽ ἀρώματα, ὅπως λέει ὁ Θεολόγος, ἀλλὰ γιὰ ν᾽ ἀναπνέουμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὸν ἀέρα ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεὸς καὶ νὰ τὸν δοξάζουμε γι᾽ αὐτό· γιατὶ χωρὶς τὸν ἀέρα κανένα σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει οὔτε ἀνθρώπου οὔτε ζώου (...) Καὶ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια δὲν μᾶς δόθηκαν γιὰ νὰ κλέβουμε καὶ ν᾽ ἁρπάζουμε καὶ νὰ κτυποῦμε τοὺς ἄλλους ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε στὶς θεάρεστες ἐργασίες· οἱ πιὸ ἀδύναμοι στὴν ψυχὴ γιὰ νὰ δίνουν ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ βοηθοῦν ὅσους ἔχουν ἀνάγκη κι ἔτσι νὰ τελειοποιοῦνται, καὶ οἱ ἰσχυρότεροι στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα γιὰ ν᾽ ἀσκοῦν ἀκτημοσύνη καὶ νὰ μιμοῦνται τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἅγιους μαθητές Του καὶ γιὰ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ θαυμάζουν πῶς ὑπάρχει καὶ στὰ μέλη μας ἡ σοφία Του. Καὶ πῶς τὰ χέρια αὐτὰ καὶ τ᾽ ἀδύναμα δάκτυλά μας μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱκανὰ γιὰ κάθε ἐπιστήμη καὶ ἐργασία, γραφὴ καὶ δεξιότητα· ἀπ᾽ ὅπου προέρχεται ἡ γνώση τῶν ἀναρίθμητων τεχνῶν καὶ γραφῶν, τῆς ἐπιστήμης καὶ τῶν διαφόρων φαρμάκων, τόσων γλωσσῶν καὶ γραμμάτων· καὶ γενικὰ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει καὶ γίνονται καὶ θὰ γίνουν εἶναι δῶρα ποὺ μᾶς ἔχουν δοθεῖ καὶ μᾶς δίνονται συνεχῶς, ἔτσι ὥστε νὰ ἐπιβιώνουμε σωματικὰ καὶ νὰ σωθοῦμε ψυχικά, ἂν ὅλα αὐτὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε σύμφωνα μὲ τοὺς σκοποὺς τοῦ Θεοῦ καὶ ἂν μέσα ἀπ᾽ αὐτὰ τὸν δοξάζουμε μὲ ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη. Διαφορετικὰ ξεπέφτουμε καὶ καταστρεφόμαστε καὶ ὅλα στὴ ζωὴ αὐτὴ μᾶς ὁδηγοῦν στὴ θλίψη, ἀλλὰ καὶ σὲ αἰώνια κόλαση στὴ μέλλουσα ζωή, ὅπως ἔχει ἤδη εἰπωθεῖ.