ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ Κατά της συκοφαντίας
Κάποτε, ένας άρχοντας της τσαρικής αυλής, πήγε να συμβουλευτεί έναν περίφημο τότε για την αρετή του, ιερέα της Πετρούπολης.
- Πάτερ, πες μου, τί να κάμω; Έχω πολλούς εχθρούς. Με μισούν «ματαίως» χωρίς κανένα λόγο. Με συκοφαντούν στην Τσάρο. Κινδυνεύω να χάσω την δουλειά μου. Αν ό Τσάρος πεισθή και με απολύσει, πού θα σταθώ; Πώς θα ζήσω; Σας παρακαλώ, συμβουλέψτε με. Τί να κάμω;
- Να προσεύχεσαι. Για όλους. Και περισσότερο γι' αυτούς πού ξεσηκώθηκαν εναντίον σου. Και στο σπίτι. Αλλά και στην Εκκλησία, στην θεία λειτουργία. Έχει μεγάλη σημασία αυτό.
- Και τί θά βγει με αυτό, πάτερ; είπε πικραμένος.
- Θά το δείς. Τα «ψίχουλα», οι μαργαρίτες -οι μερίδες πού βγάζει ό ιερέας στην προσκομιδή, όταν διαβάζει ονόματα- συμβολίζουν τις ψυχές των ανθρώπων ζώντων και κεκοιμημένων. Και κάποια στιγμή, αυτές τις μερίδες ό παπάς τις ρίχνει μέσα στο άγιο ποτήρια, με τα λόγια: «Άπόπλυνε, Κύριε, τα αμαρτήματα των ένθάδε μνημονευθέντων δούλων σου, τω Αίματί Σου τω Άγίω». Δηλαδή παρακαλεί τον Χριστό να ξεπλύνει με τον Αίμα Του τις ψυχές των ανθρώπων πού μνημόνευσε.
Και πρόσθεσε:
- Γι αυτό, αν θέλεις, άκουσέ με. Γράψε τα ονόματα εκείνων πού σε επιβουλεύονται σε ένα χαρτί και δώσε τα στον Ιερέα, να τα μνημονεύει στην λειτουργία και θά το δείς!
Από τότε πέρασαν μια, δύο, τρεις εβδομάδες. Μετά απo ένα μήνα, νάτος, πάλι στον παπά. Και πέφτοντας μπροστά στα πόδια του, εξομολογήθηκε:
- Θαύμα, πάτερ! Θαύμα! Θαύμα! Δεν θά το πιστέψετε! Έκανα αυτό πού μου είπατε. Και, να! Αυτοί πού μέχρι τώρα με μισούσαν, και ήθελαν το κακό μου, τώρα μού συμπεριφέρονται με τέτοιο σεβασμό, μού δείχνουν τέτοια αγάπη, πού δεν ξέρω, πώς να το εξηγήσω. Το στόμα τους, πού πρώτα ήταν όλο χολή, τώρα στάζει μέλι. Όπου και να σταθούν, μόνο καλές κουβέντες λένε για μένα!
Και ό σεβάσμιος γέροντας συμπέρανε:
- Είδες, λοιπόν! Σού το έλεγα. Άφησε το θέμα σου στον Θεό και θά το δείς. Τώρα το βλέπεις, ολοκάθαρα, πόσο ό Θεός φροντίζει για μας.
Πάντοτε λοιπόν, και σύ «εν ψαλτηρίω» να του ανοίγεις το κάθε σου πρόβλημα. Να προσεύχεσαι. Ιδιαίτερα για «τούς έχθραίνοντάς σοι ματαίως» (Ψαλμ. 3,8) δηλαδή για εκείνους πού, χωρίς κανένα λόγο, σε επιβουλεύονται. Και ό Θεός, θά τούς κάνει φίλους σου.
- Πάτερ, πες μου, τί να κάμω; Έχω πολλούς εχθρούς. Με μισούν «ματαίως» χωρίς κανένα λόγο. Με συκοφαντούν στην Τσάρο. Κινδυνεύω να χάσω την δουλειά μου. Αν ό Τσάρος πεισθή και με απολύσει, πού θα σταθώ; Πώς θα ζήσω; Σας παρακαλώ, συμβουλέψτε με. Τί να κάμω;
- Να προσεύχεσαι. Για όλους. Και περισσότερο γι' αυτούς πού ξεσηκώθηκαν εναντίον σου. Και στο σπίτι. Αλλά και στην Εκκλησία, στην θεία λειτουργία. Έχει μεγάλη σημασία αυτό.
- Και τί θά βγει με αυτό, πάτερ; είπε πικραμένος.
- Θά το δείς. Τα «ψίχουλα», οι μαργαρίτες -οι μερίδες πού βγάζει ό ιερέας στην προσκομιδή, όταν διαβάζει ονόματα- συμβολίζουν τις ψυχές των ανθρώπων ζώντων και κεκοιμημένων. Και κάποια στιγμή, αυτές τις μερίδες ό παπάς τις ρίχνει μέσα στο άγιο ποτήρια, με τα λόγια: «Άπόπλυνε, Κύριε, τα αμαρτήματα των ένθάδε μνημονευθέντων δούλων σου, τω Αίματί Σου τω Άγίω». Δηλαδή παρακαλεί τον Χριστό να ξεπλύνει με τον Αίμα Του τις ψυχές των ανθρώπων πού μνημόνευσε.
Και πρόσθεσε:
- Γι αυτό, αν θέλεις, άκουσέ με. Γράψε τα ονόματα εκείνων πού σε επιβουλεύονται σε ένα χαρτί και δώσε τα στον Ιερέα, να τα μνημονεύει στην λειτουργία και θά το δείς!
Από τότε πέρασαν μια, δύο, τρεις εβδομάδες. Μετά απo ένα μήνα, νάτος, πάλι στον παπά. Και πέφτοντας μπροστά στα πόδια του, εξομολογήθηκε:
- Θαύμα, πάτερ! Θαύμα! Θαύμα! Δεν θά το πιστέψετε! Έκανα αυτό πού μου είπατε. Και, να! Αυτοί πού μέχρι τώρα με μισούσαν, και ήθελαν το κακό μου, τώρα μού συμπεριφέρονται με τέτοιο σεβασμό, μού δείχνουν τέτοια αγάπη, πού δεν ξέρω, πώς να το εξηγήσω. Το στόμα τους, πού πρώτα ήταν όλο χολή, τώρα στάζει μέλι. Όπου και να σταθούν, μόνο καλές κουβέντες λένε για μένα!
Και ό σεβάσμιος γέροντας συμπέρανε:
- Είδες, λοιπόν! Σού το έλεγα. Άφησε το θέμα σου στον Θεό και θά το δείς. Τώρα το βλέπεις, ολοκάθαρα, πόσο ό Θεός φροντίζει για μας.
Πάντοτε λοιπόν, και σύ «εν ψαλτηρίω» να του ανοίγεις το κάθε σου πρόβλημα. Να προσεύχεσαι. Ιδιαίτερα για «τούς έχθραίνοντάς σοι ματαίως» (Ψαλμ. 3,8) δηλαδή για εκείνους πού, χωρίς κανένα λόγο, σε επιβουλεύονται. Και ό Θεός, θά τούς κάνει φίλους σου.
ΙΣΤΟΡΙΑ Μια Ελένη στο Γηροκομείο Αθηνών
Μια Ελένη στο Γηροκομείο Αθηνών
της Ρέας Βιτάλη 09/12/2010
«Γεννήθηκα στη Σμύρνη. Τους γονείς μου τους έσφαξαν και τους δύο. Εμένα μ΄ έβαλαν σ΄ ένα καράβι για τη Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα κατέληξα στο ορφανοτροφείο Μέλισσα. Κοίτα παιδί μου, τι είχε γραμμένο η μοίρα για μένα! Να περάσω τα παιδικά μου χρόνια σε ορφανοτροφείο και τα γεράματα σε γηροκομείο!
Καλά που γνώρισα τον άνδρα μου, που σεβάστηκε τις πληγές μου κι έτσι υπάρχει στη ζωή μου κι ένα φωτεινό διάλειμμα. Αλλά έφυγε νωρίτερα από μένα δυστυχώς».
Αυτά τα λόγια της κυρίας Ελενίτσας, μας καθήλωσαν. Όπως και το χαμόγελο με το οποίο τερμάτιζε κάθε φράση της όσο τραγική κι αν ήταν... Σαν μια άνω τελεία αξιοπρέπειας. Άλλωστε η κυρία Ελενίτσα ήταν πέρα από αξιοπρεπής, κεφάτη, χαριτωμένη, τσαχπίνα.Σμυρνιά. Μια γιαγιά σκέτη γλύκα!
Πρώτα γνωρίστηκε με τη κόρη μου, όταν επισκέφτηκε το Γηροκομείο Αθηνών με τους συμμαθητές της του IB του Γείτονα καθώς η εθελοντική εργασία σε κάποιο ίδρυμα ήταν υποχρεωτική. Κι όταν μου διηγήθηκε την πρώτη της συνάντηση μαζί της, θυμήθηκα μια φράση του Γιώργου Παπαστεφάνου σε μια του συνέντευξη «Δεν πιστεύω στο κεραυνοβόλο έρωτα. Πιστεύω στις κεραυνοβόλες φιλίες».
Αυτό ακριβώς έγινε! Κι έτσι η κυρία Ελενίτσα απέκτησε μια «εγγονή» και η Λίλα μια «γιαγιά επιλογής». Κι ήταν τόσο ιερή αυτή η σχέση που όταν έπρεπε να φύγει για τις σπουδές της στο Λονδίνο, αναλάβαμε οι υπόλοιποι να τη διαφυλάξουμε. Κι ήταν τιμή μας, ότι η Κυρία Ελενίτσα μας «δάνεισε» έκτοτε, τα «μάτια» της.Για να βλέπουμε πότε πότε μέσα από τη δική της οπτική. Είναι ευλογία στη ζωή η ανταλλαγή των φακών επαφής!
«Από τη ώρα που σας γνώρισα.Μπορώ και γω να δίνω ένα χαρτί με ονόματα στον παπά -Υπέρ Υγείας- να διαβάζει στην Κυριακάτικη δοξολογία». Για φαντάσου! Υπάρχει μεγαλύτερη ένδειξη μοναξιάς; Να μην έχεις άνθρωπο να ευχηθείς για την υγεία του.
Η απέραντη μοναξιά. Η απόλυτη μοναξιά! Ή εκείνο το τηλέφωνο μέσα στην νύχτα και η φωνή της όλο αγωνία. «Θέλω να έρθεις όσο πιο γρήγορα μπορείς. Πρέπει να σου πω κάτι πολύ σημαντικό». Και το πρωί που έφτασα ανήσυχη την άκουσα να λέει «Ξέρεις μπορεί να βρίσκομαι σε Γηροκομείο αλλά ήμουν κάποτε αρχόντισσα. Όταν πεθάνω μπορεί να με πετάξουν. Άλλωστε ποιος θα είναι να τους ελέγξει; Θέλω εσύ να επιβλέψεις τη κηδεία μου. Να γίνει σωστή παιδί μου».
Αλλά μη φανταστείτε ότι όλες οι κουβέντες ήταν σκουρόχρωμες.Α πα πα! Μόνο λίγες.Κατ΄ εξαίρεση. Η κυρία Ελενίτσα είχε πονηρά ματάκια και γαργαρένιο γέλιο. Κι αν λατρεύαμε κάτι σε κείνη ήταν η διάθεσή της να γραπώνει στον αέρα κάθε αχτίδα ζωής που της χαριζόταν. Σαν εκείνη την ημέρα που τη πήγαμε με κάμπριο αυτοκίνητο για να επισκεφτεί έναν οφθαλμίατρο. Κι έκλεινε τα μάτια όπως τη χτύπαγε ο αέρας και καμάρωνε κι ίσιωνε το κραγιόν στα χείλη με φιλαρέσκεια. Μια τόση δα σταγόνα γυναικείας φιλαρέσκειας που κοντοστάθηκε στα μουτζουρωμένα χείλη ογδοντάχρονης.Αιώνια γυναίκα!!
Η λατρεμένη μου κυρία Ελενίτσα. Εκείνη τη μέρα, θυμάμαι, φάνηκε στα μάτια μου τόσο αφάνταστα «πλούσια», εκείνη από το Γηροκομείο Αθηνών, δίπλα σ΄ένα γιατρό με μάτι άπληστο που συμπεριφέρθηκε σαν μανικιουρίστ, απαιτώντας μπουρμπουάρ-φακελάκι. Κακόμοιρε, φτωχούλη, μεγαλογιατρουδάκο!
Κοντά στην γιαγιά που επιλέξαμε για γιαγιά μας, περάσαμε στιγμές πολύτιμες. Συναισθήματα δισεκατομμύρια. Σπουδή ζωής!
Για μας και τα παιδιά μας.
Η μοναξιά, η συγκατάβαση, η αξιοπρέπεια, η καχυποψία των γηρατειών, το γέλιο, η αισιοδοξία, ο Φόβος ο απόλυτος, το βλέμμα, τα μάτια, οι σιωπές, τα αθώα ψεματάκια στην ανασφάλειά της μη και χαθούμε, η φθορά, το τέλος..Το Τέλος.
Όταν με κλειστά μάτια φαντάζονταν ότι περιδιάβαινε τα στενά της Θεσσαλονίκης και μετά κοντοστέκονταν κι έκοβε παπαρούνες. Και θυμάμαι το χέρι της να προσποιείται πώς κόβει λουλούδια πάνω στη χιλιοτριμμένη κουβέρτα του Γηροκομείου. Και μπήκα και γω στο «τριπάκι της».Ντρεπόμουν να μείνω απ΄έξω..Και προσποιούμουν ότι έκοβα και γω παπαρούνες. Συνένοχη λαθρεπιβάτης στο παρελθόν της. Χάρη του τελευταίου αντίο μας!
Και γύρω μας άλλα γεροντάκια. Με το μεγάλο-μικρόκοσμό τους. Κάθε δωμάτιο άλλη ιστορία.Το μόνο κοινό..Το βλέμμα προσμονής στην πόρτα. Η λάμψη των ματιών τους όταν κάποιος άγνωστος μπει στο χώρο τους! Πω πω τι τεράστιο θέμα συζήτησης!!!
Και ιστορίες να περπατούν σαν ακροβάτες μεταξύ τραγικού και αστείου.
Όπως του πρώην δικαστικού που όποτε καθυστερούσαν να τον αλλάξουν οι νοσοκόμες, φώναζε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του «Διαμαρτύρομαι, κύριοι, διαμαρτύρομαι».
Δύσκολο πράγμα τα γηρατειά. Η μοναξιά. Η εγκατάλειψη..
Η κυρία Ελενίτσα μας «την έκανε» μια Κυριακή.
Κι έτσι εκείνη την Κυριακή δεν παρέδωσε με περηφάνια στον παπά το χαρτί της με ονόματα Υπέρ Υγείας αλλά την επόμενη .Παραδώσαμε εμείς ένα Υπέρ Αναπαύσεως.
Υ.Γ Αυτήν την Κυριακή.
Έτσι για μια ωραία αλλαγή στη ζωή σας.
Πάρτε τα παιδιά σας και μπείτε στο Γηροκομείο Αθηνών.
Δεν θέλει προετοιμασία.Μπείτε με ένα κουτί γλυκά όπως όταν πάτε σε φίλους.
Αυτή η Κυριακή μπορεί να γίνει η πιο ωραία Κυριακή της ζωής σας.
Κάντε το Υπέρ Υγείας της ψυχής σας..
Τρίτη, 28 Δεκεμβρίου 2010
Η γυναίκα μου, μου πρότεινε να βγω με μια άλλη γυναίκα.!!!??? ΑΠΟ ΕΜΑΙΛ ΠΟΥ ΕΛΑΒΑ
Η γυναίκα μου, μου πρότεινε να βγω με μια άλλη γυναίκα.
---Γνωρίζω πολύ καλά πόσο την αγαπάς, μου είπε μια μέρα ξαφνιάζοντάς με.Η ζωή είναι πολύ σύντομη, αφιέρωσέ της λίγο χρόνο....
---Μα εγώ ΕΣΕΝΑ αγαπώ της είπα έντονα.
---Το ξέρω μου απάντησε. Εξίσου όμως αγαπάς κι εκείνη.
Και επειδή δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει, μου αποκάλυψε ότι η γυναίκα την οποία εννοούσε, ήταν η μητέρα μου.... Χήρα εδώ και χρόνια. Όμως, οι απαιτήσεις της δουλειάς και των παιδιών, με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που.
Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και την προσκάλεσα σε δείπνο κάπου έξω και μετά για κινηματογράφο.
---Τι συμβαίνει; Είσαι καλά; με ρώτησε.
Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους που εκλαμβάνει ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια αναπάντεχη πρόσκληση ως αρχή κακών μαντάτων.
---Νόμιζα πως θα ήταν καλή ιδέα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζί, της απάντησα. ‘Οι δυο μας, μόνοι… Τι λες;’
---Μα εγώ ΕΣΕΝΑ αγαπώ της είπα έντονα.
---Το ξέρω μου απάντησε. Εξίσου όμως αγαπάς κι εκείνη.
Και επειδή δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει, μου αποκάλυψε ότι η γυναίκα την οποία εννοούσε, ήταν η μητέρα μου.... Χήρα εδώ και χρόνια. Όμως, οι απαιτήσεις της δουλειάς και των παιδιών, με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που.
Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και την προσκάλεσα σε δείπνο κάπου έξω και μετά για κινηματογράφο.
---Τι συμβαίνει; Είσαι καλά; με ρώτησε.
Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους που εκλαμβάνει ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια αναπάντεχη πρόσκληση ως αρχή κακών μαντάτων.
---Νόμιζα πως θα ήταν καλή ιδέα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζί, της απάντησα. ‘Οι δυο μας, μόνοι… Τι λες;’
Αφού σκέφθηκε λιγάκι μου είπε: ‘Θα το ήθελα πάρα πολύ.’
Εκείνη την Παρασκευή, μετα το γραφείο μου, καθώς οδηγούσα το αυτοκίνητό μου για να πάω να την πάρω, αισθανόμουν περίεργα. Ήταν ο εκνευρισμός που προηγείται ενός ραντεβού… Και έκπληκτος πρόσεξα όταν έφθασα στο σπίτι της, πως και η ίδια ήταν φοβερά συγκινημένη!
Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της. Είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα, με το οποίο είχε εορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το χαμογελαστό πρόσωπό της ακτινοβολούσε, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου....
---Είπα στις φίλες μου ότι θα βγω με το γιο μου και όλες τους συγκινήθηκαν, μου είπε, καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό μου. Και θα περιμένουν με αγωνία μέχρι αύριο για να μάθουν τα πάντα για τη βραδινή έξοδό μας, συμπλήρωσε.
Πήγαμε σε ένα εστιατόριο όχι από τα καλά, αλλά με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο και περπατούσε καμαρωτά δίπλα μου σαν να ήταν ΄Η Πρώτη Κυρία της χώρας.΄
Μόλις καθίσαμε, έπρεπε εγώ να της διαβάσω τον κατάλογο με τα φαγητά, μια και τα μάτια της κουρασμένα από το πέρασμα του χρόνου, δεν μπορούσαν να διαβάσουν τα ψιλά γράμματα του τιμοκαταλόγου.
Όταν έφθασα στη μέση, σήκωσα το πρόσωπό μου και την κοίταξα. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη της.
Εκείνη την Παρασκευή, μετα το γραφείο μου, καθώς οδηγούσα το αυτοκίνητό μου για να πάω να την πάρω, αισθανόμουν περίεργα. Ήταν ο εκνευρισμός που προηγείται ενός ραντεβού… Και έκπληκτος πρόσεξα όταν έφθασα στο σπίτι της, πως και η ίδια ήταν φοβερά συγκινημένη!
Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της. Είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα, με το οποίο είχε εορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το χαμογελαστό πρόσωπό της ακτινοβολούσε, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου....
---Είπα στις φίλες μου ότι θα βγω με το γιο μου και όλες τους συγκινήθηκαν, μου είπε, καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό μου. Και θα περιμένουν με αγωνία μέχρι αύριο για να μάθουν τα πάντα για τη βραδινή έξοδό μας, συμπλήρωσε.
Πήγαμε σε ένα εστιατόριο όχι από τα καλά, αλλά με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο και περπατούσε καμαρωτά δίπλα μου σαν να ήταν ΄Η Πρώτη Κυρία της χώρας.΄
Μόλις καθίσαμε, έπρεπε εγώ να της διαβάσω τον κατάλογο με τα φαγητά, μια και τα μάτια της κουρασμένα από το πέρασμα του χρόνου, δεν μπορούσαν να διαβάσουν τα ψιλά γράμματα του τιμοκαταλόγου.
Όταν έφθασα στη μέση, σήκωσα το πρόσωπό μου και την κοίταξα. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη της.
---Θυμάμαι, πως εγώ ήμουν εκείνη που σου διάβαζε κάποτε τον κατάλογο όταν ήσουν μικρός, μου είπε.
---Ήρθε η ώρα λοιπόν να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρη, απάντησα.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση. Τίποτα το εξαιρετικό, απλά το πώς περνάει ο καθένας μας κάθε μέρα.
Μιλούσαμε για ώρες, που τελικά χάσαμε την ταινία στον κινηματογράφο.
---Την Επόμενη φορά που θα βγούμε, αν μου επιτρέψεις , θα σου κάνω εγώ το τραπέζι... μου είπε η μητέρα μου καθώς αργά γυρίσαμε στο σπίτι. Την φίλησα, την αγκάλιασα και την καληνύχτισα.
---Πώς πήγε το ραντεβού; θέλησε να μάθει η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι εκείνο το βράδυ.
---Πολύ όμορφα, σ΄ευχαριστώ. Περάσαμε περισσότερο καλά απ΄ό,τι περίμενα, της απάντησα.
Μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου ΄έφυγε΄ από ανακοπή της καρδιάς. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα... Δεν μπόρεσα να κάνω σχεδόν τίποτα.
Λίγο καιρό μετά, έλαβα έναν φάκελο από το εστιατόριο όπου είχαμε δειπνήσει με τη μητέρα μου. Μέσα είχε ένα σημείωμα που έγραφε:
‘Το δείπνο είναι προπληρωμένο. Ήμουν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα μπορούσα να παρευρεθώ, κι έτσι πλήρωσα για δύο άτομα, για σένα και τη σύζυγό σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να αισθανθείς, τι σήμαινε εκείνη η βραδιά για μένα. Σ' αγαπώ!’
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πόσο πολύ είχα καθυστερήσει , να της πω εγκαίρως ‘Σ' ΑΓΑΠΩ’. Συνειδητοποίησα επίσης πόσο σπουδαίο είναι να δίνουμε στους αγαπημένους μας το χρόνο που τους αξίζει. Τίποτα στη ζωή δεν είναι και δεν θα είναι πιο σημαντικό, από την οικογένεια μας...
Γι' αυτό αφιέρωσε λίγο χρόνο σ΄αυτούς που αγαπάς, γιατί αυτοί δεν μπορούν να περιμένουν.
Εάν η μητέρα σου ζει...
Απόλαυσε τη κάθε στιγμή μαζί της.
Εάν δεν ζει...
Να τη θυμάσαι πάντα με τρυφερότητα.
---Ήρθε η ώρα λοιπόν να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρη, απάντησα.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση. Τίποτα το εξαιρετικό, απλά το πώς περνάει ο καθένας μας κάθε μέρα.
Μιλούσαμε για ώρες, που τελικά χάσαμε την ταινία στον κινηματογράφο.
---Την Επόμενη φορά που θα βγούμε, αν μου επιτρέψεις , θα σου κάνω εγώ το τραπέζι... μου είπε η μητέρα μου καθώς αργά γυρίσαμε στο σπίτι. Την φίλησα, την αγκάλιασα και την καληνύχτισα.
---Πώς πήγε το ραντεβού; θέλησε να μάθει η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι εκείνο το βράδυ.
---Πολύ όμορφα, σ΄ευχαριστώ. Περάσαμε περισσότερο καλά απ΄ό,τι περίμενα, της απάντησα.
Μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου ΄έφυγε΄ από ανακοπή της καρδιάς. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα... Δεν μπόρεσα να κάνω σχεδόν τίποτα.
Λίγο καιρό μετά, έλαβα έναν φάκελο από το εστιατόριο όπου είχαμε δειπνήσει με τη μητέρα μου. Μέσα είχε ένα σημείωμα που έγραφε:
‘Το δείπνο είναι προπληρωμένο. Ήμουν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα μπορούσα να παρευρεθώ, κι έτσι πλήρωσα για δύο άτομα, για σένα και τη σύζυγό σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να αισθανθείς, τι σήμαινε εκείνη η βραδιά για μένα. Σ' αγαπώ!’
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πόσο πολύ είχα καθυστερήσει , να της πω εγκαίρως ‘Σ' ΑΓΑΠΩ’. Συνειδητοποίησα επίσης πόσο σπουδαίο είναι να δίνουμε στους αγαπημένους μας το χρόνο που τους αξίζει. Τίποτα στη ζωή δεν είναι και δεν θα είναι πιο σημαντικό, από την οικογένεια μας...
Γι' αυτό αφιέρωσε λίγο χρόνο σ΄αυτούς που αγαπάς, γιατί αυτοί δεν μπορούν να περιμένουν.
Εάν η μητέρα σου ζει...
Απόλαυσε τη κάθε στιγμή μαζί της.
Εάν δεν ζει...
Να τη θυμάσαι πάντα με τρυφερότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου