Συχνά η Θεία χάρη διδάσκει
Συχνά η θεία χάρη διδάσκει, μέσω απλών ανθρώπων, αυτά που πρέπει, σε όσους εμπιστεύονται την πρόνοια του Θεού. Οι ταπεινοί καταδέχονται να διδάσκονται και από
τους τυχαίους.
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Μακάριος έλεγε, πως όταν ήταν νέος, επειδή κάποτε έπεσε σε ακηδία, βγήκε έξω από το κελλί του, στην έρημο, με τον εξής λογισμό:
«Όποιον κι αν συναντήσεις, ρώτησέ τον κάτι που θα σε ωφελήσει.
Βρήκε λοιπόν ένα παιδί που έβοσκε βόδια, και του λέει:
- Παιδί μου, πεινάω. Τι να κάνω;
- Ε, να φας! αποκρίθηκε εκείνο.
- Έφαγα και πάλι πεινάω, είπε ο αββάς.
- Να ξαναφάς, του λέει το παιδί.
- Πολλές φορές έφαγα, και όμως πεινάω πάλι.
Τότε το παιδί τον ρωτάει (με απλότητα):
- Μήπως είσαι γάϊδαρος, γέροντα, και γι αὐτὸ θέλεις όλο να τρως;
Ωφελημένος (απ αὐτὸ ο αββάς), σηκώθηκε κι έφυγε.
Ένας γέροντας είπε:
- Προτιμώ να διδαχθώ παρά να διδάξω.
Από το βίο του αγίου Αρσενίου
Ο μέγας Αρσένιος ήταν άνθρωπος μεγάλης παιδείας, τόσο κοσμικής όσο και χριστιανικής. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ξεπερνούσε όλους τους συγχρόνους του σε
πολυμάθεια και σε αρετή. Γι αὐτὸ και ο βασιλιάς Θεοδόσιος τον διάλεξε ανάμεσα σε όλους τους τότε (μορφωμένους) ανθρώπους ως παιδαγωγό για τους γιους του Ονώριο και
Αρκάδιο. Μολονότι όμως και τόσο μορφωμένος ήταν, αλλά και στη Σκήτη, όπου ασκήθηκε πολύ καιρό, απέκτησε ακόμα περισσότερη θεία γνώση, είχε τόσο μεγάλη ταπείνωση,
που δεν ντρεπόταν να ρωτάει και τους πιο απαίδευτους και να παίρνει από αυτούς κάθε δυνατή ωφέλεια.
Κάποτε ρωτούσε έναν Αιγύπτιο μοναχό και του ζητούσε πληροφορίες γύρω από τους λογισμούς.
Κάποιος, που τον είδε, παραξενεύτηκε από το γεγονός και ζήτησε να μάθει την αιτία.
- Δεν αρνούμαι, απάντησε εκείνος, πως είμαι κάτοχος σημαντικής παιδείας.
Ομολογώ όμως ότι δεν έχω μάθει ακόμα ούτε το αλφάβητο αυτού του αμόρφωτου.
Με τον υπαινιγμό εκείνον εννοούσε την κατά Θεόν πράξη και γνώση.
Από το βίο του αγίου Παχωμίου
Ο μέγας Παχώμιος χαιρόταν πολύ, διαπιστώνοντας ότι ο μαθητής του Θεόδωρος ήταν σε όλα συνετός, και ότι, μολονότι νέος, όχι μόνο δεν είχε την (ανώριμη) σκέψη των νέων,
αλλά στήριζε στην άσκηση και άλλους, τους πιο αδύνατους.
Καθώς λοιπόν είχαν συνήθεια να συγκεντρώνονται όλοι (οι μοναχοί) κάθε βράδυ σ ἕνα σημείο της μονής και ν ἀκοῦνε τη διδαχή του μεγάλου (Παχωμίου), (κάποια φορά), όταν
όλοι είχαν μαζευτεί γι αὐτό, προστάζει εκείνος το Θεόδωρο - νέον, όπως είπαμε, όχι πάνω από είκοσι χρονών - να κηρύξει στους αδελφούς το λόγο του Θεού. Κι αυτός αμέσως,
χωρίς καμιά αντιλογία η παρακοή, άνοιξε το στόμα του και τους είπε πολλά ωφέλιμα.
Μερικοί όμως από τους γεροντότερους, βλέποντας αυτό το πράγμα, δεν θέλησαν να τον ακούσουν.
«Θα μας διδάξει αυτός ο αρχάριος;», είπαν μεταξύ τους.
«Δεν θα τον ακούσουμε!». Άφησαν λοιπόν τη σύναξη κι έφυγαν ο καθένας για το κελλί του.
Όταν τέλειωσε η διδασκαλία, ο μέγας (Παχώμιος) έστειλε και τους κάλεσε.
Και μόλις ήρθαν, τους ρώτησε:
- Για ποιό λόγο αφήσατε το κήρυγμα και φύγατε για τα κελλιά σας;
- Καλά, αποκρίθηκαν, έβαλες ένα παιδί να κάνει το δάσκαλο σε τόσους γέροντες, που πέρασαν μία ζωή μέσα στο μοναστήρι;
Όταν τους άκουσε (ο όσιος), σκυθρώπιασε και αναστέναξε βαθιά.
- Ξέρετε, είπε, από που άρχισαν να μπαίνουν τα κακά στον κόσμο;
- Από που; ρώτησαν εκείνοι.
- Από την υπερηφάνεια! Εξαιτίας της «εξέπεσεν εκ του ουρανού ο εωσφόρος, ο πρωί ανατέλλων» και «συνετρίβη εις την γην» (Ησ. 14:12). Εξαιτίας της κατοίκησε μαζί με τα θηρία
και ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ (Δαν. 4:25-30). Η μήπως δεν ακούσατε τι λέει η Γραφή, ότι «ακάθαρτος παρά Θεώ πας υψηλοκάρδιος» (Παροιμ. 16:5), και ότι
«πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 14:11); Επειδή λοιπόν δεν τα λογαριάσατε αυτά, νικηθήκατε από το διάβολο και χάσατε όλη σας
την αρετή, γιατί η υπερηφάνεια είναι μητέρα και αρχή όλων των κακών. Φεύγοντας, δεν απομακρυνθήκατε από το Θεόδωρο, αλλά χωριστήκατε από το Άγιο Πνεύμα, καθώς
στερηθήκατε το λόγο του Θεού. Είστε πραγματικά αξιολύπητοι. Πως δεν καταλάβατε, ότι ο σατανάς ήταν που σας παρακίνησε να φτάσετε σ αὐτὸ (το κατάντημα;) Ω, τι
παράδοξο! Ο Θεός «εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρις θανάτου» (Φιλιπ. 2:8) για μας, κι εμείς, αν και από τη φύση μας ταπεινοί έχουμε έπαρση! Ο από τη φύση
Του υψηλός και άπειρος, που με το βλέμμα Του και μόνο μπορεί να κατακάψει τα πάντα, έσωσε τον κόσμο με την ταπείνωση, κι εμείς, που είμαστε χώμα και στάχτη και ακόμα
πιο τιποτένιοι από αυτά, φουσκώνουμε από υπερηφάνεια, αγνοώντας ότι καταποντιζόμαστε έτσι στα κατάβαθα της γης. Δεν είδατε εμένα, με πόση προσοχή παρακολουθούσα
(την ομιλία του Θεόδωρου;) Σας βεβαιώνω, ότι εγώ πάρα πολύ ωφελήθηκα που τον άκουσα. Γιατί δεν του επέτρεψα να σας κηρύξει για να σας δοκιμάσω, αλλά γιατί ήθελα κι εγώ
ο ίδιος να ωφεληθώ. Πόσο περισσότερο λοιπόν εσείς έπρεπε να τον ακούσετε με πολλή ταπεινοφροσύνη; Αλήθεια σας λέω, ότι εγώ, ο εν Κυρίω πνευματικός πατέρας σας, ήμουν
κρεμασμένος απ τὸ στόμα του, σαν να μη γνώριζα τη δεξιά και την αριστερή (στράτα). Σας λέω λοιπόν ενώπιον του Θεού, ότι, αν δεν δείξετε πολύ μεγάλη μετάνοια γι αὐτὸ το
σφάλμα σας, ώστε να σας συγχωρηθεί η πτώση, θα χάσετε την ψυχή σας, και τούτο γιατί, μετά από αυτή την τόσο κακή αρχή, δεν θα σταματήσετε, ώσπου να φτάσετε στην
έσχατη απόφαση της καταδίκης σας.
Με αυτά τα λόγια τους νουθετούσε (ο όσιος) καυτηριάζοντας αρκετά το πάθος της υπερηφάνειας, κι έτσι γιάτρεψε αποτελεσματικά την (πνευματική) αρρώστια τους. Γιατί ήταν
και σκληρός, όποτε χρειαζόταν, αλλά και ήπιος πάλι, όταν το καλούσε η περίσταση, άλλοτε ελέγχοντας και άλλοτε παρακινώντας προς το αγαθό εκείνους που αμάρταναν.
Από το βίο του αγίου Εφραίμ
Ο Μέγας Εφραίμ, που ήταν πάντα αφοσιωμένος σε θεϊκές σκέψεις και σχεδόν ακατάπαυστα είχε νοερά μπροστά στα μάτια του την ημέρα της Κρίσεως και συνεχώς πενθούσε,
«εμάκρυνε φυγαδεύων» κι αυτός, όπως ο ψαλμωδός, «και ηυλίσθη εν τη ερήμω» (Ψαλμ. 54:8), αποφεύγοντας κάθε θόρυβο και φασαρία και ζάλη της ζωής. Καθώς λοιπόν
πήγαινε από τόπο σε τόπο, για να ωφελήσει και να οικοδομήσει ψυχές - γιατί σ αὐτὸ τον κινούσε το Άγιο Πνεύμα- άφησε κάποτε την πατρίδα του (Νίσιβη της Μεσοποταμίας)
με εντολή του Θεού, όπως ο Αβραάμ (Γεν. 12:1), και ήρθε στην πόλη των Εδεσσηνών, τόσο για να προσκυνήσει τα τίμια λείψανα (του αποστόλου Θαδδαίου) και τους ιερούς
τόπους, όσο και για να συναντήσει κάποιον λόγιο άνδρα, που θα του έδινε καρπό γνώσεως.
Γι αὐτὸ και παρακάλεσε το Θεό:
«Ιησού Χριστέ, Δέσποτα και Κύριε όλων, αξίωσέ με, μόλις θα μπω στην πόλη Έδεσσα, να συναντήσω έναν τέτοιον άνδρα, που θα είναι ικανός να μιλήσει μαζί μου για την
ωφέλεια και την οικοδομή της ψυχής μου».
Μετά από αυτή την προσευχή, καθώς βρισκόταν ήδη στην είσοδο της πόλης και περνούσε την πύλη της, ήταν συλλογισμένος και προσεκτικός και όλος φροντίδα, ψάχνοντας,
θαρρείς, για το πως θ ἀντάμωνε εκείνον τον άνθρωπο και τι θα τον ρωτούσε και ποιά ωφέλεια θα κέρδιζε (από τη συνάντηση αυτή).
Έτσι λοιπόν βάδιζε στην άκρη της πόλης, όταν ξαφνικά τον συναντάει μία γυναίκα, που ήταν μάλιστα πόρνη. Αυτό πάντως ήταν από το Θεό, που πολλές φορές, μυστικά και
ανεξερεύνητα, οικονομεί (τις περιστάσεις, για να πετύχει) από τα (φαινομενικά) αντίθετα πράγματα τα αντίθετά τους.
Ο ιερός Εφραίμ λοιπόν, αφού έτσι ανέλπιστα συνάντησε την πόρνη, στάθηκε αντίκρυ της και την κοίταζε κατάματα, όλος απορία, ενώ η ψυχή του ήταν γεμάτη ένταση και ταραχή,
επειδή όχι μόνο δεν είχε πραγματοποιηθεί ο,τι είχε ζητήσει από το Θεό, αλλά το εντελώς αντίθετο. Η γυναίκα πάλι, βλέποντάς τον να την παρατηρεί τόσο επίμονα, ρίχνει κι αυτή
επίμονη τη ματιά της επάνω του.
Αρκετή ώρα κοιτάζονταν έτσι μεταξύ τους. Έπειτα ο μεγάλος (Εφραίμ) θέλησε να την κάνει να ντραπεί και ν ἀποκτήσει τη σεμνότητα που αρμόζει στις γυναίκες. Και της λέει:
- Τι λοιπόν, κυρά μου; Δεν κοκκινίζεις, έχοντας έτσι καρφωμένα τα μάτια σου επάνω μου;
Μα εκείνη αποκρίθηκε:
- Σε μένα όμως ταιριάζει να σε βλέπω έτσι, γιατί έχω πλαστεί από σένα, από τη δική σου πλευρά. Εσύ, αντίθετα, δεν πρέπει να κοιτάζεις εμένα, αλλά τη γη, από την οποία
πλάστηκες.
Όταν ο Εφραίμ άκουσε αυτά τα εντελώς απροσδόκητα λόγια, και τη γυναίκα ευγνωμονούσε πολύ για την ωφέλεια (που του χάρισε), αλλά και το Θεό ευχαριστούσε θερμά,
που πολλές φορές μπορεί να μας ωφελήσει πολύ περισσότερο με γεγονότα και πρόσωπα που δεν περιμένουμε, παρά με άλλα που περιμένουμε.
Συχνά η θεία χάρη διδάσκει, μέσω απλών ανθρώπων, αυτά που πρέπει, σε όσους εμπιστεύονται την πρόνοια του Θεού. Οι ταπεινοί καταδέχονται να διδάσκονται και από
τους τυχαίους.
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Μακάριος έλεγε, πως όταν ήταν νέος, επειδή κάποτε έπεσε σε ακηδία, βγήκε έξω από το κελλί του, στην έρημο, με τον εξής λογισμό:
«Όποιον κι αν συναντήσεις, ρώτησέ τον κάτι που θα σε ωφελήσει.
Βρήκε λοιπόν ένα παιδί που έβοσκε βόδια, και του λέει:
- Παιδί μου, πεινάω. Τι να κάνω;
- Ε, να φας! αποκρίθηκε εκείνο.
- Έφαγα και πάλι πεινάω, είπε ο αββάς.
- Να ξαναφάς, του λέει το παιδί.
- Πολλές φορές έφαγα, και όμως πεινάω πάλι.
Τότε το παιδί τον ρωτάει (με απλότητα):
- Μήπως είσαι γάϊδαρος, γέροντα, και γι αὐτὸ θέλεις όλο να τρως;
Ωφελημένος (απ αὐτὸ ο αββάς), σηκώθηκε κι έφυγε.
Ένας γέροντας είπε:
- Προτιμώ να διδαχθώ παρά να διδάξω.
Από το βίο του αγίου Αρσενίου
Ο μέγας Αρσένιος ήταν άνθρωπος μεγάλης παιδείας, τόσο κοσμικής όσο και χριστιανικής. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ξεπερνούσε όλους τους συγχρόνους του σε
πολυμάθεια και σε αρετή. Γι αὐτὸ και ο βασιλιάς Θεοδόσιος τον διάλεξε ανάμεσα σε όλους τους τότε (μορφωμένους) ανθρώπους ως παιδαγωγό για τους γιους του Ονώριο και
Αρκάδιο. Μολονότι όμως και τόσο μορφωμένος ήταν, αλλά και στη Σκήτη, όπου ασκήθηκε πολύ καιρό, απέκτησε ακόμα περισσότερη θεία γνώση, είχε τόσο μεγάλη ταπείνωση,
που δεν ντρεπόταν να ρωτάει και τους πιο απαίδευτους και να παίρνει από αυτούς κάθε δυνατή ωφέλεια.
Κάποτε ρωτούσε έναν Αιγύπτιο μοναχό και του ζητούσε πληροφορίες γύρω από τους λογισμούς.
Κάποιος, που τον είδε, παραξενεύτηκε από το γεγονός και ζήτησε να μάθει την αιτία.
- Δεν αρνούμαι, απάντησε εκείνος, πως είμαι κάτοχος σημαντικής παιδείας.
Ομολογώ όμως ότι δεν έχω μάθει ακόμα ούτε το αλφάβητο αυτού του αμόρφωτου.
Με τον υπαινιγμό εκείνον εννοούσε την κατά Θεόν πράξη και γνώση.
Από το βίο του αγίου Παχωμίου
Ο μέγας Παχώμιος χαιρόταν πολύ, διαπιστώνοντας ότι ο μαθητής του Θεόδωρος ήταν σε όλα συνετός, και ότι, μολονότι νέος, όχι μόνο δεν είχε την (ανώριμη) σκέψη των νέων,
αλλά στήριζε στην άσκηση και άλλους, τους πιο αδύνατους.
Καθώς λοιπόν είχαν συνήθεια να συγκεντρώνονται όλοι (οι μοναχοί) κάθε βράδυ σ ἕνα σημείο της μονής και ν ἀκοῦνε τη διδαχή του μεγάλου (Παχωμίου), (κάποια φορά), όταν
όλοι είχαν μαζευτεί γι αὐτό, προστάζει εκείνος το Θεόδωρο - νέον, όπως είπαμε, όχι πάνω από είκοσι χρονών - να κηρύξει στους αδελφούς το λόγο του Θεού. Κι αυτός αμέσως,
χωρίς καμιά αντιλογία η παρακοή, άνοιξε το στόμα του και τους είπε πολλά ωφέλιμα.
Μερικοί όμως από τους γεροντότερους, βλέποντας αυτό το πράγμα, δεν θέλησαν να τον ακούσουν.
«Θα μας διδάξει αυτός ο αρχάριος;», είπαν μεταξύ τους.
«Δεν θα τον ακούσουμε!». Άφησαν λοιπόν τη σύναξη κι έφυγαν ο καθένας για το κελλί του.
Όταν τέλειωσε η διδασκαλία, ο μέγας (Παχώμιος) έστειλε και τους κάλεσε.
Και μόλις ήρθαν, τους ρώτησε:
- Για ποιό λόγο αφήσατε το κήρυγμα και φύγατε για τα κελλιά σας;
- Καλά, αποκρίθηκαν, έβαλες ένα παιδί να κάνει το δάσκαλο σε τόσους γέροντες, που πέρασαν μία ζωή μέσα στο μοναστήρι;
Όταν τους άκουσε (ο όσιος), σκυθρώπιασε και αναστέναξε βαθιά.
- Ξέρετε, είπε, από που άρχισαν να μπαίνουν τα κακά στον κόσμο;
- Από που; ρώτησαν εκείνοι.
- Από την υπερηφάνεια! Εξαιτίας της «εξέπεσεν εκ του ουρανού ο εωσφόρος, ο πρωί ανατέλλων» και «συνετρίβη εις την γην» (Ησ. 14:12). Εξαιτίας της κατοίκησε μαζί με τα θηρία
και ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ (Δαν. 4:25-30). Η μήπως δεν ακούσατε τι λέει η Γραφή, ότι «ακάθαρτος παρά Θεώ πας υψηλοκάρδιος» (Παροιμ. 16:5), και ότι
«πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 14:11); Επειδή λοιπόν δεν τα λογαριάσατε αυτά, νικηθήκατε από το διάβολο και χάσατε όλη σας
την αρετή, γιατί η υπερηφάνεια είναι μητέρα και αρχή όλων των κακών. Φεύγοντας, δεν απομακρυνθήκατε από το Θεόδωρο, αλλά χωριστήκατε από το Άγιο Πνεύμα, καθώς
στερηθήκατε το λόγο του Θεού. Είστε πραγματικά αξιολύπητοι. Πως δεν καταλάβατε, ότι ο σατανάς ήταν που σας παρακίνησε να φτάσετε σ αὐτὸ (το κατάντημα;) Ω, τι
παράδοξο! Ο Θεός «εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρις θανάτου» (Φιλιπ. 2:8) για μας, κι εμείς, αν και από τη φύση μας ταπεινοί έχουμε έπαρση! Ο από τη φύση
Του υψηλός και άπειρος, που με το βλέμμα Του και μόνο μπορεί να κατακάψει τα πάντα, έσωσε τον κόσμο με την ταπείνωση, κι εμείς, που είμαστε χώμα και στάχτη και ακόμα
πιο τιποτένιοι από αυτά, φουσκώνουμε από υπερηφάνεια, αγνοώντας ότι καταποντιζόμαστε έτσι στα κατάβαθα της γης. Δεν είδατε εμένα, με πόση προσοχή παρακολουθούσα
(την ομιλία του Θεόδωρου;) Σας βεβαιώνω, ότι εγώ πάρα πολύ ωφελήθηκα που τον άκουσα. Γιατί δεν του επέτρεψα να σας κηρύξει για να σας δοκιμάσω, αλλά γιατί ήθελα κι εγώ
ο ίδιος να ωφεληθώ. Πόσο περισσότερο λοιπόν εσείς έπρεπε να τον ακούσετε με πολλή ταπεινοφροσύνη; Αλήθεια σας λέω, ότι εγώ, ο εν Κυρίω πνευματικός πατέρας σας, ήμουν
κρεμασμένος απ τὸ στόμα του, σαν να μη γνώριζα τη δεξιά και την αριστερή (στράτα). Σας λέω λοιπόν ενώπιον του Θεού, ότι, αν δεν δείξετε πολύ μεγάλη μετάνοια γι αὐτὸ το
σφάλμα σας, ώστε να σας συγχωρηθεί η πτώση, θα χάσετε την ψυχή σας, και τούτο γιατί, μετά από αυτή την τόσο κακή αρχή, δεν θα σταματήσετε, ώσπου να φτάσετε στην
έσχατη απόφαση της καταδίκης σας.
Με αυτά τα λόγια τους νουθετούσε (ο όσιος) καυτηριάζοντας αρκετά το πάθος της υπερηφάνειας, κι έτσι γιάτρεψε αποτελεσματικά την (πνευματική) αρρώστια τους. Γιατί ήταν
και σκληρός, όποτε χρειαζόταν, αλλά και ήπιος πάλι, όταν το καλούσε η περίσταση, άλλοτε ελέγχοντας και άλλοτε παρακινώντας προς το αγαθό εκείνους που αμάρταναν.
Από το βίο του αγίου Εφραίμ
Ο Μέγας Εφραίμ, που ήταν πάντα αφοσιωμένος σε θεϊκές σκέψεις και σχεδόν ακατάπαυστα είχε νοερά μπροστά στα μάτια του την ημέρα της Κρίσεως και συνεχώς πενθούσε,
«εμάκρυνε φυγαδεύων» κι αυτός, όπως ο ψαλμωδός, «και ηυλίσθη εν τη ερήμω» (Ψαλμ. 54:8), αποφεύγοντας κάθε θόρυβο και φασαρία και ζάλη της ζωής. Καθώς λοιπόν
πήγαινε από τόπο σε τόπο, για να ωφελήσει και να οικοδομήσει ψυχές - γιατί σ αὐτὸ τον κινούσε το Άγιο Πνεύμα- άφησε κάποτε την πατρίδα του (Νίσιβη της Μεσοποταμίας)
με εντολή του Θεού, όπως ο Αβραάμ (Γεν. 12:1), και ήρθε στην πόλη των Εδεσσηνών, τόσο για να προσκυνήσει τα τίμια λείψανα (του αποστόλου Θαδδαίου) και τους ιερούς
τόπους, όσο και για να συναντήσει κάποιον λόγιο άνδρα, που θα του έδινε καρπό γνώσεως.
Γι αὐτὸ και παρακάλεσε το Θεό:
«Ιησού Χριστέ, Δέσποτα και Κύριε όλων, αξίωσέ με, μόλις θα μπω στην πόλη Έδεσσα, να συναντήσω έναν τέτοιον άνδρα, που θα είναι ικανός να μιλήσει μαζί μου για την
ωφέλεια και την οικοδομή της ψυχής μου».
Μετά από αυτή την προσευχή, καθώς βρισκόταν ήδη στην είσοδο της πόλης και περνούσε την πύλη της, ήταν συλλογισμένος και προσεκτικός και όλος φροντίδα, ψάχνοντας,
θαρρείς, για το πως θ ἀντάμωνε εκείνον τον άνθρωπο και τι θα τον ρωτούσε και ποιά ωφέλεια θα κέρδιζε (από τη συνάντηση αυτή).
Έτσι λοιπόν βάδιζε στην άκρη της πόλης, όταν ξαφνικά τον συναντάει μία γυναίκα, που ήταν μάλιστα πόρνη. Αυτό πάντως ήταν από το Θεό, που πολλές φορές, μυστικά και
ανεξερεύνητα, οικονομεί (τις περιστάσεις, για να πετύχει) από τα (φαινομενικά) αντίθετα πράγματα τα αντίθετά τους.
Ο ιερός Εφραίμ λοιπόν, αφού έτσι ανέλπιστα συνάντησε την πόρνη, στάθηκε αντίκρυ της και την κοίταζε κατάματα, όλος απορία, ενώ η ψυχή του ήταν γεμάτη ένταση και ταραχή,
επειδή όχι μόνο δεν είχε πραγματοποιηθεί ο,τι είχε ζητήσει από το Θεό, αλλά το εντελώς αντίθετο. Η γυναίκα πάλι, βλέποντάς τον να την παρατηρεί τόσο επίμονα, ρίχνει κι αυτή
επίμονη τη ματιά της επάνω του.
Αρκετή ώρα κοιτάζονταν έτσι μεταξύ τους. Έπειτα ο μεγάλος (Εφραίμ) θέλησε να την κάνει να ντραπεί και ν ἀποκτήσει τη σεμνότητα που αρμόζει στις γυναίκες. Και της λέει:
- Τι λοιπόν, κυρά μου; Δεν κοκκινίζεις, έχοντας έτσι καρφωμένα τα μάτια σου επάνω μου;
Μα εκείνη αποκρίθηκε:
- Σε μένα όμως ταιριάζει να σε βλέπω έτσι, γιατί έχω πλαστεί από σένα, από τη δική σου πλευρά. Εσύ, αντίθετα, δεν πρέπει να κοιτάζεις εμένα, αλλά τη γη, από την οποία
πλάστηκες.
Όταν ο Εφραίμ άκουσε αυτά τα εντελώς απροσδόκητα λόγια, και τη γυναίκα ευγνωμονούσε πολύ για την ωφέλεια (που του χάρισε), αλλά και το Θεό ευχαριστούσε θερμά,
που πολλές φορές μπορεί να μας ωφελήσει πολύ περισσότερο με γεγονότα και πρόσωπα που δεν περιμένουμε, παρά με άλλα που περιμένουμε.
_________________
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι,
Παρασκευὴ Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Παρασκευὴ Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου