Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Η κατανόηση της Ιστορίας στη Βίβλο και στην Υμνολογία των Χριστουγέννων

      

Στο Δοξαστικό των Αίνων του Όρθρου των Χριστουγέννων (25 Δεκεμβρίου) ο υμνογράφος συνοψίζει ως εξής τη βασική ιδέα πάνω στην οποία στηρίζεται η ορθόδοξη θεολογική σκέψη σχετικά με το δόγμα της ενανθρώπισης του Θεού:
Ὅτε καιρὸς τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας σου,
πρώτη ἀπογραφὴ τῇ οἰκουμένῃ ἐγένετο,
τότε ἔμελλες τῶν ἀνθρώπων ἀπογράφεσθαι τὰ ὀνόματα
τῶν πιστευόντων τῷ τόκῳ σου.
Διὰ τοῦτο τὸ τοιοῦτον δόγμα ὑπὸ Καίσαρος ἐξεφωνήθη·
τῆς γὰρ αἰωνίου σου βασιλείας τὸ ἄναρχον ἐκαινουργήθη.
Διό σοι προσφέρομεν καὶ ἡμεῖς ὑπὲρ τὴν χρηματικὴν φορολογίαν,
ὀρθοδόξου πλουτισμὸν θεολογίας,
τῷ Θεῷ καὶ Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Αυτό που ο υμνογράφος χαρακτηρίζει ως «πλουτισμὸν ὀρθοδόξου θεολογίας» είναι η χαρακτηριστική για τη βιβλική σκέψη, που παραμένει ζωντανή και στην πατερική παράδοση της Εκκλησίας, πρακτική της εξαγωγής θεολογικών συμπερασμάτων μέσα από την ανάλυση ιστορικών γεγονότων. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του ύμνου, ο υμνογράφος γνωρίζει πολύ καλά ότι η απογραφή του Καίσαρα Αυγούστου έγινε για φορολογικούς λόγους, όμως το πραγματικό αυτό γεγονός τον αφήνει αδιάφορο· εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να κατανοήσει το πώς το συγκεκριμένο γεγονός εντάσσεται στην ιστορία της θείας οικονομίας. Η πεποίθηση ότι ο Θεός παρεμβαίνει ενεργά μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία συνεργαζόμενος με τους ανθρώπους είναι η βάση της χριστιανικής πίστης που τη διαφοροποιεί ουσιαστικά από όλες τις θρησκείες και τα φιλοσοφικά συστήματα. Αυτός είναι ο λόγος που η Παλαιά Διαθήκη, αν και περιέχει τις βασικές αρχές της ζωής και της πίστης του αρχαίου Ισραήλ, δεν είναι ένα διδακτικό ηθικοπλαστικό βιβλίο, δεν αποτελεί ένα συστηματικό έργο, κάτι σαν μια διακήρυξη αρχών της πίστης, ούτε υπάρχει σ᾽ αυτήν κάποια φιλοσοφικού τύπου αναζήτηση του Θεού, ούτε, πολύ περισσότερο, κάποιος ορισμός της θεότητας ή απαρίθμηση των ιδιοτήτων της κατά τον τύπο της Συστηματικής Θεολογίας.
Ο τρόπος με τον οποίο η Παλαιά Διαθήκη μιλάει για τον Θεό, είναι να περιγράφει τις ενέργειές του μέσα στην Ιστορία, ό,τι, δηλαδή, συμβαίνει από τη δημιουργία μέχρι το τέλος του κόσμου. Το συμβαίνον προτάσσεται του όντος. Αυτό φαίνεται με τον πιο παραστατικό τρόπο στην πρώτη αφήγηση για τη δημιουργία (Γεν α´ 1 – β΄ 4α). Το πρώτο δημιούργημα του Θεού είναι το φως, που, καθώς εναλλάσσεται με το σκοτάδι, καθορίζει τον χρόνο. Ο βιβλικός συγγραφέας, λειτουργώντας με μιαν εντελώς απομυθευτική διάθεση, προτάσσει τον χρόνο του χώρου και τον χώρο των όντων που τον πληρούν. Κατά συνέπεια, τα πάντα συμβαίνουν εν χρόνω, τίποτε δεν είναι προαιώνιο, άρα τίποτε δεν είναι αυθύπαρκτο και τίποτε δεν ανήκει στη σφαίρα του μύθου.
Με βάση τα παραπάνω, ο χαρακτηρισμός των 23 πρώτων βιβλίων του Αλεξανδρινού Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης ως “ιστορικών” δεν πρέπει να κατανοηθεί κυριολεκτικά, ότι δηλαδή η ομάδα αυτή των βιβλίων περιέχει ιστορία με τη σύγχρονη σημασία του όρου. Το υλικό που βρίσκεται συγκεντρωμένο στα βιβλία αυτά καλύπτει όλες σχεδόν τις κατηγορίες του πεζού λόγου, όπως ιστορία, αφήγηση, θρύλο, βιογραφία, παραβολή, παραμύθι, ακόμη γενεαλογικούς καταλόγους, πίνακες λαών, συλλογές νόμων κλπ, χωρίς να απουσιάζουν και ορισμένες κατηγορίες του ποιητικού λόγου. Η διαπίστωση όμως ότι τα συγκεκριμένα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι στην κυριολεξία ιστορικά, με την έννοια ότι δεν περιγράφουν πάντοτε ιστορικά γεγονότα, δεν σημαίνει ότι όσα αναφέρουν είναι ιστορικά αναξιόπιστα ή ότι η αλήθεια τους μπορεί να αμφισβητηθεί. Η αλήθεια δεν εξαρτάται από το λογοτεχνικό είδος με το οποίο παρουσιάζεται.
Ένα γεγονός, για παράδειγμα, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης του ιστορικού, αλλά επίσης μπορεί να παρουσιαστεί και από τον χρονικογράφο ή τον δημοσιογράφο μιας εφημερίδας, ή ακόμη να εμπνεύσει τον συγγραφέα ενός μυθιστορήματος ή έναν ποιητή. Κάθε ένα από τα λογοτεχνικά αυτά είδη μεταδίδει την αλήθεια με το δικό του τρόπο. Ειδικά για την Αγία Γραφή, οι αλήθειες της ή η ιστορική αξιοπιστία των γεγονότων που περιγράφει δεν επιβεβαιώνεται από εξωτερικούς παράγοντες (κριτική μελέτη, αρχαιολογική σκαπάνη, κλπ), αλλά από την εσωτερική μαρτυρία της κοινότητας η οποία την παραδίδει. Είναι η εμπειρία της κοινότητας που βίωσε την αποκάλυψη του Θεού αυτή που δίνει το κύρος της αυθεντίας σε ένα βιβλίο και όχι η προσωπικότητα του συγγραφέα του ή ο επιστημονικός τρόπος της έκθεσης των γεγονότων.
Παρ’ όλα αυτά ο γενικός χαρακτηρισμός “ιστορικά βιβλία” δεν είναι αδικαιολόγητος, αν ληφτεί υπόψη η βιβλική κατανόηση της Ιστορίας. Για τους βιβλικούς συγγραφείς η αποκάλυψη του Θεού είναι ιστορική με την έννοια ότι ο Θεός αποκαλύπτεται στους ανθρώπους μέσα στην ιστορία τους. Η βιβλική πίστη δεν είναι προϊόν θεωρητικών αναζητήσεων κάποιου φιλοσόφου ή κατασκεύασμα κάποιου ιερατείου. Έτσι, ενώ στους γύρω λαούς ο Θεός λατρεύεται για κάτι που βεβαιώνεται από τον μύθο, στον Ισραήλ ισχύει το αντίθετο· η ιστορία είναι σε πρώτη γραμμή το πεδίο, όπου εμφανίζεται η σωτήρια δύναμη του Θεού. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στην πρώτη εντολή (Εξο κ΄ 2), σύμφωνα με την οποία ο Ισραήλ καλείται να λατρέψει τον Θεό όχι για κάποιες ενέργειές του στο αρχέγονο παρελθόν (δημιουργία, κατακλυσμός, συντριβή των δυνάμεων του χάους, κλπ), αλλά για τη συγκεκριμένη επέμβαση του στην έξοδο από την Αίγυπτο.
Έτσι, για τους βιβλικούς συγγραφείς Ιστορία δεν είναι η επιστήμη της μελέτης του παρελθόντος της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά η μελέτη των ενεργειών του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Δεν είναι το παρελθόν αυτό που καθορίζει το περιεχόμενο της Ιστορίας, αλλά η προοπτική τoυ μέλλοντος. Δεν είναι οι ηγεμόνες του κόσμου τούτου αυτοί που κινούν τα νήματα της Ιστορίας, αλλά η αγάπη και η δικαιοσύνη του Θεού της Διαθήκης. Ο βιβλικός ιστορικός ζει κάτω από ένα διπλό καθεστώς· ένα ιστορικό, της Διαθήκης, και ένα εσχατολογικό, της μεσσιανικής βασιλείας. Αρχίζοντας την εξιστόρισή του με το «ἐν αρχῇ», δηλώνει ταυτόχρονα ότι σ’ αυτή την αρχή αντιστοιχεί και ένα τέλος. Ό,τι μεσολαβεί αποτελεί την Ιστορία, που δεν είναι παρά η διαλεκτική των πρωτοβουλιών του Θεού και των απαντήσεων του ανθρώπου.
Μια τέτοια θεώρηση της Ιστορίας επιβάλλει ένα ανάλογο κριτήριο αξιολόγησης των ιστορικών γεγονότων. Αυτό που για τον σύγχρονο ιστορικό δεν είναι παρά ένα απλό συμβάν, όπως π.χ. οι μετακινήσεις ενός περιπλανόμενου βοσκού, του Αβραάμ, αποκτά στο έργο του βιβλικού ιστορικού κεντρική σημασία και επισκιάζει όλα τα σύγχρονά του συνταρακτικά γεγονότα, όπως είναι η πτώση του αρχαίου βαβυλωνιακού βασιλείου ή οι μετακινήσεις των Χουριτών. Κατά τον ίδιο τρόπο το βιβλίο της Ρουθ, που με σύγχρονα κριτήρια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μελοδραματικό μυθιστόρημα, εντάσσεται στα Ιστορικά Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, όχι γιατί ο γάμος μιας φτωχής Μωαβίτισας χήρας με έναν πλούσιο Εβραίο είχε κάποια επίπτωση στη ζωή και τη φυσιογνωμία της αρχαίας ιουδαϊκής κοινωνίας, αλλά γιατί από τον γάμο αυτό γεννήθηκε ο Ωβήδ, ο πρόγονος του Δαβίδ, από τη γενιά του οποίου θα προέλθει ο Μεσσίας.
Κάτω από ένα ανάλογο καθεστώς, το ιστορικό της πρώτης παρουσίας του Χριστού και το εσχατολογικό της δεύτερης παρουσίας του, ζει και η Εκκλησία. Μέσα στην Εκκλησία ο Χριστιανός προγεύεται τη Βασιλεία του Θεού, αφού η μετοχή στη θεία Ευχαριστία κάνει τα έσχατα όχι μόνον αναμενόμενα, αλλά και παρόντα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, ερμηνεύοντας τυπολογικά την Παλαιά Διαθήκη, την παρουσιάζουν ως προτύπωση του μέλλοντος αιώνος εν Χριστώ. Έτσι τα γεγονότα που περιγράφονται σ’ αυτήν, όπως και στην Καινή Διαθήκη, δεν αποτελούν απλά επεισόδια του παρελθόντος, αλλά του παρόντος και ταυτόχρονα δείκτες που σηματοδοτούν την πορεία της Εκκλησίας προς το μέλλον.
Αυτό δηλώνεται παραστατικότα στη λειτουργική υμνογραφία με τη συχνή χρήση της λέξης “σήμερον”. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το προεόρτιο κοντάκιο των Χριστουγέννων:
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν προαιώνιον Λόγον,
ἐν Σπηλαίῳ ἔρχεται, ἀποτεκεῖν ἀποῤῥήτως.
Χόρευε ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα,
δόξασον μετὰ Ἀγγέλων καὶ τῶν Ποιμένων,
βουληθέντα ἐποφθῆναι,
παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, επειδή το συγκεκριμένο κοντάκιο ψάλλεται πριν από τη γιορτή των Χριστουγέννων, ορισμένοι ψάλτες αντικαθιστούν τη λέξη “σήμερον” με τη λέξη “Δέσποινα” (Ἡ Παρθένος Δέσποινα …), καθώς θεωρούν ότι το “σήμερον” δεν ταιριάζει χρονικά με τα προεόρτια.
Ο ιδιόμορφος τρόπος αξιολόγησης των γεγονότων όμως δεν αναιρεί τη σαφή πρόθεση των συντακτών της Αγίας Γραφής να αφηγηθούν όχι μύθους αλλά Ιστορία, και μάλιστα μια ιστορία παγκόσμια που αρχίζει με τη δημιουργία του κόσμου και φτάνει μέχρι τα έσχατα και αποσκοπεί, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην περιγραφή των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο. Ο τρόπος με τον οποίο η Παλαιά Διαθήκη περιγράφει την ιστορία των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο είναι να αφηγείται μια επιμέρους ιστορία. Όμως αυτή η επιμέρους ιστορία του Θεού με έναν λαό δεν χάνει ποτέ την αναφορά της στην ιστορία του συνόλου, στην ιστορία της ανθρωπότητας και του κόσμου.
Η Παλαιά Διαθήκη αρχίζει και τελειώνει με τον ίδιο τρόπο. Στις αρχές της ενεργεί ο Θεός στον κόσμο και στην ανθρωπότητα ως σύνολο και το ίδιο κάνει και στο τέλος στα αποκαλυπτικά κείμενα. Υπάρχει μια άμεση αντιστοιχία ανάμεσα στην αρχέγονη εποχή και στα έσχατα, όπως προκύπτει και από τη γλώσσα και την ορολογία που χρησιμοποιούν οι ιεροί συγγραφείς. Ανάμεσα στις απαρχές και τα έσχατα διαδραματίζεται μια ιδιαίτερη ιστορία του Θεού με μια ομάδα ανθρώπων. Η ιστορία αυτή αρχίζει με την κλήση ενός περιπλανώμενου βοσκού, του Αβραάμ, του πρώτου ανθρώπου που δέχεται να ακολουθήσει ανεπιφύλακτα το θέλημα του Θεού, και γι’ αυτό ο Θεός τον αξιώνει να γίνει γενάρχης ενός λαού που θα είναι φορέας αυτής της εμπειρίας της συνεργασίας του Θεού με τον άνθρωπο σε ιστορικό επίπεδο. Η ιστορία συνεχίζεται με τη σωτηρία του λαού που προήλθε από τον Αβραάμ από την Αίγυπτο που αντιστοιχεί στη σωτηρία του Ισραήλ από τη Βαβυλώνα και φθάνει στον σκοπό της με τη σωτηρία εν Χριστώ, η οποία με τη σειρά της θεμελιώνει την επιμέρους ιστορία της χριστιανικής Εκκλησίας που όμως και πάλι αναφέρεται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Η ίδια αντιστοιχία ανάμεσα στα γεγονότα της αρχής και σε εκείνα των εσχάτων διαπιστώνεται και στην υμνογραφία. Έτσι, ο πρώτος οίκος του κοντακίου των Χριστουγέννων αναφέρει χαρακτηριστικά:
Τὴν Ἐδὲμ Βηθλεὲμ ἤνοιξε, δεῦτε ἴδωμεν·
τὴν τρυφὴν ἐν κρυφῇ ηὕραμεν, δεῦτε λάβωμεν
τὰ τοῦ παραδείσου ἐντὸς τοῦ σπηλαίου·
ἐκεῖ ἐφάνη ῥίζα ἀπότιστος βλαστάνουσα ἄφεσιν,
ἐκεῖ ηὑρέθη φρέαρ ἀνόρυκτον,
οὗ πιεῖν Δαυὶδ πρὶν ἐπεθύμησεν·
ἐκεῖ παρθένος τεκοῦσα βρέφος
τὴν δίψαν ἔπαυσεν εὐθὺς τὴν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαυίδ·
διὰ τοῦτο πρὸς τοῦτο ἐπειχθῶμεν ποῦ ἐτέχθη
παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
Και στην ίδια λογική συνεχίζουν και οι υπόλοιποι οίκοι:
Ἀκριβῶς γὰρ ἡμῖν ὁ Βαλαὰμ παρέθετο
τῶν ῥημάτων τὸν νοῦν ὧνπερ προεμαντεύσατο,
εἰπὼν ὅτι μέλλει ἀστὴρ ἀνατέλλειν,
ἀστὴρ σβεννύων πάντα μαντεύματα καὶ τὰ οἰωνίσματα·
ἀστὴρ ἐκλύων παραβολὰς σοφῶν,
ῥήσεις τε αὐτῶν καὶ τὰ αἰνίγματα·
ἀστὴρ ἀστέρος τοῦ φαινομένου
ὑπερφαιδρότερος πολύ, ὡς πάντων ἄστρων ποιητής,
περὶ οὗ προεγράφη· ἐξ Ἰακὼβ ἀνατέλλει
παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
Πολύ περισσότερο, τέλος, αυτή η αντιστοιχία αρχής και εσχάτων δηλώνεται, όπως είναι αναμενόμενο, στις καταβασίες της γιορτής.
Η ιδιαίτερη σχέση του Θεού με μια ομάδα καθορίζεται από σωτηριώδεις ενέργειες· είναι μια ιστορία σωτηρίας, που συνήθως ονομάζεται “Ιστορία της Θείας Οικονομίας”. Ο χαρακτηρισμός αυτός, αν και συνήθης στη θεολογική γλώσσα, δεν είναι πάντοτε σαφής, γι’ αυτό χρειάζεται κάποια επεξήγηση. Το αποφασιστικό σ’ αυτήν την ιστορία δεν είναι οι σωτηριώδεις καταστάσεις, αλλά οι εμπειρίες της σωτηρίας. Όμως η ιστορία αυτή δεν περιλαμβάνει μόνο σωτηριώδεις ενέργειες του Θεού προς τον λαό του. Μια ιστορία δεν μπορεί να αποτελείται μόνον από σωτηριώδεις ενέργειες ή εμπειρίες της σωτηρίας. Η καθοριζόμενη από τις σωτηριώδεις ενέργειες του Θεού ιστορία παραμένει στενά συνδεδεμένη με τη μέριμνα του Θεού για τον κόσμο. Ο κριτής πρέπει να γεννηθεί, ο προφήτης πρέπει να φάει και ο ιερέας χρειάζεται ζώα για να θυσιάσει.
Έτσι η πρόνοια του Θεού φροντίζει την οικογένεια, τη σοδειά στα χωράφια, τα ζώα στα βοσκοτόπια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δηλώνεται ο παγκόσμιος χαρακτήρας της πρόνοιας του Θεού. Αυτή συντηρεί τις οικογένειες, τις φυλές, τους λαούς, ακόμη και έξω από τον Ισραήλ, ακόμη και τους εχθρούς του Ισραήλ, και ολόκληρη την ανθρωπότητα που παραμένει στα χέρια του δημιουργού. Η ευλογία του Θεού επεκτείνεται σε όλα τα ζωντανά δημιουργήματα, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα ως σύνολο.
Έτσι, σε ένα από τα ιδιόμελα του εσπερινού της γιορτής ο υμνογράφος εμφανίζει ολόκληρη τη δημιουργία να προσφέρει στον νεογέννητο Χριστό κάποιο δώρο:
Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ,
ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς;
ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων,
τὴν εὐχαριστίαν σοι προσάγει·
οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον, οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα,
οἱ Μάγοι τὰ δῶρα, οἱ Ποιμένες τὸ θαῦμα,
ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, ἡ ἔρημος τὴν φάτνην·
ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον·
ὁ πρὸ αἰώνων Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Η ίδια παγκόσμια συμμετοχή περιγράφεται και στο κάθισμα που ακολουθεί την πρώτη στιχολογία του όρθρου της γιορτής:
Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός·
ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ,
μετὰ τῶν Μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων.
Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ.
Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν, ᾠδὴν ἐπάξιον,
Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν Σπηλαίῳ τεχθέντι,
ἐκ τῆς Παρθένου, καὶ Θεοτόκου, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Αλλά και στους αίνους καλούνται οι πάντες να συμμετάσχουν στη χαρά της θείας ενανθρώπησης:
Εὐφραίνεσθε Δίκαιοι, οὐρανοὶ ἀγαλλιᾶσθε,
σκιρτήσατε τὰ ὄρη, Χριστοῦ γεννηθέντος,
Παρθένος καθέζεται, τὰ Χερουβὶμ μιμουμένη,
βαστάζουσα ἐν κόλποις, Θεόν Λόγον σαρκωθέντα.
Ποιμένες τὸν τεχθέντα δοξάζουσι.
Μάγοι τῷ Δεσπότῃ δῶρα προσφέρουσιν.
Ἄγγελοι ἀνυμνοῦντες λέγουσιν,
Ἀκατάληπτε Κύριε, δόξα σοι.
Η σύνδεση των σωτηριωδών ενεργειών με την πρόνοια του Θεού στις αφηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης έχει ως συνέπεια το να υπόκειται πάντοτε στην ιδιαίτερη ιστορία του Θεού με τον λαό του η παγκόσμια προοπτική. Στην αρχή της πατριαρχικής ιστορίας η προοπτική αυτή καθίσταται εμφανής με την υπόσχεση «καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς» που δίνεται από τον Θεό στον Αβραάμ. Στην ιστορία των προφητών τα όσα συμβαίνουν στον Ισραήλ τίθενται στο υπόβαθρο της ιστορίας των λαών και της παγκόσμιας ιστορίας. Στο τέλος της προφητείας βρίσκεται ο “δούλος του Κυρίου”, ο οποίος αποστέλλεται «εἰς φῶς ἐθνῶν, εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» και αργότερα, στις εσχατολογικές προφητείες, η σωτηρία ανοίγεται σε όλους τους λαούς. Και τέλος, ο Ιησούς πεθαίνει στον σταυρό, επειδή «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον».
Καθίσταται, επομένως, προφανές ότι η ιστορία του Θεού με τον λαό του έχει από την αρχή μέχρι το τέλος την ανθρωπότητα ως στόχο. Όταν χάνεται αυτός ο στόχος -και αυτό συμβαίνει κάθε φορά που απομονώνεται ένα βιβλικό γεγονός από τη συνάφεια της ιστορίας της θείας οικονομίας και αντικειμενοποιείται- ακόμα και οι πιο συναρπαστικές αφηγήσεις, ακόμα και οι πιο υψηλές ηθικές ή θεολογικές διδασκαλίες παύουν να είναι Αγία Γραφή και καταντούν ευσεβείς ιστορίες, χωρίς άμεση αναφορά στο γεγονός της σωτηρίας.
*Εισήγηση του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής κ. Μιλτιάδη Κωνσταντίνου στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «Βιβλικός Λόγος και Λειτουργική Υμνογραφία» , Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017, Αίθουσα Συνεδριάσεων Μητρόπολης Θεσσαλονίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου