Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Τεχνολογούσι και ου Θεολογούσι




Τεχνολογούσι και ου Θεολογούσι
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου






Μιλώντας κάποτε με έναν αγιορείτη λόγιο μοναχό έκανα λόγο, μεταξύ των άλλων, για την κρίση της θεολογίας στον τόπο μας, λόγω της επίδρασης που δέχθηκε από την σχολαστική δυτική θεολογία, καθώς και την ρωσική θεολογία. Χωρίς να αρνήται ο μοναχός αυτήν την αλήθεια, έκανε μια μικρή διόρθωση λέγοντας ότι δεν πρέπει να μιλούμε τόσο για κρίση της θεολογίας, όσο για κρίση των θεολόγων. Βέβαια, δεν είχα καμμιά πρόθεση να διαφωνήσω, αφού αυτό στην ουσία εννοούσα.
Πράγματι, όταν κάνουμε λόγο για ορθόδοξη θεολογία, εννοούμε την πίστη της Εκκλησίας στην αυθεντική της έκφραση, όπως την παρουσίασαν οι άγιοι Απόστολοι και Πατέρες, ύστερα από την προσωπική αποκάλυψη που δέχθηκαν. Αυτή η θεολογία δεν υφίσταται κρίση. Όταν όμως υπάρχουν μερικοί “θεολόγοι” οι οποίοι στοχάζονται πάνω στα θέματα της πίστεως και αναμειγνύουν την θεολογία των απλανών θεολόγων με τους στοχασμούς των φιλοσόφων και φιλοσοφούντων, τότε υφίσταται πρόβλημα, υπάρχει κρίση. Οπότε η κρίση ανήκει στους θεολόγους.
Έχω παρατηρήσει ότι στον τόπο μας, και κυρίως μεταξύ μερικών ακαδημαϊκών διδασκάλων, επικρατεί η αντίληψη ότι η θεολογία ταυτίζεται με την βιβλιογραφία, τις υποσημειώσεις και τις παραπομπές. Αυτό, βέβαια, μπορεί να ανταποκρίνεται στις επιστημονικές ακαδημαϊκές συνθήκες, αλλά δεν σημαίνει ότι αυτό είναι θεολογία. Πρέπει να επισημανθή η διαφορά. Άλλο είναι η θεολογία και άλλο η επιστημονική ανάλυση της θεολογίας των θεολόγων.
Αυτό μπορεί κανείς να το δη και σε διάφορες άλλες επιστήμες. Ένας ζωγράφος ή γλύπτης ή ποιητής κάνει πρωτότυπο και αυθεντικό έργο, ανοίγει νέους ορίζοντες, χαράζει μια νέα πορεία και προοπτική που καθορίζει μια συγκεκριμένη εποχή. Αργότερα έρχονται άλλοι ερευνητές οι οποίοι προσπαθούν αυτό το συγκεκριμένο έργο και τον καλλιτέχνη να το ερευνήσουν, να δουν τις προϋποθέσεις και την αφετηρία του έργου, να αναλύσουν τα δεδομένα της εποχής, της τεχνοτροπίας κλπ. Οπωσδήποτε και το τελευταίο έργο είναι ουσιαστικό, αλλά δεν συγκρίνεται με το πρώτο που είναι πρωτοποριακό και αυθεντικό. Για παράδειγμα, άλλο είναι ο αγιογράφος Θεοφάνης ο Κρής ή ο Πανσέληνος και άλλο οι επιστημονικές αναλύσεις γύρω από αυτούς. Όπως, επίσης, άλλο είναι ο Ελύτης αυτός καθ’ εαυτόν και άλλο εκείνος που αναλύει το έργο του Ελύτη. Ο Ελύτης παίρνει βραβείο Νόμπελ και όχι ο αναλυτής του. Υπάρχει τεράστια διαφορά.
* * *
Η Εκκλησία απέδωσε την επωνυμία του θεολόγου σε τρεις μεγάλες προσωπικότητες, όπως τον άγ. Ιωάννη τον Θεολόγο, τον άγ. Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον άγ. Συμεών τον νέο Θεολόγο. Αργότερα προσετέθη και ένας τέταρτος ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς. Στα έργα των τεσσάρων αυτών μορφών, όπως και στα έργα άλλων αγίων Πατέρων, Μεγάλου Βασιλείου, αγ. Γρηγορίου Νύσσης, αγ. Μαξίμου του Ομολογητού, υπάρχει πλούσια, ζωντανή και ουσιαστική θεολογία, χωρίς να υπάρχουν παραπομπές και υποσημειώσεις.
Όταν ήμουν φοιτητής, συμμετείχα για ένα διάστημα σε μια επιστημονική ομάδα που έκανε την κριτική έκδοση των συγγραμμάτων του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά. Δικό μου έργο ήταν να ανιχνεύσω τα χωρία του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου που χρησιμοποίησε ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς για να τεθούν στην κριτική έκδοση. Επ’ ουδενί λόγω μπορώ να ασπαστώ την άποψη ότι, επειδή ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν παρέπεμπε σε συγχρόνους του επιστήμονας ή ακόμη σε πολλούς Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά και όταν το έκανε δεν σημείωνε την παραπομπή στο συγκεκριμένο έργο τους, ότι είναι κατώτερος από μερικούς μεγάλους ακαδημαϊκούς διδασκάλους οι οποίοι έχουν μάθει να δουλεύουν μόνον με την βιβλιογραφία, την λογική τεκμηρίωση και την σχολαστική ανάλυση.
* * *
Σήμερα χρειαζόμαστε μια θεολογία που να δίδη απαντήσεις σε διάφορα υπαρξιακά προβλήματα, τα οποία απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο, όπως τον πόνο, τον θάνατο, τις τύψεις, το νόημα της ζωής, καθώς επίσης και στα τεράστια κοινωνικά προβλήματα, μέσα από την αποκαλυπτική εμπειρία. Χρειαζόμαστε μια θεολογία “τρυφερότητας”, αμεσότητας, που θα πέφτη σαν ήσυχη απαλή βροχή στις ψυχές των ανθρώπων και θα σκορπά βάλσαμο και παρηγοριά, όπως τα κείμενα του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου. Χρειαζόμαστε μια θεολογία “ποιητική”, χωρίς να είναι ρομαντική και συναισθηματική, μια θεολογία “διαισθητική”, χωρίς να είναι σκληρή και ερευνητική, μια θεολογία αυθεντική, που για να διατυπωθή και να εκφρασθή να μη χρειάζεται υποσημειώσεις, όπως είπε ένας σύγχρονος στοχαστής.
Και βέβαια, πρέπει να καταγγέλλεται η θεολογία που στηρίζεται αποκλειστικά και μόνον στις σημειώσεις, τις παραπομπές και την βιβλιογραφία, γιατί παραπλανά τον λαό και εξυπηρετεί μόνον τα συμφέροντα αυτού που την εκφράζει. Πρέπει να καταγγέλλεται μια τέτοια ακαδημαϊκή θεολογία, όταν εξέρχεται από τον χώρο της και τον σκοπό που εξυπηρετεί, όταν προβάλλεται ως πρότυπο θεολογίας, περιθωριοποιώντας την πρωτότυπη και αυθεντική θεολογία των θεουμένων.
Ο Μ. Βασίλειος, αναφερόμενος σε περιπτώσεις φιλοσοφούντων θεολόγων της εποχής του, περίπου ομοίων με μερικούς ακαδημαϊκούς θεολόγους της εποχής μας, έλεγε ότι “τεχνολογούσι και ου θεολογούσι”.
Είναι κρίμα όταν ταυτίζεται η αυθεντική θεολογία με την σχολαστική μεθοδολογία, δηλαδή όταν συνδέεται η θεολογία με την τεχνολογία, με αυτήν την έννοια. Οι άνθρωποι σήμερα δεν έχουν ανάγκη μεθόδου σπουδαστηριακής, αλλά ζωής αληθινής.

Τρία Επιγράμματα του ποιητή αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου

Παρασκευή, 5 Μαρτίου 2010

Τρία Επιγράμματα του ποιητή αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ (ΠΒ΄)Άλλοι χρυσό, άλλοι άργυρο κι άλλοι τιμάνε
πλούσια τράπεζα, του βίου αυτού παιχνίδια.
Άλλοι τα μεταξένια νήματα, χωράφια άλλοι
καρποφόρα, ζώων αγέλες άλλοι.
Για μένα πλούτος μέγας ο Χριστός. Ω, να τον έβλεπε
ολοκάθαρα γυμνός ο νους μου. Κι ας έχει τ’ άλλα ο κόσμος.



ΣΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΟΛΩΝ ΤΟΥΣ (ΖΑ΄)Η πέτρα είμαι που τον πατέρα και τον γιο τους ένδοξους
σκεπάζω Γρηγορίους, λιθάρι ένα, δόξες ίσες,
τους δυο ιερείς. Κι εγώ την ευγενή δέχθηκα
Νόννα, με τον Καισάριο μαζί τον γιο της τον μεγάλο.
Τάφους έτσι μοιράστηκαν και γιους. Ο δρόμος τους;
Όλοι ψηλά. Ζωής ουράνιας ο πόθος ένας.



ΑΛΛΟ (ϞΕ΄)Του ιερού πατέρα εγώ απόχτησα και τ’ όνομα και θρόνο
και τον τάφο. Μα, να θυμάσαι, φίλε, τον Γρηγόριο,
τον Γρηγόριο, δώρο από τον Χριστό στη μάνα του.
Με όνειρα νυχτερινά του 'δωκεν έρωτα σοφίας.

[Μετάφραση: π. Παναγιώτης Καποδίστριας]

Σχόλια στην επιστολή ενός Αγίου Ποιητή.

Σχόλια στην επιστολή ενός Αγίου Ποιητή.

«Ρωτάς πώς τα πάω. Άσε, πολλή πίκρα. Μού λείπει ο Βασίλειος, ο πνευματικός μου αδερφός, και ο Καισάριος, ο βιολογικός μου αδερφός. «Ο πατέρας και η μητέρα μου μ’ έχουν εγκαταλείψει», για να το πω με τα λόγια του Δαυίδ. Τα τού σώματος πονεμένα, τα γηρατειά επικρέμονται πάνω από το κεφάλι μου, οι υποχρεώσεις με εξαντλούν, τα προβλήματα συσσωρεύονται, οι φίλοι με προδίδουν, η Εκκλησία διαλύεται. Χάθηκαν τα καλά, έμειναν τα στραβά, μέσα στη μαύρη νύχτα αρμενίζω, και φως πουθενά, ο Χριστός κοιμάται. Τι άλλο πρέπει πια να πάθω; Μια μόνο λύση υπάρχει για τα βάσανά μου, ο θάνατος. Αλλά αν κρίνω με βάση τα εδώ, κι εκεί απαίσια θα είναι.»
Άγιος Γρηγότιος ο θεολόγος

Πρόκειται για επιστολή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου προς τον ρήτορα Ευδόξιο. Στιγμή ανθρώπινη. Εξομολόγηση που προσφέρει παρηγοριά σε όλους εμάς που παλεύουμε κάθε μέρα με τις αμφιβολίες μας.
Τι να πρωτοσχολιάσω… Η επιστολή με έχει σοκάρει με την αλήθεια της. Την υπαρξιακή, ανθρώπινη αλήθεια που φέρει μέσα της. Αποδεικνύει περίτρανα, αυτό που χρόνια τώρα προσπαθούν να πουν κάποιες φωτεινές υπάρξεις στο χώρο της Θεολογίας, αλλά η Εκκλησία προσπαθεί τεχνητά να τους απομονώσει ώστε να μην ακουστούν… ότι η θεσμική Εκκλησία απέκρυψε τις ανθρώπινες στιγμές από τους βίους και τα συναξάρια των Αγίων της. Επιλεκτικά διάλεξε τα σημεία αυτά που ευνοούν το θρησκευτικό μάρκεντιγκ.
Αυτοί ήταν όμως οι Άγιοι;
Διαβάζοντας συναξάρια αγίων, πάντα με ”ενοχλούσε” το έντονα μυθικό και υπερβολικό στοιχείο που κυριαρχούσε. Σαφέστατα σε κάποιες ιδιαίτερες περιόδους αυτό εξυπηρέτησε ψυχολογικές ανάγκες των πιστών, αλλά όταν συνεχίζεται έως τις μέρες μας καταντάει επικίνδυνο.
Οι άγιοι παρουσιάζονται ως υπεράνθρωποι ή σούπερσταρ, που όσο και αν θέλεις να τους φτάσεις, τα ίχνη τους σβήνονται από την άμεση εμπειρία του πλανήτη γη. Θαυματουρ-γικές γεννήσεις, θαυμαστά σημεία στην ζωή τους – π.χ. από την νηπιακή ακόμα ηλικία κοινό σημείο αρκετών αγίων, ότι δεν θήλαζαν γάλα ημέρες νηστείας – θαυματουργικές επεμβάσεις τόσο στην προσωπική ζωή τους όσο και στους γύρω τους, υπέρμετρες δυνατότητες που ξεπερνούσαν κατά πολύ το μέσο όρο των ανθρώπινων δυνατοτήτων, νίκες επί μυθικών προσώπων π.χ. δράκων, τεράτων κ.α. συνθέτουν την εικόνα που δεν έχει σχέση με την ζωή των καθημερινών ανθρώπων.
Η Εκκλησία, εξαρχής είχε θέσει βάσεις μιας λανθασμένης ανθρωπολογίας. Ανεξαρτήτως εάν θεωρητικά ομολογούσε την ποικιλία των χαρισμάτων, στην πρακτική καθοδήγηση των μελών της, θεωρούσε ότι όλοι είναι για όλα. Ότι όλοι θα έπρεπε να φτάσουν στην «αγιότητα» που είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Και για το ότι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να φτάσουν τους Αγίους αυτούς, ευθυνόταν η ραθυμία, η ακηδία, η κακή χρήση της ελευθερίας τους και τίποτε άλλο.
Αυτή η θέση κατά κάποιο τρόπο εξυπηρετούσε την θεσμική Εκκλησία. Διότι όταν ενοχοποιείς τον βίο των ανθρώπων, όταν βάζεις απέναντι τους υπεράνθρωπα πρότυπα, καλλιεργείς άτομα υποτελή και υπόλογα για το βίο τους. Όταν δημιουργείς ανθρώπους που διαρκώς πρέπει να απολογούνται, μέσα από τις κοινότητες τους, από κώδικες και κανόνες, ισχυροποιείς τη θέση του θεσμικά κατοχυρωμένου να ασκεί έλεγχο επί της ζωής σου και την χρήση του βίου σου.
Η Ορθοδοξία είναι μια δεξαμενή με αφάνταστο πλούτο ζωής. Όμως είναι αυτό για εκείνους που θα μπουν στην διαδικασία να ψάξουν σε βάθος επιχωματώσεων μέσα στο πέρασμα των αιώνων και έξω από αυτά που το θρησκευτικό μάρκετινγκ προβάλει.

Από το ιστολόγιο odoiplano.pblogs.gr

Σάββατο, 22 Ιανουαρίου 2011 ΑΓ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ - ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Σάββατο, 22 Ιανουαρίου 2011

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και η ελληνική παιδεία. Κωνσταντίνος Χολέβας


Στίς 25 Ἰανουαρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τή μνήμη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί στίς 30 τοῦ ἰδίου μηνός τόν τιμοῦμε καί πάλι μαζί μέ τόν Μέγα Βασίλειο καί τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Πρόκειται γιά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, κορυφαίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας και προστάτες τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Εἶναι κατάλληλη, λοιπόν, ἡ εὐκαιρία νά θυμηθοῦμε τίς ἀπόψεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ γιά τήν ἑλληνική παιδεία, τήν ἀρχαία γραμματεία καί γιά τό πολυσυζητημένο-σήμερα-ζήτημα τῆς ἑλληνικότητας.

Ὁ Ἅγιος τόν 4ο αἰῶνα μ.Χ. εἶχε νά ἀντιμετωπίσει δύο διαφορετικές ἀμφισβητήσεις. Ἀπό τή μία πλευρά εἶχε τούς «ὑπεράγαν Ὀρθοδόξους», οἱ ὁποῖοι πίστευαν ὅτι ὁ Χριστιανός δέν πρέπει νά μελετᾶ τά ἀρχαιοελληνικά κείμενα γιά νά μή ἀλλοτριωθεῖ ἡ πίστη του. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουλιανός, ὁ γνωστός καί ὡς Παραβάτης ἤ Ἀποστάτης, εἶχε ἀπαγορεύσει στούς Χριστιανούς καί νά διδάσκουν καί νά διδάσκονται τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα. Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν βρίσκω κάποιες ἀντιστοιχίες μέ τίς συζητήσεις πού γίνονται στήν ἐποχή μας. Ἄν καί ἀπέχουμε 17 αἰῶνες ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ἔχουμε καί σήμερα ὁρισμένους πού μᾶς καλοῦν νά εἴμαστε μόνον Χριστιανοί καί νά μήν τονίζουμε τήν ἑλληνιότητά μας καί ἄλλους στήν ἀντίπερα ὄχθη πού ζητοῦν νά εἴμαστε μόνον Ἕλληνες καί ὄχι Χριστιανοί. Ἡ ἰσορροπία μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο ἄκρων εἶμαι βέβαιος ὅτι βρίσκεται στά κείμενα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί κατ’ἐξοχήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.

Πρός τούς Χριστιανούς πού ἀπέρριπταν τήν κλασική ἑλληνική παιδεία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἄριστος μελετητής καί γνώστης τῶν ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἀπαντᾶ μέ μία χαρακτηριστική ἐπισήμανσή του στόν «Ἐπιτάφιον εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον»(1), τήν ὁποία παραθέτω σέ νεοελληνική ἀπόδοση ἀπό τόν Καθηγητή Εὐάγγελο Θεοδώρου:

«Νομίζω πώς ἔχει γίνει παραδεκτό ἀπ’ ὅλους τούς συνετούς ἀνθρώπους ὅτι ἡ παιδεία εἶναι τό πρῶτο ἀπό τά ἀγαθά πού ἔχουμε. Καί ὄχι μόνο ἡ χριστιανική μας παιδεία, πού εἶναι ἡ ἐκλεκτότερη καί ἐπιδιώκει τή σωτηρία καί τό κάλλος τῶν θείων πραγμάτων, τά ὁποῖα μόνο μέ τόν νοῦ συλλαμβάνονται. Ἀλλά καί ἡ ἐξωχριστιανική παιδεία, τήν ὁποία πολλοί χριστιανοί, ἔχοντας σχηματίσει λανθασμένη ἀντίληψη γι’ αὐτήν, τήν περιφρονοῦν, ἐπειδή, λέγουν, κρύβει δόλιους σκοπούς, εἶναι ἐπικίνδυνη καί ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς δέν πρέπει νά περιφρονοῦμε τόιν οὐρανό, τή γῆ καί τόν ἀέρα, καί ὅσα ὑπάρχουν σ’ αὐτά, ἐπειδή μερικοί ἔχουν σχηματίσει λανθασμένη ἀντίληψη καί, ἀντί νά λατρεύουν τόν Θεό, λατρεύουν τά δημιουργήματά Του, ἀλλά ἀφοῦ πάιρνουμε ἀπ’ αὐτά ὅ, τι εἶναι χρήσιμο γιά τή ζωή καί τήν ἀπόλαυσή μας, ἀποφεύγουμε ὅ, τι εἶναι ἐπικίνδυνο.... Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἀπό αὐτά πού μᾶς προσφέρει ἡ ἐξωχριστιανική παιδεία παραδεχτήκαμε ὅ, τι εἶναι χρήσιμο στήν ἔρευνα καί στίς θεωρητικές ἀναζητήσεις, ἐνῶ ἀποκρούσαμε καθετί πού ὁδηγεῖ στήν εἰδωλολτρεία, στήν πλάνη καί στό βάθος τῆς καταστροφῆς. Μάλιστα ἀπό τήν ἐξωχριστιανική παιδεία ἔχουμε καί ὠφεληθεῖ στήν εὐσέβεια καί στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, γιατί γνωρίσαμε καλά τό ἀνώτερο ἀπό τό χειρότερο καί ἔχουμε κάμει δύναμη τῆς διδασκαλίας μας τίς ἀδυναμίες ἐκείνης. Λοιπόν δέν πρέπει νά περιφρονοῦμε τήν παιδεία, ἐπειδή μία τέτοια περιφρόνηση φαίνεται καλό σέ μερικούς. Ἀντίθετα πρέπει νά θεωροῦμε ἀμαθεῖς καί ἀμόρφωτους τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν αὐτή τήν ἀντίληψη».

Μ’ αύτόν τόν ὡραῖο τρόπο ὁ Ἅγιος συνιστᾶ τήν «θύραθεν» ἤ «ἔξωθεν» παιδεία, δηλαδή τά ἑλληνικά γράμματα ἀπό τόν Ὅμηρο μέχρι τούς κλασικούς συγγραφεῖς, ὠς εἰσαγωγική καί ὡς συμπληρωματική πρός τήν ἀνώτερη ἀγωγή πού εἶναι ἡ χριστιανική. Σχετικά μέ τό αἴτημα τοῦ Ἰουλιανοῦ νά μή διορίζονται οἱ Χριστιανοί ὡς δάσκαλοι τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ὁ Γρηγόριος ἔγραψε δύο πολύ ἐνδιαφέροντα κείμενα μέ τόν τίτλο «Πρός Ἰουλιανόν Βασιλέα Στηλιτευτικός» καί μέ ἀρίθμηση Α΄καί Β΄ Στόν Α΄Στηλιτευτικό, ἀφοῦ ἀναλύει μέ θαυμαστή γνώση τί ἀπορρίπτουν οἱ Χριστιανοί καί τί διατηροῦν ἀπό τά κείμενα τῶν Ἀρχαίων, ἀπευθύνει πρός τόν Ἱουλιανό το ρητορικό ἐρώτημα: «Τίνος τοῦ ἑλληνίζειν εἰσίν οἱ λόγοι;»(2). Δηλαδή ποιός ἔχει τό δικάιωμα νά διδάσκει καί νά μελετᾶ τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα; Καί συνεχίζει: «Ἤ θά μᾶς πεῖς ὅτι εἶναι δικάιωμα μόνον τῶν ὀπαδῶν τῆς ἀρχαίας θρησκείας ἤ ὅλου τοῦ ἔθνους». Καί δίνει ἀμέσως ὁ Γρηγόριος τήν ἀπάντηση: «Δέν εἶναι δικάιωμα μόνον τῶν ὀπαδῶν τῆς ἀρχαίας θρησκείας ἡ διδασκαλία τῶν ἑλληνικῶν κειμένων».

Κατά τόν Γρηγόριο τό δικάιωμα αὐτό τό ἔχουν ὅσοι πιστεύουν ὅτι ἀνήκουν στό «ἔθνος» κατά τήν ὁρολογία πού ὁ ἴδιος χρησιμοποιεῖ. Πρόκειται γιά τόν πρῶτο χριστιανικό ὁρισμό περί ἔθνους, ὅπου ὁ Ἄγιος προσδίδει ἔννοια πολιτιστική, μορφωτική καί ὄχι φυλετική, βιολογική. Αἰσθάνεται ὅτι καί ὁ ἴδιος ἀνήκει σ’ αὐτό τό ἔθνος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού ὅπως μαρτυρεῖ καί ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως εἶναι κοινότητα ἠθῶν καί ἐθίμων ( ἔθνος: ἀπό τή λέξη ἔθος=συνήθεια). Μία πολιτιστική κοινότητα εἶναι ὁ Ἑλληνισμός κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο θεμελιωμένη ἐπάνω στήν ἑλληνική κλασική παιδεία καί στήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική ἀγωγή. Αὐτό ἦταν καί τό μορφωτικό πρότυπο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τό ὁποῖο δυστυχῶς ἐγκαταλείπεται στίς ἡμέρες μας.

Τήν εὐγνωμοσύνη του γιά τήν Ἑλλάδα ὅπου σπούδασε ( Ἀθήνα) καί τήν ἐκτίμησή του γιά τούς Ἕλληνες πού γρήγορα καί ἀβίαστα δέχθηκαν τόν Χριστιανισμό ἐκφράζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σέ ἕνα ἐπίγραμμά του ἀπό τή σειρά «Ἔπη εἰς ἑαυτόν»(3). Μιμούμενος ἀριστοτεχνικά τά ἀρχαιοελληνικά ἐπιγράμματα γράφει:

«Ἑλλάς ἐμή, νεότης τε φίλη, κί ὅσσα πέπασμαι καί δέμας ὡς Χριστῷ εἴξατε προφρονέως». Πού σημαίνει: Ἑλλάδα μου, ἀγαπημένη, ὅπου πέρασα τή νεότητά μου καί ὅσσα μέ συγκροτοῦν καί σῶμα μου, σᾶς ἀγαπῶ, διότι προθύμως δοθήκατε στόν Χριστό! Αὐτό εἶναι τό τελικό κριτήριο γιά κάθε παιδευτικό ἀγαθό πού προσφέρει ἡ ἑλληνική παιδεία, μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος. Ἡ ἀναφορά στόν Χριστό, ὁ πνευματικός προσανατολισμός μας πρός τόν ἀληθινό Θεό καί τό Εὐαγγέλιό του. Ἡ ἑλληνική παιδεία εἶναι ἕνα πολύ χρήσιμο ἐργαλεῖο ἀρκεῖ νά ὁδηγεῖ στήν Χριστιανική ἀγωγή καί νά μή μᾶς ἀοκόπτει ἀπό αὐτή.

Ἔτσι μέ τή βοήθεια τῶν μεγάλων Πατέρων καί μέ τήν συνεισφορά τῶν δασκάλων τοῦ Γένους καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἑλληνορθόδοξη παιδεία. Σ’ αὐτό τό πνευματικό καί ἠθικό ἔρεισμα στηρίχθηκε ὁ Ἑλληνισμός σέ καλές ἀλλά καί σέ δύσκολες στιγμές καί αὐτό τό πολιτιστικό ἀγαθό προσέφερε μέ οἰκουμενική διάθεση σέ ἄλλους λαούς. Ἡ ἑλληνορθόδοξη παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι ταυτοχρόνως πανανθρώπινη καί ἑλληνική, διαχρονική καί ἐπίκαιρη. Γι’ αὐτό μπορεῖ νά μᾶς κρατήσει ὄρθιους καί σήμερα ἀπέναντι στήν ὑλιστική καί ἰσοπεδωτική παγκοσμιοποίηση.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ(1)

Migne Ἑλληνική Πατρολογία , τόμος 36, σελ. 508-509. (2)

Migne Ἑλληνική Πατρολογία, τόμος 35, παράγρ. 103-104. (3)

Migne Ἑλληνική Πατρολογία, τόμος 37, ἐπίγραμμα ἀριθμ. 1449

Κ.Χ.
Κωνσταντῖνος Χολέβας
Πολιτικός Ἐπιστήμων

Η ιδανική φιλία (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος)

Η ιδανική φιλία (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος)

Οι Τρεις Ιεράρχες άγιοι Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος και Γρηγόριος σε μικρογραφία από το βυζαντινό Ψαλτήρι του Θεοδώρου (περ. 1066)
Οι Τρεις Ιεράρχες άγιοι Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος και Γρηγόριος σε μικρογραφία από το βυζαντινό Ψαλτήρι του Θεοδώρου (περ. 1066)
Ἡ ἰδανική φιλία ἀνθεῖ σέ περιβάλλοντα ἀμόλυντα ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν συναναστροφή τῶν κακῶν καί τῶν πονηρῶν.
Ἡ γοητεία τοῦ κακοῦ καί ἡ φαυλότητα τῆς ζωῆς ἔχουν ἀμαυρώσει ὅλα τά καλά τοῦ βίου μας. Καί μεταξύ αὐτῶν τῶν καλῶν συμπεριλαμβάνονται καί οἱ φιλίες. Κάτω ἀπό τό γενικό ξεπεσμό καί ἐξευτελισμό τῆς ζωῆς χάθηκαν ἤ ἀλλοτριώθηκαν κι αὐτές. Κι ὅμως, φίλοι μου, ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μιᾶς γνήσιας, ἀληθινῆς, δυνατῆς καί πραγματικῆς φιλίας. Δύσκολα κτίζονται τέτοιες φιλίες. Εὔκολα καταστρέφονται. Κι ὅσοι ἀπέκτησαν τέτοιες ζηλευτές φιλίες ἔζησαν εὐτυχισμένοι. Γι᾽ αὐτό θά σᾶς δώσω τήν συνταγή τῆς ἰδανικῆς φιλίας. Ὄχι ἐγώ. Ἐσεῖς τό ξέρετε, ὅτι πάντα ἀφήνω ἐκείνους πού ξέρουν τά θέματα τῆς ζωῆς μας καλύτερα ἀπό μᾶς νά μᾶς ποῦν τήν σοφή συμβουλή τους. Ἔτσι ἀνεκάλυψα στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο τίς προϋποθέσεις μιᾶς μεγάλης φιλίας, σάν αὐτή, πού εἶχε ὁ ἴδιος μέ τόν Μέγα Βασίλειο. Ὁ ἴδιος ἔλεγε, ὅτι «ἐφαίνετο νά ἔχωμεν οἱ δύο μας μίαν ψυχήν πού ἐκατοικοῦσεν εἰς δύο σώματα. Τότε πλέον ἐγίναμεν τά πάντα ὁ ἕνας διά τόν ἄλλον, ὁμόστεγοι, ὁμοτράπεζοι, συμφυεῖς, ἀποβλέποντες εἰς τό ἴδιο καί πάντοτε αὐξάνοντες ὁ ἕνας τόν πόθο τοῦ ἄλλου, ὥστε νά γίνῃ θερμότερος καί μόνιμος».
Ἄς δοῦμε λοιπόν πῶς ἐκτίσθη αὐτή ἡ ζηλευτή, εὐλογημένη καί πασίγνωστη φιλία τῶν δύο μεγάλων ἀνδρῶν καί ἁγίων πατέρων μας. Ἔτσι θά διδαχθοῦμε κι ἐμεῖς τά μεγάλα μυστικά τῆς εὐτυχισμένης ζωῆς.
Ἡ ἀληθινή φιλία πρέπει νά εἶναι «θεῖος καί φρόνιμος ἔρως» ἀπηλλαγμένος ἁμαρτίας. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Οἱ σωματικοί ἔρωτες, καθώς ἀφοροῦν τά πράγματα πού περνοῦν, περνοῦν κι ἐκεῖνοι ὅπως τά ἐαρινά λουλούδια. Οὔτε ἡ φλόγα μένει, ὅταν τά ξύλα τελιώσουν, ἀλλά χάνεται μαζί μέ αὐτά πού τήν τρέφουν, οὔτε ὁ πόθος ὑπάρχει, ὅταν τό προσάναμμα σβήση. Οἱ θεῖοι ὅμως καί φρόνιμοι ἔρωτες, ἐπειδή ἀναφέρονται εἰς κάτι σταθερόν, διά τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι μονιμώτεροι καί ὅσον περισσότερον παρουσιάζεται τό κάλλος των τόσον περισσότερον συνδέουν τούς ἐραστές μέ αὐτό καί μεταξύ των. Αὐτός εἶναι ὁ νόμος τοῦ ἰδικοῦ μας ἔρωτος».
Μιά δυνατή φιλία γεννᾶται, ὅταν οἱ φίλοι διεξάγουν κοινό ἀγῶνα καί ἁμιλλῶνται εἰς τήν κατάκτησιν τῶν ὑψηλῶν κορυφῶν τῆς ἀρετῆς. Γράφει γι᾽ αὐτή τήν κοινή ἐπιδίωξιν τοῦ ἰδίου καί τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Κοινή ἐπιδίωξις καί τῶν δύο ἡ ἀρετή καί ἡ συμμόρφωσις τῆς ζωῆς μας πρός τίς μελλοντικές ἐλπίδες». Ἐξομολογεῖται διά τόν θεῖον πόθον των: «Τήν ἐπιδίωξιν αὐτήν ἔχοντες ἐμπρός μας κατευθήναμεν τήν ζωήν μας ὁλόκληρον καί κάθε ἐνέργειάν μας· μᾶς ὡδηγοῦσεν ἡ ἐντολή καί ἠκονίζαμεν ὁ ἕνας εἰς τόν ἄλλον τήν ἀρετήν μας καί εἴμεθα, ἐάν δέν εἶναι ὑπερβολικόν τοῦτο νά εἴπω, ὁ ἕνας διά τόν ἄλλον κανών καί μέτρον, μέ τά ὁποῖα διακρίνεται τό ὀρθόν καί τό μή ὀρθόν».
Ἡ ἰδανική φιλία ἀνθεῖ σέ περιβάλλοντα ἀμόλυντα ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν συναναστροφή τῶν κακῶν καί τῶν πονηρῶν. Προσέξτε ἰδιαίτερα τίς συνετές παρατηρήσεις τοῦ ἁγίου Πατέρα μας Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἀπό τούς σπουδαστές μας συναναστρεφόμεθα, ὄχι βέβαια τούς πιό ἀνήθικους ἀλλά τούς πιό φρόνιμους· οὔτε τούς πιό ἐριστικούς ἀλλά τούς πιό εἰρηνικούς καί ἐκείνους πού ἡ συναναστροφή των εἶναι ὠφελιμωτέρα. Διότι ἐγνωρίζαμεν ὅτι εἶναι εὐκολώτερον νά λάβῃς τήν ἀσθένειαν παρά νά χαρίσῃς τήν ὑγείαν. Καί εἰς τά μαθήματα ἐφθάσαμεν νά χαιρώμεθα ὄχι μέ τά πιό εὐχάριστα ἀλλά μέ τά πιό ὠφέλιμα. Ἐπειδή καί ἀπό αὐτά οἱ νέοι συμμορφώνονται πρός τήν ἀρετήν ἤ τήν κακίαν». Μακάρι ὅλοι μας νά μπορέσουμε νά κάνουμε αὐτές τίς ἀθάνατες συμβουλές κανόνες καί νόμους ζωῆς.
Ἡ ἀληθινή φιλία στηρίζεται στούς ἀποστολικούς λόγους καί νόμους: «ὅποιος ἀγαπᾶ δέν ζητεῖ τίποτε διά τόν ἑαυτόν του». Καί «Διά τῆς φιλαδελφίας νά γίνεσθε φιλόστοργοι μεταξύ σας. Νά προλαμβάνη ὁ καθένας τούς ἄλλους εἰς τό νά τούς ἀποδίδη τιμήν». Αὐτά ἐφήρμοζαν οἱ θεϊκοί πατέρες, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος σεβαστός πατέρας μας Γρηγόριος: «Ἀγωνιζόμεθα καί οἱ δυό, ὄχι ποιός νά ἔχῃ ὁ ἴδιος τό πρωτεῖον, ἀλλά πῶς νά τό παραχωρήσῃ εἰς τόν ἄλλον· τήν εὐδοκίμησιν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τήν ἐθεωρούσαμεν ἰδικήν μας… πρέπει νά πεισθῆτε ὅτι ἐζούσαμεν ὁ ἕνας μέσα εἰς τό εἶναι τοῦ ἄλλου καί δίπλα εἰς τόν ἄλλον». Ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός πού εἶχε ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἰς τόν Μέγα Βασίλειον φαίνεται στά πιό κάτω λόγια μέ τά ὁποῖα συγκρίνεται ὁ ἴδιος μέ τόν φίλο του. Γράφει: «Τό ὡραιότερον εἶναι ὅτι ἐσχηματίσθη ἀπό ἐμᾶς μία ἀδελφότης πού ἐκεῖνος διεμόρφωνε καί κατηύθυνεν ὡς ἀρχηγός μέ κοινές ἱκανοποήσεις, μολονότι ἐγώ ἔτρεχα πεζός δίπλα εἰς ἅρμα Λυδικόν (ταχυδρόμον δηλαδή), ὅπου καί ὅπως ἐπήγαινεν ἑκεῖνος».
Τήν ἀληθινή φιλία συνδέει καί ὁ κοινός σκοπός τῆς ζωῆς. Ἔτσι ἄρχισε ἡ φιλία μας, ἀποκαλύπτει ὁ θεῖος πατέρας «καθώς μέ τό πέρασμα τοῦ καιροῦ ὡμολογήσαμεν τόν πόθον μας ὁ ἕνας εἰς τόν ἄλλον καί ὅτι αὐτό πού μᾶς ἐνδιέφερε ἦταν ἡ φιλοσοφία, τότε πλέον ἐγίναμεν τά πάντα ὁ ἕνας διά τόν ἄλλον».
Τήν γνήσια φιλίαν συνδέουν οἱ κοινές ἀρχές καί οἱ κοινές ἀντιλήψεις. Γι᾽ αὐτό τό θέμα γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Τίποτε, νομίζω δέν ἀξίζει, ἐάν δέν ὁδηγεῖ εἰς τήν ἀρετήν καί δέν κάνει καλυτέρους ὅσους ἀσχολοῦνται μέ αὐτό. Διά τούς ἄλλους ὑπάρχουν διάφορες ὀνομασίες ἤ ἀπό τόν πατέρα ἤ ἀπό τήν οἰκογένειαν ἤ ἀπό τό ἐπάγγελμα καί τίς πράξεις των. Ἐμεῖς ὅμως ἔχομεν τό μέγα προσόν καί ὄνομα νά εἴμεθα καί νά λεγώμεθα χριστιανοί. Αὐτό ἦτο ἡ μεγαλυτέρα καύχησις γιά μᾶς».
Ἡ μεγάλη φιλία ἐκδηλώνεται μέ τρυφερότηττα, εὐαισθησία, στοργή καί φιλαδελφία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρεται εἰς τόν φίλον του καί τόν ἀποκαλεῖ «ὁ ἐμός Βασίλειος». Δηλαδή «ὁ δικός μου Βασίλειος». Ἔτσι γίνεται, ὅταν ἡ φιλία εἶναι ἀνιδιοτελής, καθαρή καί λουσμένη στό φῶς τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καί ἀρετῆς. Τί λέτε; Πῶς σᾶς φαίνονται αὐτά; Δοκιμάστε τα καί θά βεβαιωθῆτε, ὅτι θά σᾶς βοηθήσουν νά δημιουργήσετε γερές καί ἰσχυρές φιλίες, πού θά ἀντέξουν στόν χρόνο καί στήν τρικυμία τῆς ζωῆς σας.
Αὐτή ἡ φιλία τῶν ἁγίων ἀνδρῶν διεφημίσθη παντοῦ εἰς τόν τότε κόσμον καί ἔμεινεν εἰς τήν ἱστορίαν. Τό ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Γράφει: «Αὐτά ἔκαμαν νά γίνωμεν γνωστοί εἰς τούς διδασκάλους καί τούς συναδέλφους μας, γνωστοί εἰς ὅλην τήν Ἑλλάδα, καί μάλιστα εἰς τούς πιό ἐπιφανεῖς Ἕλληνες. Εἴχαμεν πλέον ξεπεράσει τά σύνορα τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἔγινε σαφές ἀπό διηγήσεις πολλῶν. Ἠκούοντο οἱ διδάσκαλοί μας εἰς ὅσους ἠκούοντο αἱ Ἀθῆναι, συνακουόμεθα καί ἐμεῖς οἱ δύο καί συναναστρεφόμεθα εἰς τόσους ἀνθρώπους, εἰς ὅσους καί οἱ δάσκαλοί μας καί δέν ἤμεθα ἕνα ζεῦγος ἄσημον καί κοντά καί μακράν τῶν διδασκάλων μας».
Ὁ ἴδιος θεοφόρος καί ἁγιοπνευματοκίνητος Πατέρας ἔγραψε καί τό ὡραιότατον ἐγκώμιον τῆς φιλίας:
«Μέ τίποτε ἀπό ὅ,τι ὑπάρχει εἰς τόν κόσμον δέν μπορεῖ κανείς νά συγκρίνῃ ἕνα πιστόν φίλον, καί τό κάλλος του δέν ἔχει ὅρια». «Ὁ πιστός φίλος εἶναι ἰσχυρά προστασία» (Σοφ. Σολ. ς’ 14-15) καί βασίλειον ὀχυρωμένον. Ὁ πιστός φίλος εἶναι ἔμψυχος θησαυρός. Ὁ πιστός φίλος εἶναι πολυτιμότερος ἀπό χρυσάφι καί ἀπό πολλούς πολυτίμους λίθους. Ὁ πιστός φίλος εἶναι κῆπος περιφραγμένος καί πηγή σφραγισμένη, τά ὁποῖα ἀνοίγουν πότε-πότε διά νά τά ἐπισκεφθῇ καί νά τά ἀπολαύσῃ κανείς. Ὁ πιστός φίλος εἶναι λιμάνι ἀναψυχῆς. Ἄν δέ εἶναι καί πιό συνετός, πόσον καλύτερον εἶναι τοῦτο; Ἐάν δέ εἶναι καί πολύ μορφωμένος καί διαθέτη παντοειδῆ μόρφωσιν, τήν ἰδικήν μας λέγω καί ἐκείνην ἡ ὁποία ἦτο κάποτε ἰδική μας, πόσον καλύτερον εἶναι αὐτό; Ἐάν δέ καί υἱός τοῦ φωτός (Ἰωάν. ιβ’ 36, Ἐφεσ. ε’ 8), ἤ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ (Δ’ Βασιλ. α’ 9), ἤ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος προσεγγίζει τόν Θεόν (Ἰεζεκιήλ μγ’ 19), ἤ ἔχει ἀνωτέρας, πνευματικάς ἐπιθυμίας (Δαν. θ’ 23), ἤ εἶναι ἄξιος νά φέρη ἕνα χαρακτηρισμόν ἀπό ἐκείνους μέ τούς ὁποίους τιμᾶ ἡ Γραφή τούς ἐνθέους καί ὑψηλούς, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν εἰς ἀνωτέραν τάξιν, γεγονός τό ὁποῖον ἀποτελεῖ ἤδη δῶρον τοῦ Θεοῦ καί εἶναι σαφῶς ἀνώτερον ἀπό τήν ἰδικήν μας ἀξίαν».
Ταῦτα ἐκ τῶν ἔργων τοῦ ἱεροῦ Πατρός Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου:
α) Λόγος μγ’ «Εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον» παρ. 19, 20, 21. Ε.Π.Ε. τ. 6 σελ. 161 καί ἑξῆς.
β) Λόγος ια’ «Εἰς Γρηγόριον Νύσσης ἐπιστάντα μετά τήν χειροτονίαν» παρ. 1. Ε.Π.Ε. τ. 1 σελ. 285.

ΠΟΛΥΦΩΝΟ ΟΡΓΑΝΟ....

Πολύφωνο όργανο και κιθάρα μουσική…”
Λειψανοθήκη με την Τιμία Κάρα του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου που βρίσκεται στην Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου.
Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν κλασσικός τύπος λογίου. Πέρασε όλη τη ζωή του σκεπτόμενος, κάνοντας ομιλίες και γράφοντας. Τα συγγράμματά του που διακρίνονται για το βάθος, τη χάρη και τη θέρμη τους διαβάζονταν ευρύτατα. Ήταν κάτοχος της κλασσικής ελληνικής λογοτεχνίας και θεωρείται ο λογοτεχνικότερος των Πατέρων της Εκκλησίας χωρίς να θυσιάζει το περιεχόμενο των συγγραφών του στη μορφή του λόγου. Χρησιμοποιεί την ομηρική και αττική γλώσσα αλλά και την υψηλού επιπέδου γλώσσα της εποχής του. Εκτός από τους Λόγους και την επιστολογραφία καλλιέργησε και την ποίηση.Στον Γρηγόριο τον Θεολόγο αποδίδονται συνολικά 407 ποιήματα με περισσότερους από 17.000 στίχους. Τα περισσότερα ποιήματά του τα έγραψε στο τέλος της ζωής του. Ήταν γεννημένος ποιητής μέχρι σημείου ώστε και οι ομιλίες του ακόμη να έχουν ποιητική κίνηση και ρυθμό. Πολλά τμήματα ομιλιών του που ενσωματώθηκαν αυτούσια σε λαμπρές συνθέσεις μεταγενέστερων υμνογράφων φανερώνουν ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί μικρός ποιητής στις ποιητικές του συνθέσεις.
Τα ποιήματά του εκφράζουν την ευγενική και λεπτή ψυχή του, ακόμη και όσα είναι μόνο διδακτικά. Γι’ αυτό και αγαπήθηκαν πολύ κατά τους βυζαντινούς χρόνους και σχολιάσθηκαν από τον Κοσμά τον Μελωδό, Νικήτα Δαβίδ, Μάξιμο τον Ομολογητή (Περί αποριών), Ιωάννη Ζωναρά, Νικόλαο Δοξαπατρή και Νικηφόρο Κάλλιστο
Σε ένα ποίημα του εκθέτει τους λόγους για τους οποίους συνέθετε ποιήματα. Ήταν τρεις· πρώτον για να εκφράζει τις σκέψεις του εν συντομία, δεύτερον για να δώσει στους νεαρούς φίλους των γραμμάτων τερπνό και ωφέλιμο ανάγνωσμα και τρίτον για να αποδείξει ότι οι χριστιανοί δεν υστερούν των εθνικών (ειδωλολατρών) στη λογοτεχνία. Ήθελε επίσης να αντιμετωπίσει τη νομοθεσία του Ιουλιανού του Παραβάτη, που απαγόρευε στους χριστιανούς να διαβάζουν την ελληνική ποίηση και λογοτεχνία.
Ένα μικρό δείγμα είναι και το ποίημα που ακολουθεί μεταφρασμένο στην καθομιλουμένη.
ΙΚΕΣΙΑ
Χριστέ, φως των θνητών, πύρινε στύλε για του Γρηγορίου
την ψυχή που πλανιέται στην έρημο της πικρής ζωής.
Κράτησε τον εχθρικό Φαραώ, τους αναιδείς διώκτες των έργων·
απ’ τον πηλό το δυσκολοσυμβίβαστο και τη βαριά Αίγυπτο·
σώσε με, με χτυπήματα που όμοια τους δεν έχει, συντρίβοντας
τους εχθρούς και κάνε μου ομαλό το δρόμο.
Κι αν με συλλάβει κυνηγώντας με ο εχθρός εσύ τότε
και την Ερυθρά θάλασσα χώρισε μου, να περάσω θάλασσα-στεριά
τρέχοντας στη θεία γη, τον κλήρο μου, όπως υποσχέθηκες.
Σταμάτησε τους πελώριους ποταμούς και των αλλοφύλων
τσάκισε το κοφτερό σπαθί, το πολυστέναχτο. Κι αν πατήσω
την ιερή γη, θα σε δοξολογήσω με ατελείωτους ύμνους.
Χριστέ βασιλιά, γιατί μ’ έμπλεξες σ’ αυτά τα δίχτυα της σάρκας;
Γιατί με έριξες στην απαίσια ζωή και στο λασπερό βάραθρο,
αν στ’ αλήθεια είμαι θεός, κληρονόμος σου, όπως άκουσα;
Χάθηκε η δύναμη από τα μέλη μου και τα γόνατα μου δε με ακούνε·
με παρέλυσε ο χρόνος, η σκληρή αρρώστια, η φροντίδα που τρώει,
και φίλοι που δε σκέφτονται σαν φίλοι.
Οι αμαρτίες απ’ την άλλη δε θέλουν να υποχωρήσουν, αλλά όλο
και πιο πολύ με πιέζουν τον αδύναμο· και τα σκυλιά σα δειλό λαγό
ή ζαρκάδι με περικυκλώνουν, επιθυμώντας να με σπαράξουν.
Ή σταμάτησε την κακία και σπλαχνίσου με, ή δέξου με μετά
απ’ τους μακρούς αγώνες μου κι ας μπει μέτρο στους πόνους μου,
ή λησμονιάς σύννεφο αγαθό ας τυλίξει την ψυχή μου.
ΠΗΓΗ

Ο άγιος Γρηγόριος στέλνει μια επιστολή σε πνευματική του θυγατέρα…

Ο άγιος Γρηγόριος στέλνει μια επιστολή σε πνευματική του θυγατέρα…


Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έστειλε σε μια πνευματική του θυγατέρα , ( την Ολυμπιάδα) ,την κατωτέρω επιστολή σα « δώρο » για τον γάμο της, που μόλις τέλεσε. Η κατωτέρω επιστολή έχει βάθος Θεολογίας και ψυχολογίας. Και πάνω απ’; όλα δίνει στη σύζυγο πολύτιμες συμβουλές για έναν πετυχημένο γάμο.
Γράφει λοιπόν ο Άγιος:
« Κόρη μου, στους γάμους σου εγώ ο πνευματικός σου πατέρας, ο Γρηγόριος, σου κάνω δώρο τούτο το ποίημα. Και είναι ό,τι καλλίτερο η συμβουλή του πατέρα:
Άκου λοιπόν Ολυμπιάδα μου :
1. Ξέρω ότι θέλεις να είσαι πραγματική χριστιανή . Και μια πραγματική χριστιανή πρέπει όχι μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται. Γι αυτό ,σε παρακαλώ ,να προσέξης την εξωτερική σου εμφάνιση. Να είσαι απλή. Το χρυσάφι, δεμένο σε πολύτιμες πέτρες, δεν στολίζει γυναίκες σαν και σένα. Πολύ περισσότερο το βάψιμο. Δεν ταιριάζει στο πρόσωπό σου, την εικόνα του Θεού, να την παραποιής και να την αλλάζης, μόνο και μόνο για να αρέσης. Ξέρε το ότι αυτό είναι φιλαρέσκεια και να μένης απλή στην εμφάνιση. Τα βαρύτιμα και πολυτελή φορέματα ,ας τα φορούν εκείνες, που δεν επιθυμούν ανώτερη ζωή, που δεν ξέρουν τι θα πη πνευματική ακτινοβολία . Εσύ ,όμως έβαλες μεγάλους στόχους και υψηλούς στόχους στη ζωή σου. Κι αυτοί οι στόχοι σου ζητούν όλη τη φροντίδα κι όλη την προσοχή.
2. Με το γάμο , η στοργή και η αγάπη σου να είναι φλογερή και αμείωτη για κείνον, που σου δωσε ο Θεός . Για κείνον, που γινε το μάτι της ζωής σου και σου ευφραίνει την καρδιά. Κι αν καταλάβης πως ο άνδρας σου σε αγαπάει περισσότερο απ’; όσο τον αγαπάς εσύ, μη κυττάξης να του πάρης τον αέρα, κράτα πάντα τη θέση που σου ορίζει το Ευαγγέλιο.
3. Εσύ να ξέρης ότι είσαι γυναίκα, έχεις μεγάλο προορισμό, αλλά διαφορετικό από τον άνδρα, που πρέπει να είναι η κεφαλή. Άσε την ανόητη ισότητα των δύο φύλων και προσπάθησε να καταλάβης τα καθήκοντα του γάμου. Στην εφαρμογή τους θα δης πόση αντοχή χρειάζεται για ν’; ανταποκριθής, όπως πρέπει , σ’; αυτά τα καθήκοντα , αλλά και πόση δύναμη κρύβεται στο ασθενές φύλο.
4. Θα ξέρης ,πόσο εύκολα θυμώνουν οι άνδρες. Είναι ασυγκράτητοι και μοιάζουν με λιοντάρια. Σ’; αυτό το σημείο η γυναίκα πρέπει να είναι δυνατότερη και ανώτερη. Πρέπει να παίζη το ρόλο του θηριοδαμαστή. Τι κάνει ο θηριοδαμαστής όταν βρυχάται το θηρίο; Γίνεται περισσότερο ήρεμος και με την καλωσύνη καταπραΰνει την οργή. Του μιλάει γλυκά και μαλακά , το χαϊδεύει, το περιποιείται και πάλι το χαϊδεύει κι έτσι το καταπραΰνει
5. Ποτέ μη κατηγορήσης και αποπάρης τον άνδρα σου για κάτι που έκανε στραβό. Ούτε πάλι για την αδράνειά του ,έστω κι αν το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που ήθελες εσύ. Γιατί ο διάβολος είναι αυτός, που μπαίνει εμπόδιο στην ομοψυχία των συζύγων
6. Να έχετε κοινά τα πάντα και τις χαρές και τις λύπες. Γιατί ο γάμος όλα τα σας τα έκανε κοινά. Κοινές οι φροντίδες ,γιατί έτσι το σπίτι θα στεριώση. Να συμβάλλης εκφράζοντας τη γνώμη σου, ο άνδρας όμως ας αποφασίζη.
7. Όταν τον βλέπης λυπημένο, συμμερίσου τη λύπη του εκείνη την ώρα. Γιατί είναι μεγάλη ανακούφιση στη λύπη , η λύπη των φίλων. Όμως αμέσως να ξαστεριάζη η όψη σου και να σαι ήρεμη χωρίς αγωνία. Η γυναίκα είναι το ακύμαντο λιμάνι για το θαλασσοδαρμένο σύζυγο.
8. Να ξέρης ότι η παρουσία σου στο σπίτι σου είναι αναντικατάστατη, γι’; αυτό πρέπει να το αγαπήσης μ’; όλες τις φροντίδες του νοικοκυριού. Να το βλέπης σαν βασίλειό σου ,και να μη συχνοβγαίνης από το κατώφλι σου. Άφησε τις έξω δουλειές για τον άνδρα.
9. Πρόσεχε τις συναναστροφές σου. Πρόσεξε τις συγκεντρώσεις ,που πηγαίνεις. Μη πας σε άπρεπες συγκεντρώσεις, γιατί είναι μεγάλος κίνδυνος για την αγνότητά σου. Αυτές οι συναναστροφές αφαιρούν την ντροπή κι απ΄ τις ντροπαλές ,σμίγουν μάτια με μάτια, κι όταν φύγη η ντροπή γεννιούνται όλα τα χειρότερα κακά ( « αιδώς οιχομένη, πάντων γενέτειρα κακίστων » ). Τις σοβαρές όμως συγκεντρώσεις με συνετούς φίλους να τις επιζητής , για να εντυπώνεται στο νου σου ένας καλός λόγος, ή κάποιο ελάττωμα να κόψης ή να καλλιεργήσης τους δεσμούς σου με εκλεκτές ψυχές.Μη εμφανίζεσαι ανεξέλεγκτα σε οποιονδήποτε, αλλά στους σώφρονες συγγενείς σου, στους ιερείς και σε σοβαρούς νεώτερους ή ηλικιωμένους.Μη συναναστρέφεσαι φαντασμένες γυναίκες , που έχουν στο νου τους στο έξω ,για επίδειξη. Ούτε ακόμα άνδρες ευσεβείς, που ο σύζυγός σου δεν θέλει στο σπίτι, αν και συ τόσο πολύ τους εκτιμάς. Υπάρχει για σένα πιο ακριβό πράγμα από τον καλό σου σύζυγο, που τόσο αγαπάς;
Από το βιβλίο « ΓΑΜΟΣ – Πνευματικό Γυμναστήριο »
Αρχ. Βασιλείου Π. Μπακογιάννη
Εκδόσεις : Νεκτ. Παναγόπουλος

Λόγοι Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.

Λόγοι Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.


Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
*Ο ευεργετημένος πρέπει να θυμάται το καλό που του έκαναν, ο ευεργέτης όμως καθόλου.
*Ας κερδίζουμε τις ψυχές μας με τις ελεημοσύνες, ας δώσουμε από τα υπάρχοντά μας στους φτωχούς, για να γίνουμε πλούσιοι σε ουράνια αγαθά.
*Μη θέλεις να πείσεις με τα λόγια, αλλά με τα έργα. Μισώ την διδασκαλία που είναι αντίθετη με τον τρόπ ζωής.

*Πρέπει να είμαστε ευκολομετακίνητοι από το κακό προς το καλύτερο και αμετακίνητοι από το καλό προς το χειρότερο.
*Καλύτερα να νικιέται κάποιος όταν πρέπει, παρά να νικά με τρόπο αθέμιτο και επικίνδυνο.
*Λάμπει περισσότερο από τα αστέρια ο ευσεβής βίος.
*Το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτεται, φωτίζει, ζωοποιεί, μάλλον είναι το ίδιο φώς και ζωή. Καθιστά τους ανθρώπους ναούς, τους θεοποιεί και τους τελειοποιεί.
*Είναι γνώρισμα της ψυχής που αγαπά τον Θεό να υποτάσσει στα θεία καθετί το ανθρώπινο.
*Τα γυμνά κοκκαλα πείθουν όσους τα βλέπουνότι τίποτε από τα γήινα δεν είναι δικό μας.
(Άγιος Γρηγόριος, ο Θεολόγος)

Από την ποίηση του Αγ.Γρηγορίου του Θεολόγου

Πέμπτη, Ιανουαρίου 26, 2012


Από την ποίηση του Αγ.Γρηγορίου του Θεολόγου


ΙΘ.Περί της αυτής
Τροχός τίς εστίν άστάτως πεπηγμένος,
Ό μικρός ούτος καί πολύτροπος βίος.
"Ανω κινείται, καί περισπάται κάτω
Ουχ ίσταται γαρ, καν δοκή πεπηγέναι.
Φεύγων κρατείται, καί μένων άποτρέχει.
Σκιρτά δε πολλά, καί το φεύγειν ουκ έχει.
"Ελκει, καθέλκει τη κινήσει την στάσιν.
Ως ουδέν είναι τον βίον διαγραφών,
"Η καπνόν, ή όνειρον,ή άνθος χλόης.
(Ρ.G., τόμ. 37, 787)


'Η ανθρώπινη ζωή
Μια ρόδα π' άτσαλα την έχουν στήσει
ετούτη ή σύντομη καί πολυδαίδαλη ζωή.
Έκεί πού τείνει προς τα πάνω, κατρακυλά στα χαμηλά-
κι αν φαίνεται πώς στέριωσε δεν μένει ωστόσο σταθερή
Θαρρεϊς πώς φεύγει κι είναι στάσιμη, θαρρείς πώς στέκει κι όμως τρέχει.
Κάνει άλματα συχνά, μα δεν μπορεί να ξεκολλήσει. Σέρνει καί παρασέρνει αυτοκινούμενη τη στασιμότητα.
"Ενα διάγραμμα του τίποτα ή ζωή, Καπνός ή κι όνειρο ή κι ένα αγριολούλουδο.
***
ΞΘ.Δέησις προς τον ΧριστόνΈπιστάτα, κλύδων με δεινός άμφέπει, Τον σον μαθητήν. Έξέγειραι, πριν θάνω.
Μόνον κέλευσον, καί ζάλη τεθνήξεται.
Τολμώ φράσαι τι• Χριστέ, μη πίεζε με,
Μηδέ σβέσης με τω βαρεί των θλίψεων. Πολλούς έχεις γαρ καί κακωτέρους έμού,
Ους ήλέησας. Μη με κρίνης άξίως. Κενού, κενόυ δε του ταλάντου το πλέον.
Μιας τίς οίσοι φόρτον ημέρας μόνης; Τίνι προσέλθω τοις κακοίς βαρούμενος;
(Ρ.G., τόμ. 37, 1417)

Δέηση προς τον Χριστό
Μια τρικυμία,Κύριε, τρομερή ταράζει
το μαθητή σου. Ξύπνησε προτού χαθώ.
Ή εντολή σον άρκεί τα κύματα να πέσουν.
Τολμώ ένα ψέλλισμα: Χριστέ, μη με πιέζεις,
μη μ' αφανίσεις με των θλίψεων το φορτίο.
Δεν είναι λίγοι, καί χειρότεροι από μένα,
Πού τους σπλαχνίστηκες. Μη μ' επικρίνεις όσο αξίζω.
Παρακαλώ σε, λάφρυνε από το καντάρι το περσότερο.
Το φόρτωμα καί μιας μονάχα μέρας ποιος τ' αντέχει;
Σέ ποιόν να τρέξω να σωθώ πού οι πίκρες με βαραίνουν
***
ΜΗ' Εις τον αποθανόντα τω κοσμώ
Ζω καί τέθνηκα. Τίς σοφός συγκρινέτω.
Ψυχή τέθνηκα,σαρξ δε μοι σθένειν θέλει.
Ψυχή βιώη,σαρξ δε μοι τεθνηκέτω.
(Ρ.G., τόμ. 37, 1384)


Ζωή καί θάνατος
Ζω καί πεθαίνω. "Ας το ζυγίσουν οι σοφοί.
Ή σάρκα δικαιώματα απαιτεί. Νεκρή ή ψνχή.
Ζήσε, ψυχή μου,κι ας πεθάνει ή σάρκα.
***
ΟΑ' Δέησις εν τη νοσώ
Νοσώ, νοσώ μεν, καί πονούμαι σώματι,
Καί μου γελώσι την πάθην ίσως τινές,
Τραχηλιώντες, των σφαγή τηρουμένων.
Αρμοί λέλυνται, καί ποδών σαθρά βάσις,
Εΐτ' εγκράτειας έργον, εϊθ' άμαρτάδων,
Εϊτ' ούν πάλη τις (ου γαρ οίδα), πλην χάρις
Έμώ κυβερνήτη γε. Τούτο μοι τυχόν. "Αμεινόν εστίν αλλ' έπίσχες την νόσον,
Έπίσχες ειπών σος λόγος σωτηρία. Ει δ' ου,δίδου γε,ως τα πάντα καρτερεϊν,
Σήτες τα σητών.Συγκράτει την εικόνα. Εκείθεν έξεις και τον δούλον άρτιον.
(Ρ.G, τόμ. 37,1418)

Δέηση κατά τη διάρκεια της αρρώστιας
"Αρρωστος, άρρωστος, βαρύ το σώμα μου το νιώθω.
Ίσως με εμπαίζουν για το πάθημα κάτι αλαζόνες.
Καραδοκούν να δουν ως καί θανάσιμα συμπτώματα.
Τα γόνατα μου λύθηκαν, δε με κρατούν τα πόδια.
Μπορεί καί κάποια πάλη με τον πονηρό. Ευγνωμοσύνη ωστόσο
στον κυβερνήτη μου. Καλύτερα το πράγμα έτσι πού ήρθε.
"Ομως συγκράτησε μου την αρρώστια. Μια λέξη καί την συγκρατείς. Σωτήριος είναι ό λόγος σου.
*Αν όχι, δώσ' υπομονή ν' αντέξω σ' όλα.
Ό σκόρος τη δουλειά του. Φύλαξε την Εικόνα άπ' τη φθορά.
Άκέριον έτσι θα 'χεις καί το δούλο σου.
***
ΠΒ' Προς αυτόν
"Αλλοι χρυσόν, οϊδ' άργυρον, οιδε τράπεζαν
Τιμώσι λιπαρήν παίγνια τούδε βίου. "Αλλοι δ'αϋ σηρών καλά νήματα, καί γύας άλλοι
Πυροφόρούς,άλλοι τετραπόδων άγέλας.
Αύτάρ έμοί Χριστός πλούτος μέγας, όν ποτ' ίδοιμι
Νω γυμνω καθαρώς• αλλά τε κόσμος έχοι.
(Ρ.G., τόμ. 37, 1421


Το μέγα πλούτος
"Αλλοι λατρεύουν το χρυσάφι, άλλοι τ' ασήμι καί κάποιοι τα κατάφορτα τραπέζια, αστεία παιχνίδια της ζωής,
"Αλλοι τ' ωραία μετάξια, τούτοι τ' αγροκτήματα,
το στάρι όπου καρπίζει, εκείνοι τα κοπάδια με τα ζωντανά.
Για με ό Χριστός το μέγα πλούτος, άμποτε να τον έβλεπα
πνεύμα γυμνό ολοκάθαρα, στον κόσμο τ' άλλα τα χαρίζω.
***
περιοδικό ''Τόλμη''Ιανουάριος 2004
 

ΛΟΓΟΣ 44.ΑΓ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

ΛΟΓΟΣ 44.


Εἰς τὴν καινὴν Κυριακήν.


1. Ἐγκαίνια τιμᾶσθαι, παλαιὸς νόμος, καὶ καλῶς ἔχων· μᾶλλον δὲ, τὰ νέα τιμᾶσθαι δι᾿ Ἐγκαινίων· καὶ τοῦτο, οὐχ ἅπαξ, ἀλλὰ καὶ πολλάκις, ἑκάστης τοῦ ἐνιαυτοῦ περιτροπῆς τὴν αὐτὴν ἡμέραν ἐπαγούσης, ἵνα μὴ ἐξίτηλα τῷ χρόνῳ γένηται τὰ καλὰ, μηδὲ παραῤῥυῇ λήθης βυθοῖς ἀμαυρούμενα. Ἐγκαινίζονται μὲν πρὸς Θεὸν νῆσοι, τῷ Ἡσαΐᾳ ὥσπερ ἀνέγνωμεν, ἅστινας δὴ τὰς νήσους ταύτας ὑποληπτέον· οἶμαι δὲ τὰς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν Ἐκκλησίας ἄρτι καθισταμένας, καὶ τῆς ἀλμυρᾶς ἀπιστίας ἀνακυπτούσας, καὶ πῆξιν λαμβανούσας, τῷ Θεῷ βάσιμον. Ἐγκαινίζεται δὲ τεῖχος χαλκοῦν, παρ᾿ ἄλλῳ προφήτῃ· οἶμαι δὲ, ψυχὴ στεῤῥὰ, καὶ χρυσοειδὴς, καὶ ἀριπαγὴς εἰς εὐσέβειαν. Ἄ,δειν δὲ τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινὸν κελευόμεθα, εἴτε οἱ εἰς Βαβυλῶνα καὶ τὴν πονηρὰν σύγχυσιν κατασυρέντες ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας, ἔπειτα πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀνασωθέντες (κακεῖ μὲν οὐ δυνάμενοι τὴν θείαν ᾄδειν ᾠδὴν, ὡς ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας, ἐνταῦθα δὲ νέαν ᾠδὴν καὶ πολιτείαν ἱστάμενο)ι· εἴτε οἱ μείναντες ἐν τῷ καλῷ, καὶ προκόπτοντες· καὶ τὸ μὲν κατωρθωκότες ἤδη, τὸ δὲ κατορθοῦντες, παρὰ τοῦ ἁγίου καὶ καινοποιοῦ Πνεύματος.

2. Ἐγκαινίζεται δὲ ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, καὶ λίαν πολυτελῶς, ἣν Θεὸς παρέδειξε, καὶ Βεσελεὴλ ἐτελείωσε, καὶ Μωσῆς ἐπήξατο. Ἐγκαινίζεται δὲ ἡ βασιλεία Δαβὶδ, καὶ οὐχ ἅπαξ, ἀλλὰ χριομένου τὸ πρότερον, ἀναγορευομένου τὸ δεύτερον. Ἐγένετο δὲ τὰ Ἐγκαίνια ἐν Ἱεροσολύμοις, καὶ χειμὼν ἦν, ὁ τῆς ἀπιστίας, καὶ Ἰησοῦς παρῆν, ὁ Θεὸς καὶ ναὸς, Θεὸς αἰώνιος, ναὸς πρόσφατος, ὁ αὐθημερὸν λυόμενος, καὶ τριήμερος ἀνιστάμενος, καὶ μένων εἰς τοὺς αἰῶνας, ἵν᾿ ἐγὼ σωθῶ, καὶ τοῦ παλαιοῦ πτώματος ἀνακληθῶ, καὶ γένωμαι καινὴ κτίσις, διὰ τῆς τοιαύτης φιλανθρωπίας ἀναπλαττόμενος. Ἐπιζητεῖ δὲ ὁ θεῖος Δαβὶδ καρδίαν καθαρὰν ἐν ἑαυτῷ κτιζομένην, καὶ πνεῦμα εὐθὲς τοῖς ἐγκάτοις ἐγκαινιζόμενον· οὐχ ὡς οὐκ ἔχων, (τίς γὰρ, εἰ μὴ Δαβὶδ ὁ τοσοῦτος;) ἀλλ᾿ ὡς καινὸν γινώσκων τὸ νῦν ἀεὶ προστιθέμενον. Καὶ τί δεῖ μοι πλειόνων Ἐγκαινίων, ἐνὸν τὰ παρόντα γνωρίσαι, καὶ ἃ σήμερον πανηγυρίζομεν, τῇ ζωῇ μετὰ θάνατον πλησιάσαντες; Ἐγκαίνια, Ἐγκαίνια ἡ πανήγυρις, ἀδελφοί. Λεγέσθω γὰρ πολλάκις ὑφ᾿ ἡδονῆς. Καὶ τίνα ταῦτα; Οἱ μὲν εἰδότες, διδάξατε· οἱ δὲ ἀγνοοῦντες, τὴν ἀκοὴν ἐγκαινίζεσθε.

3. Φῶς ἦν ἀπρόσιτον, καὶ ἀδιάδοχον, ὁ Θεὸς, οὔτε ἀρξάμενον, οὔτε παυσόμενον, οὔτε μετρούμενον, ἀειλαμπὲς, τριλαμπὲς, ὀλίγοις ὅσον ἐστὶ θεωρούμενον, οἶμαι δὲ, οὐδὲ ὀλίγοις. Καὶ φῶτα δεύτερα, τοῦ πρώτου Φωτὸς ἀπαυγάσματα, αἱ περὶ αὐτὸν δυνάμεις, καὶ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα. Τὸ δὲ παρ᾿ ἡμῖν τοῦτο φῶς, οὐχ ὕστερον ἤρξατο μόνον, ἀλλὰ καὶ νυκτὶ τέμνεται, καὶ τέμνει νύκτα ἰσομοιρίᾳ, ὄψει πιστευθὲν, καὶ ἀέρι χυθὲν, καὶ λαμβάνον ὃ δίδωσιν. Ὁρᾷν τε γὰρ ὄψει παρέχει, καὶ πρῶτον ὁρᾶται παρὰ τῆς ὄψεως, καὶ τοῖς ὁρατοῖς περιῤῥέον, παῤῥησίαν χαρίζεται. Βουληθεὶς γὰρ ὁ Θεὸς τόνδε τὸν κόσμον συστήσασθαι, τὸν ἐξ ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων συνεστηκότα, τὸν μέγαν καὶ θαυμαστὸν τῆς μεγαλειότητος αὐτοῦ κήρυκα, τοῖς μὲν ἀιδίοις αὐτός ἐστι φῶς, καὶ οὐκ ἄλλο· (τί γὰρ ἔδει φωτὸς δευτέρου τοῖς τὸ μέγιστον ἔχουσι;) τοῖς κάτω δὲ καὶ περὶ ἡμᾶς πρώτην ἐκλάμπει τὴν τοῦ φωτὸς τούτου δύναμιν. Καὶ γὰρ ἔπρεπε τῷ μεγάλῳ φωτὶ τῆς δημιουργίας ἐκ φωτὸς ἄρξασθαι, ᾧ λύει τὸ σκότος, καὶ τὴν ἐπέχουσαν τέως ἀκοσμίαν καὶ ἀταξίαν.

4. Καὶ τοῦτο οὐκ ὀργανικὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς ἀναδείξας, οὐδὲ ἡλιακὸν, ὡς ὁ ἐμὸς λόγος, ἀλλ᾿ ἀσώματον, καὶ ἀνήλιον· ἔπειτα δὲ καὶ ἡλίῳ δοθὲν, καταφωτίζειν πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. Ἐπειδὴ γὰρ τοῖς ἄλλοις τὴν ὕλην προϋποστήσας, εἰδοποίησεν ὕστερον, ἑκάστῳ τάξιν, καὶ σχῆμα, καὶ μέγεθος περιθεὶς, ἵνα θαυματουργήσῃ τι μεῖζον, ἐνταῦθα τὸ εἶδος τῆς ὕλης προϋπεστήσατο (εἶδος γὰρ ἡλίου τὸ φῶ)ς· μετὰ δὲ τοῦτο τὴν ὕλην ἐπάγει, τὸν ὀφθαλμὸν τῆς ἡμέρας δὴ μιουργήσας τοῦτον τὸν ἥλιον. Οὕτω τι πρῶτον ἐν ἡμέραις ἀριθμεῖται, καὶ δεύτερον, καὶ τρίτον, καὶ τὸ ἑξῆς, ἄχρι τῆς ἑβδόμης καὶ καταπαυσίμου τῶν ἔργων ἡμέρας, αἷς καταμερίζεται τὰ γινόμενα, λόγοις ἀῤῥήτοις τασσόμενα, καὶ οὐκ ἀθρόως ἀναδιδόμενα τῷ πάντα δυνατῷ Λόγῳ, καὶ ᾧ τὸ νοῆσαι μόνον, ἢ εἰπεῖν, ἔργον ἐστὶ παριστάμενον. Εἰ δὲ τελευταῖος ὁ ἄνθρωπος ἀνεδείχθη, καὶ ταῦτα χειρὶ Θεοῦ καὶ εἰκόνι τετιμημένος, θαυμαστὸν οὐδέν. Ἔδει γὰρ, ὥσπερ βασιλεῖ, προϋποστῆναι τὰ βασίλεια, καὶ οὕτως εἰσαχθῆναι τὸν βασιλέα πᾶσιν ἤδη δορυφορούμενον. Εἰ μὲν οὖν ἐμείναμεν, ὅπερ ἦμεν, καὶ τὴν ἐντολὴν ἐφυλάξαμεν, ἐγενόμεθα ἂν ὅπερ οὐκ ἦμεν, τῷ ξύλῳ τῆς ζωῆς προσελθόντες, μετὰ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως. Καὶ τί γεγονότες; Ἀπαθανατισθέντες, καὶ Θεῷ πλησιάσαντες. Ἐπεὶ δὲ τῷ φθόνῳ τοῦ πονηροῦ θάνατος εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε, καὶ ὑφεῖλε διὰ τῆς ἀπάτης τὸν ἄνθρωπον, διὰ τοῦτο τῷ ἡμετέρῳ πάθει πάσχει Θεὸς, γενόμενος ἄνθρωπος, καὶ πτωχεύει τῷ σὰρξ παγῆναι, ἵν᾿ ἡμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχεία πλουτήσωμεν. Ἐντεῦθεν θάνατος, καὶ ταφὴ, καὶ ἀνάστασις. Ἐντεῦθεν ἡ καινὴ κτίσις, καὶ μεθέορτος ἑορτὴ, καὶ πάλιν ἐγὼ πανηγυριστὴς, ἐγκαινίζων τὴν ἐμαυτοῦ σωτηρίαν.

5. Τί οὖν, φησίν; Οὐχ ἡ πρώτη Κυριακὴ τὸ Ἐγκαίνιον ἦν, ἡ μετὰ τὴν ἱερὰν νύκτα καὶ δᾳδουχίαν; Ἀλλὰ τῇ σήμερον τοῦτο δίδως, ὦ φιλέορτε σὺ, καὶ πολλὰς ἐπινοῶν φαιδρότητας; Ἐκείνη τὸ σωτήριον ἦν, αὕτη δὲ τὸ τῆς σωτηρίας γενέθλιον· κἀκείνη μέν ἐστι μεθόριον τῆς ταφῆς καὶ τῆς ἀναστάσεως, αὕτη δὲ καθαρῶς τῆς δευτέρας γενέσεως· ἵν᾿, ὥσπερ ἡ πρώτη κτίσις τὴν ἀρχὴν ἀπὸ Κυριακῆς λαμβάνει (δῆλον δέ· ἀπὸ γὰρ ταύτης ἑβδόμη τὸ Σάββατον γίνεται, κατάπαυσις οὖσα τῶν ἔργων), οὕτω καὶ ἡ δευτέρα πάλιν ἐκ τῆς αὐτῆς ἄρχηται, πρώτη οὖσα τῶν μετ᾿ αὐτὴν, καὶ ὀγδοὰς ἀπὸ τῶν πρὸ αὐτῆς, ὑψηλῆς ὑψηλοτέρα, καὶ θαυμασίας θαυμασιωτέρα. Πρὸς γὰρ τὴν ἄνω φέρει κατάστασιν ἣν καὶ ὁ θεῖος Σολομὼν αἰνίττεσθαί μοι δοκεῖ, διδόναι μερίδα τοῖς ἑπτὰ, τῷ βίῳ τούτῳ, νομοθετῶν· καί γε τοῖς ὀκτὼ, τῷ μέλλοντι· ἐκ τῆς ἐντεῦθεν εὐπραγίας καὶ τῆς ἐκεῖθεν ἀποκαταστάσεως. Ἀλλὰ καὶ ὁ μέγας Δαβὶδ τῇ αὐτῇ προσᾴδειν ἔοικε τοὺς περὶ τῆς ὀγδόης ψαλμοὺς, ὥσπερ καὶ τῇ τῶν Ἐγκαινίων ἡμέρᾳ ταύτῃ ψαλμὸν ἕτερον, οἴκου τινὰ ἐγκαινισμὸν ὀνομάζων· ὅστις ἐσμὲν ἡμεῖς, οἱ Θεοῦ ναὸς εἶναί τε καὶ ἀκούειν ἠξιωμένοι καὶ γίνεσθαι.

6. Ἔχετε τῶν Ἐγκαινίων τὸν λόγον. Ἀλλ᾿ ἐγκαινίζεσθε, καὶ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀποῤῥίψαντες, ἐν καινότητι ζωῆς πολιτεύεσθε, πᾶσι χαλινὸν ἐπιθέντες, ἐξ ὧν ὁ θάνατος, πάντα τὰ μέλη παιδαγωγήσαντες, πᾶσαν τὴν πονηρὰν τοῦ ξύλου βρῶσιν μισήσαντες, ἢ ἐμέσαντες, καὶ διὰ τοῦτο μόνον μεμνημένοι τῶν παλαιῶν, ἵνα φύγωμεν. Ὡραῖος ἦν εἰς ὅρασιν, καὶ καλὸς εἰς βρῶσιν, ὁ ἐμὲ θανατώσας καρπός· φεύγωμεν τὰς εὐχροίας, εἰς ἡμᾶς αὐτοὺς βλέπωμεν. Μή σε νικησάτω κάλλους ἐπιθυμία, μηδὲ συναρπασθῇς σοῖς βλεφάροις, εἰ δυνατὸν, μέχρι καὶ παροράματος, τὴν Εὖαν ἐνθυμηθεὶς, τὸ γλυκὺ δέλεαρ, τὸ τιμώμενον φάρμακον. Πῶς γὰρ σώσει ῥᾳδίως ἡ ἀλλοτρία, ὃν ἀπώλεσεν ἡ ἰδία; Μὴ γλυκανθήτω σοι φάρυγξ, οὗ κατασύρεται πᾶν τὸ διδόμενον· καὶ πρὶν ληφθῆναι, τιμώμενον, μετὰ τὸ λαβεῖν ἀτιμάζεται. Ἡ ὄσφρησις ἐθήλυνέ σε; Φεῦγε τὰς εὐωδίας. Τῇ ἁφῇ κατεμαλακίσθης; Ἀπόταξαι ταῖς λειότησι, καὶ ταῖς ἁπαλότησιν. Ἡ ἀκοὴ παρέπεισε; Θὲς θύραν τοῖς ἀπατηλοῖς λόγοις καὶ περιέργοις. Ἄνοιγε σὸν στόμα λόγῳ Θεοῦ, ἵν᾿ ἑλκύσῃς Πνεῦμα, μὴ σπάσῃς θάνατον. Ὅταν τί σε δελεάζῃ τῶν ἀπειρημένων, μνήσθητι ὅστις ἦς, καὶ ὅθεν ἀπόλωλας. Ἐὰν μικρόν τι τοῦ λόγου παρεκτραπῇς, πρὸς ἑαυτὸν ἐπανάγου, πρὶν παντελῶς ἔξω πεσεῖν, καὶ κατενεχθῆναι πρὸς θάνατον, καὶ γενοῦ καινὸς ἀντὶ παλαιοῦ, καὶ ψυχῆς ἑόρταζε τὰ Ἐγκαίνια.

7. Ὁ θυμὸς ἔστω σοι κατὰ μόνου τοῦ ὄφεως, δι᾿ ὃν ἐξέπεσες. Τὸ ἐπιθυμητικὸν τετάσθω σοι πᾶν πρὸς Θεὸν, μὴ πρὸς ἄλλο τι τῶν ἐπιβούλων καὶ σφαλερῶν. Ὁ λογισμὸς πᾶσιν ἐπιστατείτω, καὶ μὴ καθελκέσθω τὸ κρεῖττον ὑπὸ τοῦ χείρονος. Μὴ μισήσῃς σου τὸν ἀδελφὸν, καὶ ταῦτα δωρεὰν, ὑπὲρ οὗ Χριστὸς ἀπέθανε, καὶ σὸς ἀδελφὸς ἐγένετο, Θεὸς ὢν καὶ Δεσπότης. Μὴ φθονήσῃς τῷ κατορθοῦντι, ὁ φθονηθεὶς, καὶ φθονεῖσθαι πεισθεὶς, καὶ διὰ τοῦτο κατενεχθείς. Μὴ ἀτιμάσῃς δάκρυον, ὁ πολλῶν ἄξια δακρύων πεπονθὼς, εἶτα ἠλεημένος. Μὴ ἀπώσῃ πένητα, ὁ πλουτήσας θεότητα· εἰ δ᾿ οὖν, ἀλλὰ μὴ πλουτήσῃς κατὰ τοῦ πένητος. Καὶ τοῦτο γὰρ πολὺ παρὰ τῶν ἀκορέστων. Μὴ ἀτιμάσῃς ξένον, ὑπὲρ οὗ Χριστὸς ἐξενίτευσεν, οὗ πάντες ἡμεῖς ξένοι καὶ πάροικοι, μὴ ἀποξενωθῇς τοῦ παραδείσου καθὼς τὸ πρότερον. Μετάδος τῷ δεομένῳ στέγης, σκέπης, τροφῆς, ὁ τούτοις ἐντρυφῶν, καὶ ὑπὲρ τὴν χρείαν. Μὴ ἀγαπήσῃς τὸν πλοῦτον, εἰ μὴ βοηθῇ πένησιν. Ἄφες, ὁ ἀφεθείς· ἐλέησον, ὁ ἠλεημένος· κτῆσαι τῷ φιλανθρώπῳ τὸ φιλάνθρωπον, ἕως καιρός· πᾶς ὁ βίος ἐγκαινιζέσθω σοι, πᾶσα πολιτείας ὁδός.

8. Αἱ ὑπὸ ζυγὸν, δότε τι καὶ Θεῷ· προσείληφθε γάρ. Αἱ παρθένοι, τὸ πᾶν Θεῷ· λέλυσθε γάρ. Μὴ γίνεσθε κλέπτριαι δούλης ἡδονῆς, φυγοῦσαι τὴν ἐλευθερίαν, ἐκ τοῦ συνοικεῖν, οὐκ ἀνδράσι μὲν, ἀνδράσι δ᾿ ὅμως. Οὐ δέχομαι κάμνειν ἀεὶ τοῖς τῆς ἡδονῆς ὑπομνήμασι· μισῶ καὶ τὴν δι᾿ ἀέρος συνήθειαν. Οἱ δυνάσται, φοβεῖσθε τὸν δυνατώτερον· οἱ τῶν ὑψηλῶν θρόνων, τὸν ὑψηλότερον. Μὴ θαυμάσῃς μηδὲν, ὃ μὴ παραμένει· μὴ παρίδῃς, ὃ μένει· μηδὲ περισφίγξῃς μηδὲν, ὃ διαῤῥεῖ κρατούμενον· μὴ ζηλώσῃς τι τῶν οὐ φθονουμένων, ἀλλὰ μισουμένων· μὴ ἐπαρθῇς μέγα, ἵνα μὴ μεῖζον κατενεχθῇς· μὴ φρόνει τῶν κακῶν φαίνεσθαι κρείττων· λυποῦ δὲ, τῶν ἀγαθῶν ἡττώμενος· μὴ γελάσῃς πτῶμα τοῦ πέλας· διάβαινε δὲ ἀσφαλῶς, ὅση σοι δύναμις, ἀλλὰ καὶ δίδου χεῖρα χαμαὶ κειμένῳ. Μήτε ἀθυμῶν, ἀπελπίσῃς εὐημερίαν· μήτε πράττων καλῶς, ἀθυμίαν. Εἷς ἐνιαυτὸς τέσσαρας ὥρας φέρει, καὶ μία ῥοπὴ καιροῦ, πολλὰς πραγμάτων μεταβολάς. Ἐπικοπτέτω σοι, μέριμνα μὲν ἡδονὴν, λύπην δὲ ἡ κρείττων ἐλπίς. Οὕτως ἐγκαινίζεται ἄνθρωπος, οὕτως τιμᾶται ἡ τῶν Ἐγκαινίων ἡμέρα, τοιαύτῃ τρυφῇ, τοιούτοις ἐδέσμασιν. Οὐκ ὀφθήσῃ, φησὶ, κενὸς ἐναντίον μου· ἀλλ᾿ εἴ τι καλὸν, μετὰ σεαυτοῦ φέρων. Νῦν δὲ ὄφθητι καινὸς, τρόπον ἕτερος, ὅλως ἠλλοιωμένος. Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν· ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά. Τοῦτο τῇ ἑορτῇ καρποφόρησον, τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν ἀλλοιώθητι· καὶ μηδὲ οὕτω μέγα φρονήσῃς, ἀλλὰ φθέγξαι τὸ τοῦ Δαβίδ. Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου, παρ᾿ οὗ πᾶν ἀνθρώποις τὸ κατορθούμενον. Οὐ βούλεταί σε ὁ λόγος ποτὲ ἐν ταυτῷ μένειν, ἀλλὰ ἀεικίνητον εἶναι, εὐκίνητον, πάντως νεόκτιστον· ἂν ἀμαρτάνῃς, ἐπιστρέφοντα· εἰ κατορθοῖς, ἐπιτείνοντα.

9. Χθὲς πίστιν εἶχες τὴν τῶν καιρῶν, σήμερον τὴν τοῦ Θεοῦ γνώρισον· μέχρι τίνος ἐπ᾿ ἀμφοτέραις χωλανεῖς ταῖς ἰγνύαις; μέχρι τίνος οἰκονομήσεις; Καὶ οἰκοδομῆσαί ποτε προθυμήθητι· χθὲς τὸ δοκεῖν τις ἐτίμας, σήμερον τὸ εἶναι προτίμησον· Μέχρι ποῦ τὰ ἐνύπνια; καὶ ἡ ἀλήθειά ποτε σπουδασθήτω σοι. Χθὲς ἦσθα θεατρικὸς, σήμερον φάνηθι θεωρητικός· χθὲς λοίδορος, ἰταμὸς, σήμερον εὔφημος, ἥμερος· χθὲς κωμαστὴς, σήμερον σωφρονιστής. Σήμερον οἰνοπότης, αὔριον ὑδροπότης. Σήμερον κατασπαταλῶν ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων, καὶ τὰ πρῶτα μύρα χριόμενος, αὔριον χαμεύνης καὶ ἄγρυπνος· ἀντὶ γελοιαστοῦ, σύννους· ἀντὶ καλλωπιστοῦ, δυσείμων· ἀντὶ γαύρου καὶ ἀλαζόνος, εὐτελὴς τὸ φαινόμενον· ἀντὶ χρυσορόφου, στενόχωρος· κάτω νεύων, ἀντὶ ὑψαύχενος. Ἐὰν οὕτω διανοῇ, καὶ οὕτω ποιῇς, ἔσται σοι ὁ οὐρανὸς καινὸς, καὶ ἡ γῆ καινὴ, τά τε ἄλλα καὶ τὸν τούτων

10. Ἀλλ᾿ ἀπίωμεν ἤδη, καὶ τῷ καιρῷ τὰ εἰκότα συνεορτάσοντες. Πάντα γὰρ εἰς καλὸν τῇ πανηγύρει συντρέχει καὶ συναγάλλεται· ἴδε γὰρ οἷα τὰ ὁρώμενα. Ἡ βασίλισσα τῶν ὡρῶν τῇ βασιλίδι τῶν ἡμερῶν πομπεύει, καὶ δωροφορεῖ παρ᾿ ἑαυτῆς πᾶν ὅ τι κάλλιστον καὶ τερπνότατον. Νῦν οὐρανὸς διαυγέστερος· νῦν ἥλιος ὑψηλότερος καὶ χρυσοειδέστερος· νῦν σελήνης κύκλος φανότερος, καὶ ἀστέρων χορὸς καθαρώτερος. Νῦν αἰγιαλοῖς μὲν κύματα σπένδεται, ἡλίῳ δὲ νέφος, ἀέρι δὲ ἄνεμοι, γῆ δὲ φυτοῖς, φυτὰ δὲ ὄψεσι. Νῦν πηγαὶ διαυγέστερον νάουσι· νῦν δὲ ποταμοὶ δαψιλέστερον, τῶν χειμερίων δεσμῶν λυθέντες. Καὶ λειμὼν εὐωδεῖ, καὶ φυτὸν βρύει, καὶ κείρεται πόα, καὶ ἄρνες ἐπισκιρτῶσι χλοεραῖς ταῖς ἀρούραις. Ἄρτι μὲν ναῦς ἐκ λιμένων ἀνάγεται σὺν κελεύσμασι, καὶ τούτοις ὡς τὰ πολλὰ φιλοθέοις, καὶ τῷ ἰστίῳ πτεροῦται· καὶ περισκιρτᾷ δελφὶς, ἀναφυσῶν ὡς ἥδιστον καὶ ἀναπεμπόμενος, καὶ παραπέμπει πλωτῆρας σὺν εὐθυμίᾳ. Ἄρτι δὲ γεωργὸς ἄροτρον πήγνυται, ἄνω βλέπων, καὶ τὸν καρποδότην ἐπικαλούμενος, καὶ ὑπὸ ζυγὸν ἄγει βοῦν ἀρότην, καὶ τέμνει γλυκεῖαν αὔλακα, καὶ ταῖς ἐλπίσιν εὐφραίνεται. Ἄρτι δὲ ποιμὴν καὶ βουκόλος ἀρμόζονται σύριγγας, καὶ νόμιον ἐμπνέουσι μέλος, καὶ φυτοῖς καὶ πέτραις ἐνεαρίζουσιν. Ἄρτι δὲ φυτὸν φυτουργὸς θεραπεύει, καὶ ἰξευτὴς καλάμους οἰκοδομεῖ, καὶ ὑποβλέπει πτόρθους, καὶ περιεργάζεται πτερὸν ὄρνιθος. Καὶ ἀλιεὺς βυθοὺς διορᾷ, καὶ δίκτυον ἀνακαθαίρει, καὶ πέτρας ὑπερκαθέζεται.

11. Ἄρτι μὲν ἡ φιλεργὸς μέλισσα, τὸ πτερὸν ἐκλύσασα, καὶ τῶν σίμβλων ἀπαναστᾶσα, τὴν ἑαυτῆς σοφίαν ἐπιδείκνυται, καὶ λειμῶνας ἐφίπταται, καὶ συλᾷ τὰ ἄνθη· καὶ ἡ μὲν φονεῖ τὰ κηρία, τὰς ἐξαγώνους καὶ ἀντιθέτους σύριγγας ἐξυφαίνουσα, καὶ τὰς εὐθείας ταῖς γωνίαις ἐπαλλάττουσα, ἔργον ὁμοῦ κάλλους καὶ ἀσφαλείας· ἡ δὲ τὸ μέλι ταῖς ἀποθήκαις ἐναποτίθεται, καὶ γεωργεῖ τῷ ξενίζοντι καρπὸν γλυκὺν καὶ ἀνήροτον. Ὡς ὄφελόν γε καὶ ἡμεῖς, ὁ Χριστοῦ μελισσὼν, καὶ τοιοῦτο λαβόντες σοφίας καὶ φιλοπονίας ὑπόδειγμ!α Ἄρτι δὲ καλιὰν ὄρνις πήγνυται, καὶ ὁ μὲν ἐπανέρχεται, ὁ δὲ εἰσοικίζεται, ὁ δὲ περιίπταται, καὶ καταφωνεῖ τὸ ἄλσος, καὶ περιλαλεῖ τὸν ἄνθρωπον. Πάντα Θεὸν ὑμνεῖ καὶ δοξάζει φωναῖς ἀλαλήτοις· ἐπὶ πᾶσι γὰρ εὐχαριστεῖται δι᾿ ἐμοῦ Θεός· καὶ οὕτως ὁ ἀκείνων ὕμνος, ἡμέτερος γίνεται, παρ᾿ ὧν ἐγὼ τὸ ὑμνεῖν λαμβάνω. Νῦν μὲν γελᾷ πᾶν ζώων γένος, καὶ πᾶσαν αἴσθησιν ἐστιώμεθα. Νῦν δὲ ὑψαύχην ἵππος καὶ ἀγέρωχος, τοῖς οἴκοις δυσχεραίνων, καὶ τὰ δεσμὰ τυραννήσας, κροαίνει κατὰ πεδίον, καὶ ποταμοῖς ὡραΐζεται.

12. Τί τἄλλα; Νῦν μάρτυρες αἰθριάζουσι, καὶ πομπεύουσι, καὶ λαμπροῖς τοῖς βήμασι συγκαλοῦσι λαὸν φιλόχριστον. καὶ τοὺς ἄθλους δημοσιεύουσι. Τούτων εἷς ἐστι καὶ ὁ ἐμὸς στεφανίτης (ἐμὸς γὰρ, εἰ καὶ μὴ παρ᾿ ἐμοὶ, πιπτέτω φθόνος, εἰδόσι λέγ)ω, Μάμας ὁ περιβόητος, καὶ ποιμὴν, καὶ μάρτυς· ὁ πρότερον μὲν τὰς ἐλάφους ἀμέλγων κατεπειγομένας ἀλλήλων, ἵνα ξένῳ γάλακτι τραφῇ δίκαιος· νῦν δὲ ποιμαίνων λαὸν μητροπόλεως, καὶ τὸ ἔαρ ἐγκαινίζων σήμερον ταῖς πολλαῖς χιλιάσι τῶν πανταχόθεν ἐπειγομένων, διάφορόν τε ἀρετῆς κάλλεσι, καὶ ποιμέσιν ἄξιον, καὶ λόγοις ἐπινικίοις. Ἔτι δὲ συντομώτερον εἰπεῖν, νῦν ἔαρ κοσμικὸν, ἔαρ πνευματικὸν, ἔαρ ψυχαῖς, ἔαρ σώμασιν, ἔαρ ὁρώμενον, ἔαρ ἀόρατον· οὗ κἀκεῖθεν μεταλάβοιμεν ἐνταῦθα καλῶς ἀμειφθέντες, καὶ καινοὶ πρὸς τὸν καινὸν βίον παραπεμφθείημεν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ πᾶσα δόξα, τιμὴ, καὶ κράτος σὺν ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν.



ΛΟΓΟΣ 45.


Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα.


1. Ἐπὶ τῆς φυλακῆς μου στήσομαι, φησὶν ὁ θαυμάσιος Ἀββακούμ. Κἀγὼ μετ᾿ αὐτοῦ σήμερον, τῆς δεδομένης μοι παρὰ τοῦ Πνεύματος ἐξουσίας καὶ θεωρίας, καὶ ἀποσκοπεύσω καὶ γνώσομαι, τί ὀφθήσεται, καὶ τί λαληθήσεταί μοι. Καὶ ἔστην, καὶ ἀπεσκόπευσα· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ τῶν νεφελῶν, καὶ οὗτος ὑψηλὸς σφόδρα· καὶ ἡ ὅρασις αὐτοῦ, ὡς ὅρασις ἀγγέλου· καὶ ἡ στολὴ αὐτοῦ, ὡς φέγγος ἀστραπῆς διερχομένης· καὶ ἐπῆρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ κατ᾿ ἀνατολὰς, καὶ ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ. Φωνὴ αὐτοῦ, ὡς φωνὴ σάλπιγγος· καὶ κύκλῳ αὐτοῦ, ὡς πλῆθος οὐρανίου στρατιᾶς, καὶ εἶπε· Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅσος τε ὁρατὸς, καὶ ὅσος ἀόρατος. Χριστὸς ἐκ νεκρῶν, συνεγείρεσθε· Χριστὸς εἰς ἑαυτὸν, ἐπανέρχεσθε· Χριστὸς ἐκ τάφων, ἐλευθερώθητε τῶν δεσμῶν τῆς ἁμαρτίας. Πύλαι ᾅδου ἀνοίγονται, καὶ θάνατος καταλύεται, καὶ ὁ παλαιὸς Ἀδὰμ ἀποτίθεται, καὶ ὁ νέος συμπληροῦται· εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις, ἀνακαινίζεσθε. Ταῦτα ὁ μὲν ἔλεγεν· οἱ δὲ ἀνύμνουν, ὅπερ καὶ πρότερον, ἡνίκα ἡμῖν ἐπεφάνη Χριστὸς διὰ τῆς κάτω γεννήσεως, τὸ, δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία. Μεθ᾿ ὧν καὶ αὐτὸς ἐν ὑμῖν ταῦτα φθέγγομαι· εἴη δὲ καὶ φωνὴν λαβεῖν τῆς ἀγγελικῆς ἀξίαν, καὶ πάντα περιηχοῦσαν τὰ πέρατα.

2. Πάσχα Κυρίου, Πάσχα, καὶ πάλιν ἐρῶ Πάσχα, τιμῇ τῆς Τριάδος. Αὕτη ἑορτῶν ἡμῖν ἑορτὴ, καὶ πανήγυρις πανηγύρεων, τοσοῦτον ὑπεραίρουσα πάσας, οὐ τὰς ἀνθρωπικὰς μόνον καὶ χαμαὶ ἐρχομένας, ἀλλ᾿ ἤδη καὶ τὰς αὐτοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ τελουμένας, ὅσον ἀστέρας ἥλιος. Καλὴ μὲν καὶ ἡ χθὲς ἡμῖν λαμπροφορία καὶ φωταγωγία, ἣν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ συνεστησάμεθα, πᾶν γένος ἀνθρώπων μικροῦ καὶ ἀξία πᾶσα, δαψιλεῖ τῷ πυρὶ τὴν νύκτα καταφωτίζοντες, καὶ τοῦ μεγάλου φωτὸς ἀντίτυπος, ὅσον τε οὐρανὸς ἄνωθεν φρυκτωρεῖ, κόσμον ὅλον αὐγάζων τοῖς παρ᾿ ἑαυτοῦ κάλλεσι, καὶ ὅσον ὑπερουράνιον, ἔν τε ἀγγέλοις τῇ πρώτῃ φωτεινῇ φύσει μετὰ τὴν πρώτην, τῷ ἐκεῖθεν πηγάζεσθαι, καὶ ὅσον ἐν τῇ Τριάδι, παρ᾿ ἧς φῶς ἅπαν συνέστηκεν, ἐξ ἀμερίστου φωτὸς μεριζόμενον καὶ τιμώμενον. Καλλίων δὲ ἡ σήμερον, καὶ περιφανεστέρα. Ὅσῳ χθὲς μὲν πρόδρομον ἦν τοῦ μεγάλου φωτὸς ἀνισταμένου τὸ φῶς, καὶ οἷον εὐφροσύνη τις προεόρτιος. Σήμερον δὲ τὴν ἀνάστασιν αὐτὴν ἑορτάζομεν, οὐκ ἔτι ἐλπιζομένην, ἀλλ᾿ ἤδη γεγενημένην, καὶ κόσμον ὅλον ἑαυτῇ συνάγουσαν. Ἄλλος μὲν οὖν ἄλλο τι τῷ καιρῷ καρποφορείτω, καὶ δωροφορείτω δῶρον ἑόρτιον, ἢ μικρὸν, ἢ μεῖζον, τῶν πνευματικῶν τε καὶ Θεῷ φίλων, ὅπως ἂν ἕκαστος ἔχῃ δυνάμεως. Τῆς γὰρ ἀξίας, μόλις ἂν καὶ ἄγγελοι τύχοιεν, οἱ πρῶτοι, καὶ νοεροὶ, καὶ καθαροὶ, καὶ τῆς ἄνω δόξης ἐπόπται καὶ μάρτυρες· εἴπερ καὶ τούτοις τὸ πᾶν ἐφικτὸν τῆς ὑμνήσεως. Ἡμεῖς δὲ λόγον εἰσοίσομεν, ὧν ἔχομεν τὸ κάλλιστόν τε καὶ τιμιώτατον, ἄλλως τε καὶ Λόγον ὑμνοῦντες, ἐπ᾿ εὐεργεσίᾳ τῆς λογικῆς φύσεως. Ἄρξομαι δὲ ἐντεῦθεν. Οὐδὲ γὰρ ἀνέχομαι, τοὺς περὶ τοῦ μεγάλου θύματος καὶ τῆς μεγίστης ἡμερῶν θύων λόγους, μὴ πρὸς Θεὸν ἀναδραμεῖν, κἀκεῖθεν ποιήσασθαι τὴν ἀρχήν. Καί μοι καθήρασθε καὶ νοῦν, καὶ ἀκοὴν, καὶ διάνοιαν, ὅσοι τρυφᾶτε τὰ τοιαῦτα (ἐπειδὴ περὶ Θεοῦ καὶ θεῖος ὁ λόγο)ς, ἵν᾿ ἀπέλθητε τρυφήσαντες ὄντως τὰ μὴ κενούμενα. Ἔσται δὲ ὁ αὐτὸς πληρέστατός τε ἅμα καὶ συντομώτατος, ὡς μήτε τῷ ἐνδεεῖ λυπεῖν, μήτε ἀηδὴς εἶναι διὰ τὸν κόρον.

3. Θεὸς ἦν μὲν ἀεὶ, καὶ ἔστι, καὶ ἔσται· μᾶλλον δὲ, ἔστιν ἀεί. Τὸ γὰρ ἦν, καὶ ἔσται, τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς χρόνου τμήματα, καὶ τῆς ῥευστῆς φύσεως· ὁ δὲ ὢν ἀεὶ, καὶ τοῦτο αὐτὸς ἑαυτὸν ὀνομάζει, τῷ Μωϋσεῖ χρηματίζων ἐπὶ τοῦ ὄρους. Ὅλον γὰρ ἐν ἑαυτῷ συλλαβὼν ἔχει τὸ εἶναι, μήτε ἀρξάμενον, μήτε παυσόμενον, οἷόν τι πέλαγος οὐσίας ἄπειρον καὶ ἀόριστον, πᾶσαν ὑπερεκπίπτον ἔννοιαν, καὶ χρόνου, καὶ φύσεως· νῷ μόνῳ σκιαγραφούμενος, καὶ τούτῳ λίαν ἀμυδρῶς καὶ μετρίως, οὐκ ἐκ τῶν κατ᾿ αὐτὸν, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν περὶ αὐτὸν, ἄλλης ἐξ ἄλλου φαντασίας συλλεγομένης, εἰς ἕν τι τῆς ἀληθείας ἴνδαλμα, πρὶν κρατηθῆναι φεῦγον, καὶ πρὶν νοηθῆναι διαδιδράσκον· τοσαῦτα περιλάμπον ἡμῶν τὸ ἡγεμονικὸν, καὶ ταῦτα κεκαθαρμένον, ὅσα καὶ ὄψιν, ἀστραπῆς τάχος οὐχ ἱσταμένης· ἐμοὶ δοκεῖν, ἵνα τῷ ληπτῷ μὲν ἕλκῃ πρὸς ἑαυτὸ (τὸ γὰρ τελέως ἄληπτον, ἀνέλπιστον καὶ ἀνεπιχείρητον)· τῷ δὲ ἀλήπτῳ, θαυμάζηται· θαυμαζόμενον δὲ, ποθῆται πλέον· ποθούμενον δὲ, καθαίρῃ· καθαῖρον δὲ, θεοειδεῖς ἐργάζηται· τοιούτοις δὲ γενομένοις, ὡς οἰκείοις ἤδη προσομιλῇ (τολμᾷ τι νεανικὸν ὁ λόγο)ς· Θεὸς θεοῖς ἑνούμενός τε καὶ γνωριζόμενος· καὶ τοσοῦτον ἴσως, ὅσον ἤδη γινώσκει τοὺς γινωσκομένους. Ἄπειρον οὖν τὸ θεῖον καὶ δυσθεώρητον· καὶ τοῦτο πάντη καταληπτὸν αὐτοῦ μόνον, ἡ ἀπειρία· κἄν τις οἴηται τῷ ἁπλῆς εἶναι φύσεως, ἢ ὅλον ἄληπτον εἶναι, ἢ τελέως ληπτόν. Τί γὰρ ὂν ἁπλῆς ἐστι φύσεως, ἐπιζητήσωμεν. Οὐ γὰρ δὴ τοῦτο φύσις αὐτῷ, ἡ ἁπλότης· εἴπερ μηδὲ τοῖς συνθέτοις, τὸ εἶναι μόνον συνθέτοις.

4. Διχῆ δὲ τοῦ ἀπείρου θεωρουμένου, κατά τε ἀρχὴν καὶ τέλος (τὸ γὰρ ὑπὲρ ταῦτα, καὶ μὴ ἐν τούτοις, ἄπειρον), ὅταν μὲν εἰς τὸν ἄνω βυθὸν ὁ νοῦς ἀποβλέψῃ, οὐκ ἔχων ὅποι στῇ καὶ ἀπερείσηται ταῖς περὶ Θεοῦ φαντασίαις, τὸ ἐνταῦθα ἄπειρον καὶ ἀνέκβατον, ἄναρχον προσηγόρευσεν· ὅταν δὲ εἰς τὸν κάτω, καὶ τὰ ἑξῆς, ἀθάνατον καὶ ἀνώλεθρον· ὅταν δὲ συνέλῃ τὸ πᾶν, αἰώνιον. Αἰὼν γὰρ, οὔτε χρόνος, οὔτε χρόνου τι μέρος· οὐδὲ γὰρ μετρητόν· ἀλλ᾿ ὅπερ ἡμῖν ὁ χρόνος, ἡλίου φορᾷ μετρούμενος, τοῦτο τοῖς ἀιδίοις αἰὼν, τὸ συμπαρεκτεινόμενον τοῖς οὖσιν, οἷόν τι χρονικὸν κίνημα καὶ διάστημα. Ταῦτά μοι περὶ Θεοῦ πεφιλοσοφήσθω τανῦν. Οὐδὲ γὰρ ὑπὲρ ταῦτα καιρὸς, ὅτι μὴ θεολογία τὸ προκείμενον ἡμῖν, ἀλλ᾿ οἰκονομία. Θεοῦ δὲ ὅταν εἴπω, λέγω Πατρὸς, καὶ Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος· οὔτε ὑπὲρ ταῦτα τῆς θεότητος χεομένης, ἵνα μὴ δῆμον θεῶν εἰσαγάγωμεν· οὔτε ἐντὸς τούτων ὁριζομένης, ἵνα μὴ πενίαν θεότητος κατακριθῶμεν, ἣ διὰ τὴν μοναρχίαν Ἰουδαΐζοντες, ἢ διὰ τὴν ἀφθονίαν Ἑλληνίζοντες. Τὸ γὰρ κακὸν ἐν ἁμφοτέροις ὅμοιον, κἂν ἐν τοῖς ἐναντίοις εὑρίσκηται. Οὕτω μὲν οὖν τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων, ἂ καὶ τοῖς σεραφὶμ συγκαταλύπτεται, καὶ δοξάζεται τρισὶν ἁγιασμοῖς, εἰς μίαν συνιοῦσι κυριότητα καὶ θεότητα· ὅπερ καὶ ἄλλῳ τινὶ τῶν πρὸ ἡμῶν πεφιλοσόφηται κάλλιστά τε καὶ ὑψηλότατα.

5. Ἐπεὶ δὲ οὐκ ἤρκει τῇ ἀγαθότητι τοῦτο, τὸ κινεῖσθαι μόνον τῇ ἑαυτῆς θεωρίᾳ, ἀλλ᾿ ἔδει χεθῆναι τὸ ἀγαθὸν καὶ ὁδεῦσαι, ὡς πλείονα εἶναι τὰ εὐεργετούμενα (τοῦτο γὰρ τῆς ἄκρας ἦν ἀγαθότητο)ς· πρῶτον μὲν ἐννοεῖ τὰς ἀγγελικὰς δυνάμεις καὶ οὐρανίους· καὶ τὸ ἐννόημα ἔργον ἦν, Λόγῳ συμπληρούμενον, καὶ Πνεύματι τελειούμενον· καὶ οὕτως ὑπέστησαν λαμπρότητες δεύτεραι, λειτουργοὶ τῆς πρώτης λαμπρότητος, εἴτε νοερὰ πνεύματα, εἴτε πῦρ, οἷον ἄϋλον καὶ ἀσώματον, εἴτε τινὰ φύσιν ἄλλην ὅτι ἐγγυτάτω τῶν εἰρημένων, ταύτας ὑποληπτέον. Βούλομαι μὲν εἰπεῖν, ὅτι ἀκινήτους πρὸς τὸ κακὸν, καὶ μόνην ἐχούσας τὴν τοῦ καλοῦ κίνησιν, ἅτε περὶ Θεὸν οὔσας, καὶ τὰ πρῶτα ἐκ Θεοῦ λαμπομένας (τὰ γὰρ ἐνταῦθα δευτέρας ἐλλάμψεω)ς· πείθει δέ με, μὴ ἀκινήτους, ἀλλὰ δυσκινήτους, καὶ ὑπολαμβάνειν ταύτας καὶ λέγειν, ὁ διὰ τὴν λαμπρότητα Ἑωσφόρος, σκότος διὰ τὴν ἔπαρσιν καὶ γενόμενος καὶ λεγόμενος, αἵ τε ὑπ᾿ αὐτὸν ἀποστατικαὶ δυνάμεις, δημιουργοὶ τῆς κακίας τῇ τοῦ καλοῦ φυγῇ, καὶ ἡμῖν πρόξενοι.

6. Οὕτω μὲν οὖν ὁ νοητὸς αὐτῷ καὶ διὰ ταῦτα ὑπέστη κόσμος, ὡς ἐμὲ γοῦν περὶ τούτων φιλοσοφῆσαι, μικρῷ λόγῳ τὰ μεγάλα σταθμώμενον. Ἐπεὶ δὲ τὰ πρῶτα καλῶς εἶχεν αὐτῷ, δεύτερον ἐννοεῖ κόσμον, ὑλικὸν καὶ ὁρώμενον· καὶ οὗτός ἐστι, τὸ ἐξ οὐρανοῦ, καὶ γῆς, καὶ τῶν ἐν μέσῳ σύστημά τε καὶ σύγκριμα· ἐπαινετὸν μὲν τῆς καθ᾿ ἕκαστον εὐφυΐας, ἀξιεπαινετώτερον δὲ τῆς ἐξ ἁπάντων εὐαρμοστίας καὶ συμφωνίας, ἄλλου πρὸς ἄλλο τι καλῶς ἔχοντος, καὶ πάντων πρὸς ἅπαντα, εἰς ἑνὸς κόσμου συμπλήρωσιν· ἵνα δείξῃ, μὴ μόνον οἰκείαν ἑαυτῷ φύσιν, ἀλλὰ καὶ πάντη ξένην ὑποστήσασθαι δυνατὸς ὤν. Οἰκεῖον μὲν γὰρ θεότητος, αἱ νοεραὶ φύσεις, καὶ νῷ μόνῳ ληπταί· ξένον δὲ παντάπασιν, ὅσαι ὑπὸ τὴν αἴσθησιν· καὶ τούτων αὐτῶν ἔτι ποῤῥωτέρω, ὅσαι παντελῶς ἄψυχοι καὶ ἀκίνητοι.

7. Νοῦς μὲν οὖν ἤδη καὶ αἴσθησις, οὕτως ἀπ᾿ ἀλλήλων διακριθέντα, τῶν ἰδίων ὅρων ἐντὸς εἱστήκεισαν, καὶ τὸ τοῦ δημιουργοῦ Λόγου μεγαλεῖον ἐν ἑαυτοῖς ἔφερον, σιγῶντες ἐπαινέται τῆς μεγαλουργίας, καὶ διαπρύσιοι κήρυκες. Οὔπω δὲ ἦν κρᾶμα ἐξ ἀμφοτέρων, οὐδέ τις μίξις τῶν ἐναντίων, σοφίας μείζονος γνώρισμα καὶ τῆς περὶ τὰς φύσεις πολυτελείας· οὐδὲ ὁ πᾶς πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος γνώριμος. Τοῦτο δὴ βουληθεὶς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καὶ ζῶον ἑν ἐξ ἀμφοτέρων, ἀοράτου τε λέγω καὶ ὁρατῆς φύσεως, δημιουργεῖ, τὸν ἄνθρωπον· καὶ παρὰ μὲν τῆς ὕλης λαβὼν τὸ σῶμα ἤδη προϋποστάσης, παρ᾿ ἑαυτοῦ δὲ πνοὴν ἐνθεὶς (ὃ δὴ νοερὰν ψυχὴν καὶ εἰκόνα Θεοῦ οἶδεν ὁ λόγο)ς, οἷόν τινα κόσμον ἕτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπὶ τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητὴν μικτὸν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπὶ γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν, ἐπίγειον καὶ οὐράνιον, πρόσκαιρον καὶ ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ νοούμενον, μέσον μεγέθους καὶ ταπεινότητος, τὸν αὐτὸν πνεῦμα καὶ σάρκα· πνεῦμα διὰ τὴν χάριν, σάρκα διὰ τὴν ἔπαρσιν· τὸ μὲν, ἵνα μένῃ, καὶ δοξάζῃ τὸν εὐεργέτην· τὸ δὲ, ἵνα πάσχῃ, καὶ πάσχων ὑπομιμνήσκηται, καὶ παιδεύηται τῷ μεγέθει φιλοτιμούμενος· ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον, καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καὶ πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον. Εἰς τοῦτο γὰρ ἐμοὶ φέρει τὸ μέτριον ἐνταῦθα φέγγος τῆς ἀληθείας, λαμπρότητα Θεοῦ καὶ ἰδεῖν καὶ παθεῖν ἀξίαν τοῦ καὶ συνδήσαντος, καὶ λύσοντος, καὶ αὖθις συνδήσοντος ὑψηλότερον.

8. Τοῦτον ἔθετο μὲν ἐν τῷ παραδείσῳ, ὅστις ποτὲ ἦν ὁ παράδεισος οὗτος, τῷ αὐτεξουσίῳ τιμήσας, ἵν᾿ ᾖ τοῦ ἑλομένου τὸ ἀγαθὸν οὐχ ἧττον ἢ τοῦ παρασχόντος τὰ σπέρματα, φυτῶν ἀθανάτων γεωργὸν, θείων ἐννοιῶν ἴσως, τῶν τε ἀπλουστέρων, καὶ τῶν τελεωτέρων, γυμνὸν τῇ ἁπλότητι, καὶ ζωῇ τῇ ἀτέχνῳ, καὶ δίχα παντὸς ἐπικαλύμματος καὶ προβλήματος· τοιοῦτον γὰρ ἔπρεπεν εἶναι τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς· καὶ δίδωσι νόμον, ὕλην τῷ αὐτεξουσίῳ. Ὁ δὲ νόμος ἦν ἐντολὴ, ὧν τε μεταληπτέον αὐτῷ φυτῶν, καὶ οὗ μὴ προσαπτέον. Τὸ δὲ ἦν, τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, οὔτε φυτευθὲν ἀπ᾿ ἀρχῆς κακῶς, οὔτε ἀπαγορευθὲν φθονερῶς (μὴ πεμπέτωσαν ἐκεῖ τὰς γλώςσας οἱ θεομάχοι, μηδὲ τὸν ὄφιν μιμείσθωσαν)· ἀλλὰ καλὸν μὲν εὐκαίρως μεταλαμβανόμενον (θεωρία γὰρ ἦν τὸ φυτὸν, ὡς ἡ ἐμὴ θεωρία, ἧς μόνοις ἐπιβαίνειν ἀσφαλὲς, τοῖς τὴν ἕξιν τελεωτέροις, οὐ καλὸν δὲ τοῖς ἁπλουστέροις ἔτι, καὶ τὴν ἔφεσιν λιχνοτέροις· ὥσπερ οὐδὲ τροφὴ τελεία λυσιτελὴς τοῖς ἁπαλοῖς ἔτι, καὶ δεομένοις γάλακτος. Ἐπεὶ δὲ φθόνῳ διαβόλου, καὶ γυναικὸς ἐπηρείᾳ, ἥν τε ἔπαθεν, ὡς ἁπαλωτέρα, καὶ ἣν προσήγαγεν, ὡς πιθανωτέρα (φεῦ τῆς ἐμῆς ἀσθενεία!ς ἐμὴ γὰρ ἡ τοῦ προπάτορο)ς, τῆς μὲν ἐντολῆς ἐπελάθετο τῆς δοθείσης, καὶ ἡττήθη τῆς μικρᾶς γεύσεως· ὁμοῦ δὲ τοῦ τῆς ζωῆς ξύλου, καὶ τοῦ παραδείσου, καὶ τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν κακίαν ἐξόριστος γίνεται, καὶ τοὺς δερματίνους ἀμφιέννυται χιτῶνας, ἴσως τὴν παχυτέραν σάρκα, καὶ θνητὴν, καὶ ἀντίτυπον· καὶ τοῦτο πρῶτον γινώσκει τὴν ἰδίαν αἰσχύνην, καὶ ἀπὸ Θεοῦ κρύπτεται. Κερδαίνει μέν τι κἀνταῦθα, τὸν θάνατον, καὶ τὸ διακοπῆναι τὴν ἁμαρτίαν, ἵνα μὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν. Καὶ γίνεται φιλανθρωπία, ἡ τιμωρία. Οὕτω γὰρ πείθομαι κολάζειν Θεόν.

9. Πολλοῖς δὲ παιδευθεὶς πρότερον ἀντὶ πολλῶν τῶν ἁμαρτημάτων, ὧν ἡ τῆς κακίας ῥίζα ἐβλάστησε, κατὰ διαφόρους αἰτίας καὶ χρόνους, λόγῳ, νόμῳ, προφήταις, εὐεργεσίαις, ἀπειλαῖς, πληγαῖς, ὕδασιν, ἐμπρησμοῖς, πολέμοις, νίκαις, ἥτταις, σημείοις ἐξ οὐρανοῦ, σημείοις ἐξ ἀέρος, ἐκ γῆς, ἐκ θαλάττης, ἀνδρῶν, πόλεων, ἐθνῶν, ἀνελπίστοις μεταβολαῖς, ὑφ᾿ ὧν ἐκτριβῆναι τὴν κακίαν τὸ σπουδαζόμενον ἦν· τέλος, ἰσχυροτέρου δεῖται φαρμάκου ἐπὶ δεινοτέροις τοῖς ἀῤῥωστήμασιν, ἀλληλοφονίαις, μοιχείαις, ἐπιορκίαις, ἀνδρομανίαις, τὸ πάντων ἔσχατον τῶν κακῶν καὶ πρῶτον, εἰδωλολατρίαις, καὶ τῇ μεταθέσει τῆς προσκυνήσεως ἀπὸ τοῦ πεποιηκότος ἐπὶ τὰ κτίσματα. Ταῦτα, ἐπειδὴ μείζονος ἐδεῖτο τοῦ βοηθήματος, μείζονος καὶ τυγχάνει. Τὸ δὲ ἦν, αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, ὁ προαιώνιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀπερίληπτος, ὁ ἀσώματος, ἡ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἀρχὴ, τὸ ἐκ τοῦ φωτὸς φῶς, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας, τὸ ἐκμαγεῖον τοῦ ἀρχετύπου, ἡ μὴ κινουμένη σφραγὶς, ἡ ἀπαράλλακτος εἰκὼν, ὁ τοῦ Πατρὸς ὅρος καὶ λόγος, ἐπὶ τὴν ἰδίαν εἰκόνα χωρεῖ, καὶ σάρκα φορεῖ διὰ τὴν σάρκα, καὶ ψυχῇ νοερᾷ διὰ τὴν ἐμὴν ψυχὴν μίγνυται, τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον ἀνακαθαίρων. καὶ πάντα γίνεται, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, ἄνθρωπος· κυηθεὶς μὲν ἐκ τῆς Παρθένου, καὶ ψυχὴν καὶ σάρκα προκαθαρθείσης τῷ Πνεύματι (ἔδει γὰρ, καὶ γέννησιν τιμηθῆναι, καὶ παρθενίαν προτιμηθῆνα)ι, προελθὼν δὲ Θεὸς μετὰ τῆς προσλήψεως, ἑν ἐκ δύο τῶν ἐναντίων, σαρκὸς καὶ πνεύματος, ὧν τὸ μὲν ἐθέωσε, τὸ δὲ ἐθεώθη. Ὢ τῆς καινῆς μίξεω!ς Ὢ τῆς παραδόξου κράσεω!ς Ὁ ὤν, γίνεται· καὶ ὁ ἄκτιστος, κτίζεται· καὶ ὁ ἀχώρητος, χωρεῖται, διὰ μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτευούσης θεότητι καὶ σαρκὸς παχύτητι· καὶ ὁ πλουτίζων, πτωχεύει· πτωχεύει γὰρ τὴν ἐμὴν σάρκα, ἵν᾿ ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης, κενοῦται· κενοῦται γὰρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρὸν, ἵν᾿ ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; τί τὸ περὶ ἐμὲ τοῦτο μυστήριον; Μετέλαβον τῆς εἰκόνος, καὶ οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκὸς, ἵνα καὶ τὴν εἰκόνα σώσῃ, καὶ τὴν σάρκα ἀθανατίσῃ. Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολὺ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν· ὅσῳ τότε μὲν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δὲ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος. Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον.

10. Ἀλλὰ τί τούτων ἡμῖν, τάχα ἂν εἴποι τις τῶν λίαν φιλεόρτων καὶ θερμοτέρων; Κέντει τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν· τὰ τῆς ἑορτῆς ἡμῖν φιλοσόφει, καὶ οἷς προκαθεζόμεθα σήμερον. Τοῦτο δὴ καὶ ποιήσω, καὶ εἰ μικρὸν ἄνωθεν ἠρξάμην, οὕτω τοῦ λόγου καὶ τοῦ πόθου βιασαμένων. Οὐ χεῖρον δὲ ἴσως τοῖς φιλομαθέσι καὶ φιλοκάλοις περὶ τῆς προςηγορίας αὐτῆς τοῦ Πάσχα βραχέα διαλαβεῖν. Γένοιτο γὰρ ἂν οὐ φαῦλον τοῦτο ταῖς ἀκοαῖς ἐπεισόδιον. Τὸ Πάσχα τοῦτο, τὸ μέγα τε καὶ σεβάσμιον, Φάσκα τοῖς Ἑβραίοις προσαγορεύεται, κατὰ τὴν ἐκείνων φωνήν· δηλοῖ δὲ ἡ φωνὴ τὴν διάβασιν· ἱστορικῶς μὲν, διὰ τὴν ἐξ Αἰγύπτου πρὸς τὴν Χαναναίαν φυγὴν καὶ μετανάστασιν· πνευματικῶς δὲ, διὰ τὴν ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω, καὶ τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας πρόοδον καὶ ἀνάβασιν. Ὅπερ δὲ πολλαχοῦ τῆς Γραφῆς συμβὰν εὕρομεν, ἀπὸ τῶν ἀσαφεστέρων μεταποιηθέντα τινὰ τῶν ὀνομάτων ἐπὶ τὸ σαφέστερον, ἢ τῶν ἀγροικοτέρων ἐπὶ τὸ εὐσχημονέστερον, τοῦτο κἀνταῦθα τεθεωρήκαμεν. Τοῦ γὰρ σωτηρίου πάθους ὄνομα τοῦτο εἶναί τινες νομίσαντες, εἶτα ἐξελληνίζοντες τὴν φωνὴν, κατὰ τὴν τοῦ φῖ πρὸς τὸ πῖ, καὶ τοῦ κάππα πρὸς τὸ χῖ μεταποίησιν, Πάσχα τὴν ἡμέραν προσηγορεύκασιν. Παραλαβοῦσα δὲ ἡ συνήθεια τὴν φωνὴν, ἰσχυροτέραν ἐποίησε, προστρεχούσης τῆς τῶν πολλῶν ἀκοῆς, ὡς εὐσεβεστέρῳ τῷ ῥήματι.

11. Πάντα μὲν οὖν τὸν νόμον, σκιὰν εἶναι τῶν μελλόντων καὶ νοουμένων, ὁ θεῖος Ἀπόστολος πρὸ ἡμῶν ἀπεφήνατο. Καὶ ὁ χρηματίσας πρὸ τούτου τῷ Μωϋσεῖ Θεὸς, ἡνίκα περὶ τούτων ἐνομοθέτει· Ὅρα γὰρ, φησὶ, ποιήσεις πάντα κατὰ τὸν τύπον τὸν δειχθέντα σοι ἐν τῷ ὄρει· σκιαγραφίαν τινὰ καὶ προχάραγμα τῶν ἀοράτων παραδεικνὺς τὰ ὁρώμενα. Καὶ πείθομαι, μηδὲν εἰκῆ, μηδὲ ἀλογίστως, μηδὲ χαμερπῶς τούτων διατετάχθαι, μηδὲ ἀναξίως τῆς τοῦ Θεοῦ νομοθεσίας, καὶ τῆς Μωϋσέως ὑπουργίας· εἰ καὶ χαλεπὸν ἑκάστῃ τῶν σκιῶν, ἑκάστην ἐφευρεῖν θεωρίαν εἰς λεπτὸν καταβαίνοντα, ὅσα τε περὶ τῆς σκηνῆς αὐτῆς, καὶ μέτρων, καὶ ὕλης, καὶ τῶν αἰρόντων ταῦτα Λευιτῶν τε καὶ λειτουργῶν, ὅσα τε περὶ θυσιῶν, καὶ καθαρσίων, καὶ ἀφαιρεμάτων νενομοθέτηται· καὶ μόνοις εἶναι θεωρητὰ τοῖς κατὰ Μωϋσέα τὴν ἀρετὴν, ἢ ὅτι ἐγγυτάτω τῆς ἐκείνου παιδεύσεως. Ἐπεὶ καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ὄρει Θεὸς ἀνθρώποις φαντάζεται, τὸ μέν τι καταβαίνων αὐτὸς τῆς οἰκείας περιωπῆς, τὸ δὲ ἡμᾶς ἀνάγων ἐκ τῆς κάτωθεν ταπεινώσεως, ἵνα χωρηθῇ μετρίως γοῦν θνητῇ φύσει, καὶ ὅσον ἀσφαλὲς, ὁ ἀχώρητος. Οὐ γὰρ οἷόν τε ἄλλως ἐν περινοίᾳ Θεοῦ γενέσθαι σώματος ὑλικοῦ καὶ δεσμίου νοῦ πάχος μὴ βοηθούμενον. Τότε τοίνυν, οὐ πάντες τῆς αὐτῆς ἀξιωθέντες φαίνονται τάξεώς τε καὶ στάσεως· ἀλλ᾿ ὁ μὲν τῆς, ὁ δὲ τῆς, πρὸς μέτρον, οἶμαι, τῆς ἑαυτοῦ καθάρσεως ἕκαστος· οἱ δὲ καὶ παντάπασιν ἀπεληλαμένοι, καὶ μόνης ἀκούειν τῆς ἄνωθεν φωνῆς συγχωρούμενοι, ὅσοι θηριώδεις τὸν τρόπον, καὶ θείων μυστηρίων ἀνάξιοι.

12. Ὅμως δὲ μέσην χωροῦντες ἡμεῖς τῶν τε πάντη παχυτέρων τὴν διάνοιαν, καὶ τῶν ἄγαν θεωρητικῶν τε καὶ ἀνηγμένων, ἵνα μήτε παντελῶς ἀργοὶ καὶ ἀκίνητοι μένωμεν, μήτε περιεργότεροι τοῦ δέοντος ὦμεν, καὶ τῶν προκειμένων ἔκπτωτοι καὶ ἀλλότριοι (τὸ μὲν γὰρ Ἰουδαικόν πως καὶ ταπεινὸν, τὸ δὲ ὀνειροκριτικὸν, καὶ ὁμοίως ἀμφότερα κατεγνωσμέν)α· οὕτω περὶ τούτων διαλεξόμεθα, κατὰ τὸ ἡμῖν ἐφικτὸν, καὶ οὐ λίαν ἔκτοπον, οὐδὲ τοῖς πολλοῖς καταγέλαστον. Ἡγούμεθα γὰρ, ἐπειδὴ πεσόντας ἡμᾶς ἐκ τῆς ἁμαρτίας τὸ ἀπ᾿ ἀρχῆς, καὶ διὰ τῆς ἡδονῆς κλαπέντας μέχρις εἰδωλολατρείας, καὶ τῶν ἀθέσμων αἱμάτων, ἔδει πάλιν ἀνακληθῆναι, καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον ἐπαναχθῆναι, διὰ σπλάγχνα ἐλέους Θεοῦ Πατρὸς ἡμῶν, οὐκ ἀνασχομένου ζημιωθῆναι τοσοῦτον ἔργον τῆς οἰκείας χειρὸς τὸν ἄνθρωπον. Πῶς οὖν ἀναπλασθῆναι, καὶ τί γενέσθαι; Τὸ μὲν σφοδρὸν τῆς ἰατρείας ἀποδοκιμασθῆναι, ὡς οὔτε πεῖσον, καὶ προσπλῆξαι δυνάμενον, διὰ τὴν ἐκ τοῦ χρόνου φυσίωσιν, τῷ δὲ ἡμέρῳ καὶ φιλανθρώπῳ τῆς θεραπείας οἰκονομηθῆναι πρὸς ἐπανόρθωσιν. Μηδὲ γὰρ ἂν πτόρθον λοξὸν ἐνεγκεῖν ἀθρόαν μετάκλισιν καὶ βίαν χειρὸς ἀπευθυνούσης (θᾶττον μέν τ᾿ ἂν πληγῆναι, ἢ ὀρθωθῆνα)ι, μήτε ἵππον θερμὸν καὶ ὑπερήλικα χαλινοῦ τυραννίδα, δίχα τινὸς κολακείας καὶ ποππυσμάτων. Διὰ τοῦτο δίδοται νόμος ἡμῖν εἰς βοήθειαν, οἷόν τι διατείχισμα, μέσον Θεοῦ καὶ εἰδώλων, τῶν μὲν ἀπάγων ἡμᾶς, πρὸς δὲ τὸν ἐπανάγων. Καὶ συγχωρεῖ τι μικρὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἵνα τὸ μεῖζον λάβῃ. Συγχωρεῖ τὰς θυσίας τέως, ἵν᾿ ἐγκαταστήσῃ Θεόν· ἔπειτα, ἡνίκα καιρὸς, καταλύσῃ καὶ τὰς θυσίας, σοφῶς ὑπαλλάττων ἡμᾶς ταῖς κατὰ μικρὸν ὑφαιρέσεσι, καὶ μετάγων ἐπὶ τὸ Εὐαγγέλιον ἤδη γεγυμνασμένους πρὸς εὐπείθειαν.

13. Οὕτω μὲν οὖν καὶ διὰ ταῦτα, εἱσῆλθεν ὁ γραπτὸς νόμος, συνάγων ἡμᾶς εἰς Χριστὸν, καὶ οὗτος τῶν θυσιῶν ὁ λόγος, ὡς ὁ ἐμὸς λόγος. Ὡς ἂν δὲ τὸ τῆς σοφίας βάθος μὴ ἀγνοῇς, καὶ τὸν πλοῦτον τῶν ἀνεξιχνιάστων αὐτοῦ κριμάτων, οὐδὲ ταύτας παντελῶς ἀνιέρους ἀφῆκεν, οὐδὲ ἀσυντελεῖς, οὐδὲ μέχρι ψιλοῦ προιούσας τοῦ αἵματος· ἀλλὰ τὸ μέγα καὶ ἄθυτον ἱερεῖον, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, ὅσον ἐπὶ τῇ πρώτῃ φύσει, ταῖς νομικαῖς θυσίαις ἐγκαταμέμικται, καὶ οὐ μικροῦ μέρους τῆς οἰκουμένης, οὐδὲ πρὸς ὀλίγον, ἀλλὰ παντὸς τοῦ κόσμου καὶ διαιωνίζον καθάρσιον. Διὰ τοῦτο λαμβάνεται πρόβατον μὲν, διὰ τὴν ἀκακίαν, καὶ τὸ ἔνδυμα τῆς ἀρχαίας γυμνώσεως. Τοιοῦτον γὰρ τὸ ὑπὲρ ἡμῶν σφάγιον, ἔνδυμα ἀφθαρσίας, καὶ ὂν, καὶ καλούμενον. Τέλειον δὲ, οὐ διὰ τὴν θεότητα μόνον, ἧς οὐδὲν τελεώτερον, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν πρόσληψιν τὴν χρισθεῖσαν θεότητι, καὶ γενομένην ὅπερ τὸ χρῖσαν, καὶ θαῤῥῶ λέγειν, ὁμόθεον. Ἄῤῥεν δὲ, ὡς ὑπὲρ τοῦ Ἀδὰμ προςαγόμενον, μᾶλλον δὲ τοῦ στεῤῥοῦ τὸ στεῤῥότερον, τοῦ πρώτου πεσόντος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ ὅτι μάλιστα μηδὲν θῆλυ, μηδὲ ἄνανδρον ἐν ἑαυτῷ φέρον· ἀλλὰ καὶ ἐκραγὲν βίᾳ δεσμῶν παρθενικῶν τε καὶ μητρικῶν, κατὰ πολλὴν ἐξουσίαν, καὶ τεχθὲν ἄρσεν ἐκ τῆς προφήτιδος, ὡς Ἡσαΐας εὐαγγελίζεται. Ἐνιαύσιον δὲ, ὡς ἥλιον δικαιοσύνης, ἢ ἐκεῖθεν ὁρμώμενον, ἢ τῷ ὁρωμένῳ περίγραπτον, καὶ εἰς ἑαυτὸν ἐπιστρέφοντα· στέφανόν τε χρηστότητος εὐλογούμενον, καὶ πανταχόθεν ἴσον ἑαυτῷ καὶ ὅμοιον· οὐ μόνον δὲ, ἀλλὰ καὶ ὡς ζωογονοῦν τὸν τῶν ἀρετῶν κύκλον, ἠπίως ἐπιμιγνυμένων καὶ κιρναμένων ἀλλήλαις, νόμῳ φιλίας καὶ τάξεως. Ἄμωμον δὲ καὶ ἀκίβδηλον, ὡς θεραπευτικὸν μώμων, καὶ τῶν ἀπὸ κακίας ἐλαττωμάτων καὶ μολυσμάτων. Εἰ γὰρ καὶ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνέλαβε, καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν, ἀλλ᾿ οὐκ αὐτός τι πέπονθε τῶν θεραπείας ἀξίων. Ἐπειράσθη μὲν γὰρ κατὰ πάντα, καθ᾿ ὁμοιότητα τὴν ἡμετέραν, χωρὶς ἁμαρτίας δέ. Ὁ γὰρ διώξας τὸ φαῖνον ἐν τῇ σκοτίᾳ φῶς, οὐ κατέλαβεν.

14. Τί ἔτι; Μὴν μὲν εἰσάγεται πρῶτος, μᾶλλον δὲ, ἀρχὴ μηνῶν· εἴτε τις τοῦτο παρ᾿ Ἑβραίοις ὢν ἀπ᾿ ἀρχῆς, εἴτε ὕστερον ἐντεῦθεν γενόμενος, καὶ παρὰ τοῦ μυστηρίου τὸ εἶναι πρῶτος λαβών. Τῇ δεκάτῃ δὲ τοῦ μηνός· οὗτος γὰρ ἀριθμῶν πληρέστατος, ἐκ μονάδων πρώτη μονὰς τελεία, καὶ γεννητικὴ τελειότητος. Διατηρεῖται δὲ εἰς πέμπτην ἡμέραν, ἴσως ὅτι καθαρτικὸν αἰσθήσεων τὸ ἐμὸν θῦμα, ἐξ ὧν τὸ πταίειν, καὶ περὶ ἃς ὁ πόλεμος, εἰσδεχομένας τὸ κέντρον τῆς ἁμαρτίας. Ἐκλέγεται δὲ, οὐκ ἀπὸ τῶν ἀρνῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῦ χείρονος εἴδους, καὶ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς τῶν ἐρίφων, ὅτι μὴ ὑπὲρ τῶν δικαίων μόνον, ἀλλὰ καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν σφαγιάζεται· τάχα δὲ ὑπὲρ τούτων καὶ πλέον, ὅσῳ καὶ μείζονος χρῄζομεν τῆς φιλανθρωπίας. Θαυμαστὸν δὲ οὐδὲν, εἰ μάλιστα μὲν κατ᾿ οἶκον ἕκαστον ἐπιζητεῖται τὸ πρόβατον, εἰ δὲ μὴ, καὶ κατ᾿ οἴκους πατριῶν, διὰ πενίαν ἐρανιζόμενον· ἐπειδὴ κράτιστον, μάλιστα μὲν αὐτὸν ἕκαστον ἀρκεῖν ἑαυτῷ πρὸς τελείωσιν, καὶ θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν προσάγειν τῷ καλοῦντι Θεῷ, πάντοτε καὶ διὰ πάντων καθιερούμενον· εἰ δὲ μὴ, καὶ συνεργοῖς εἰς τοῦτο κεχρῆσθαι, τοῖς κατ᾿ ἀρετὴν ὁμογενέσι καὶ ὁμοτρόποις. Τοῦτο γάρ μοι δοκεῖ βούλεσθαι, τὸ κοινωνεῖν τοῖς ἔγγιστα τοῦ θύματος, εἰ δεήσειεν.

15. Ἐντεῦθεν ἡ ἱερὰ νὺξ, καὶ τοῦ παρόντος βίου τῆς κεχυμένης, τῆσδε νυκτὸς ἀντίπαλος, καθ᾿ ἣν τὸ πρωτόγονον λύεται σκότος, καὶ εἰς φῶς ἅπαντα, καὶ τάξιν, καὶ εἶδος ἔρχεται, καὶ κόσμον ἡ πρὶν ἀκοσμία λαμβάνει. Ἐντεῦθεν Αἴγυπτον φεύγομεν, τὴν σκυθρωπὴν καὶ διώκτριαν ἁμαρτίαν, καὶ Φαραὼ τὸν ἀόρατον τύραννον, καὶ τοὺς πικροὺς ἐργοδότας, πρὸς τὸν ἄνω μετασκευαζόμενοι κόσμον· καὶ τοῦ πηλοῦ καὶ τῆς πλινθείας ἐλευθερούμεθα, τῆς τε τοῦ ἀχύρου καὶ σφαλερᾶς τοῦ σαρκίου τοῦδε συστάσεως, καὶ μηδ᾿ ὅσον ἀχυρώδεσι λογισμοῖς ἐπὶ τῶν πολλῶν κρατουμένης. Ἐντεῦθεν ὁ ἀμνὸς σφαγιάζεται, καὶ σφραγίζονται τῷ τιμίῳ αἵματι πρᾶξις καὶ λόγος, εἴτουν ἕξις καὶ ἐνέργεια, αἱ τῶν ἡμετέρων θυρῶν παραστάτιδες, λέγω δὴ τῶν τοῦ νοῦ κινημάτων τε καὶ δογμάτων, καλῶς ἀνοιγομένων καὶ κλειομένων ἐκ θεωρίας, ἐπειδὴ μέτρον ἐστί τι καὶ καταλήψεων. Ἐντεῦθεν ἡ τελευταία καὶ βαρυτάτη τοῖς διώκταις πληγὴ, καὶ νυκτὸς ὄντως ἀξία· καὶ θρηνεῖ τὰ πρωτότοκα τῶν οἰκείων λογισμῶν καὶ πράξεων Αἴγυπτος (ὃ καὶ σπέρμα Χαλδαικὸν ἐξαιρόμενον τῇ Γραφῇ καλεῖται, καὶ νήπια Βαβυλώνια τῇ πέτρᾳ προσκροτούμενα καὶ λυόμεν)α, καὶ βοῆς πάντα μεστὰ καὶ κραυγῆς Αἰγυπτίοις· καὶ ἡμῶν ἀποχωρήσει τηνικαῦτα ὁ ἐκείνων ὀλοθρευτὴς, αἰδοῖ καὶ φόβῳ τοῦ χρίσματος. Ἐντεῦθεν ἄρσις τῆς ζύμης ἑπταήμερος (οὗτος γὰρ μυστικώτατος ἀριθμῶν, καὶ τῷ κόσμῳ τούτῳ σύστοιχος, τῆς παλαιᾶς καὶ ὀξώδους κακίας (οὐ γὰρ τῆς ἀρτοποιοῦ τε καὶ ζωτικῆ)ς· ἵνα μηδὲν Αἰγύπτιον ἐπισιτιζώμεθα φύραμα, καὶ λείψανον Φαρισαικῆς καὶ ἀθέου διδασκαλίας.

16. Καὶ οἱ μὲν θρηνείτωσαν· ἡμῖν δὲ ὁ ἀμνὸς βρωθήσεται· τὸ πρὸς ἑσπέραν μὲν, ὅτι ἐπὶ συντελείᾳ τῶν αἰώνων τὸ Χριστοῦ πάθος· ἐπεὶ καὶ κοινωνεῖ τοῦ μυστηρίου τοῖς μαθηταῖς ἐν ἑσπέρᾳ, λύων τὸν σκότον τῆς ἁμαρτίας. Οὐχ ἑψόμενος δὲ, ἀλλ᾿ ὀπτώμενος· ὡς ἂν μηδὲν ἀθεώρητον, μηδ᾿ ὑδαρὲς ὁ λόγος ἡμῖν ἂν ἔχῃ, μηδ᾿ εὐδιάλυτον, ἀλλ᾿ ὅλος συνεστὼς ᾖ, καὶ στεῤῥὸς, καὶ τῷ καθαρτικῷ πυρὶ δεδοκιμασμένος, καὶ παντὸς ὑλώδους ἐλεύθερος, καὶ ἀπέριττος, καὶ τοῖς καλοῖς ἄνθραξι βοηθώμεθα, τὸ διανοητικὸν ἡμῶν ἀνάπτουσι καὶ καθαίρουσι, παρὰ τοῦ πῦρ ἐλθόντος βαλεῖν ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ τῶν μοχθηρῶν ἕξεων ἀναλωτικὸν, καὶ τὴν ἄναψιν ἐπισπεύδοντος. Ὅσον μὲν οὖν σαρκῶδες τοῦ λόγου καὶ τρόφιμον, μετὰ τῶν ἐντοσθίων καὶ τῶν κρυφίων τοῦ νοῦ βρωθήσεται καὶ ἀναλωθήσεται, καὶ εἰς πέψιν πνευματικὴν ἀναδοθήσεται, ἄχρι κεφαλῆς καὶ ποδῶν, τῶν τε πρώτων περὶ θεότητος θεωρημάτων, καὶ τῶν τελευταίων τῆς σαρκώσεως φροντισμάτων. Οὐκ ἐξοίσομεν δὲ οὐδὲν, οὐδὲ εἰς τὸ πρωὶ καταλείψομεν· ὅτι μηδὲ ἐκφορὰ τοῖς ἔξω τὰ πολλὰ τῶν ἡμετέρων μυστηρίων, μηδὲ ὑπὲρ τὴν νύκτα ταύτην ἔστι τις κάθαρσις, καὶ τὸ τῆς ἀναβολῆς οὐκ ἐπαινετὸν τοῖς τοῦ Λόγου μεταλαμβάνουσιν. Ὥσπερ γὰρ τὴν ὀργὴν μὴ διημερεύειν, ἀλλὰ προκαταλύειν ἡλίου καλὸν, καὶ τῷ Θεῷ φίλον, χρονικῶς τε καὶ ἀναγωγικῶς (ἐπιδύεσθαι γὰρ ὀργιζομένοις ἡμῖν οὐκ ἀσφαλὲς τὸν τῆς δικαιοσύνης ἥλιον)· οὕτω τὴν τοιαύτην βρῶσιν μὴ διανυκτερεύειν, μηδὲ εἰς τὴν ἑξῆς ἀποτίθεσθαι. Ὅσον δὲ ὀστῶδες καὶ ἄβρωτον, καὶ ἡμῖν δυσθεώρητον, οὐδὲ συντριβήσεται, κακῶς διαιρούμενον καὶ νοούμενον (ἐῶ γὰρ λέγειν, ὅτι μηδὲ, κατὰ τὴν ἱστορίαν, τοῦ Ἰησοῦ συνετρίβη, καί τοί γε τοῦ θανάτου τοῖς σταυρωταῖς ἐπισπευδομένου, διὰ τὸ Σάββατον)· οὐδὲ ἀποῤῥιφήσεται καὶ περισυρήσεται· ἵνα μὴ δοθῇ τὰ ἅγια τοῖς κυσὶ καὶ κακοῖς τοῦ Λόγου σπαράκταις, ὥσπερ οὐδὲ τοῖς χοίροις τὸ λαμπρὸν τοῦ Λόγου καὶ μαργαρῶδες· ἀλλὰ πυρὶ καταναλωθήσεται, τῷ καὶ τὰ ὁλοκαυτώματα, τὰ πάντα ἐρευνῶντι καὶ εἰδότι Πνεύματι λεπτυνόμενα καὶ σωζόμενα, οὐκ ἀπολλύμενα καθ᾿ ὑδάτων, οὐδὲ σπειρόμενα· ὥσπερ ἡ κεφαλὴ τοῦ μόσχου παρὰ Μωϋσέως, ἡ σχεδιασθεῖσα τῷ Ἰσραὴλ, εἰς ὀνειδισμὸν τῆς σκληρότητος.

17. Ἄξιον δὲ μηδὲ τὸν τῆς βρώσεως τρόπον παραδραμεῖν, ὅτι μηδὲ ὁ νόμος, ἄχρι καὶ τούτου, τὴν θεωρίαν φιλοπονῶν ἐν τῷ γράμματι. Ἀναλώσομεν γὰρ τὸ θῦμα κατὰ σπουδὴν, καὶ ἄζυμα ἐπὶ πικρίδων συνεσθίοντες, καὶ τὰς ὀσφύας περιεζωσμένοι, καὶ τὰ ὑποδήματα περικείμενοι, καὶ πρεσβυτικῶς βακτηρεύοντες. Κατὰ σπουδὴν μὲν, ἵνα μὴ πάθωμεν ὅπερ ὁ Λὼτ ἐκεῖνος ἀπηγόρευται παρὰ τῆς ἐντολῆς· μὴ περιβλεψώμεθα, μὴ στῶμεν ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ· εἰς τὸ ὄρος ἀποσωθῶμεν, μὴ συμπαραληφθῶμεν τῷ Σοδομιτικῷ καὶ ξένῳ πυρὶ, μηδ᾿ εἰς στήλην ἀλὸς παγῶμεν, ἐκ τῆς ἐπὶ τὸ χεῖρον ἐπιστροφῆς, ὅπερ ἐργάζεται μέλλησις. Ἐπὶ δὲ πικρίδων, διὰ τὸ πικρὸν τοῦ κατὰ Θεὸν βίου, καὶ πρόσαντες, τοῖς ἀρχομένοις μάλιστα, καὶ ἡδονῶν ὑψηλότερον. Εἰ γὰρ καὶ χρηστὸς ὁ νέος ζυγὸς, καὶ τὸ φορτίον ἐλαφρὸν, ὥσπερ ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὴν ἐλπίδα τοῦτο καὶ τὴν ἀντίδοσιν, πολλῷ τῆς ἐνταῦθα κακοπαθείας οὖσαν δαψιλεστέραν· ἐπεὶ ἄλλως γε, τίς οὐκ ἂν εἴποι, πολὺ τῶν νομικῶν διατάξεων τὸ Εὐαγγέλιον ἐργωδέστερον εἶναι καὶ μοχθηρότερον; Τοῦ γὰρ νόμον τὰ τέλη τῶν ἀμαρτημάτων κωλύοντος, ἡμεῖς καὶ τὰς αἰτίας, ὡς πράξεις σχεδὸν, ἐγκαλούμεθα. Οὐ μοιχεύσεις, φησὶν ὁ νόμος· σὺ δὲ, οὐδὲ ἐπιθυμήσεις, ἐκ περιέργου θέας καὶ φιλοπόνου φλέγων τὸ πάθος. Οὐ φονεύσεις, ἐκεῖνος· σὺ δὲ, οὐδὲ ἀντιπλήξεις, ἀλλὰ καὶ σεαυτὸν ἐμπαρέξεις τῷ παίοντι. Ὅσον ταῦτα ἐκείνων φιλοσοφώτερ!α Οὐκ ἐπιορκήσεις, ἐκεῖνος· σὺ δὲ, οὐδὲ ὁμῇ τὴν ἀρχὴν, οὐ μικρὸν, οὐ μεῖζον, ὡς τοῦ ὅρκου τὴν ἐπιορκίαν τίκτοντος. Οὐ συνάψεις οἰκίαν πρὸς οἰκίαν, ἐκεῖνος, καὶ ἀγρὸν πρὸς ἀγρὸν, καταδυναστεύων τοῦ πένητος· σὺ δὲ, ἀποθήσῃ καὶ τὰ δικαίως κτηθέντα προθύμως, καὶ γυμνωθήσῃ τοῖς πένησιν, ἵνα κούφως τὸν σταυρὸν αἴρῃς, καὶ πλουτήσῃς τὰ μὴ ὁρώμενα.

18. Ὀσφὺς δὲ, τοῖς μὲν ἀλόγοις, ἄνετος ἔστω καὶ ἄδετος· οὐδὲ γὰρ λόγον ἔχουσι, τὸν κρατοῦντα τῶν ἡδονῶν· οὔπω λέγω, ὅτι κἀκεῖνα ὅρον οἶδε τῆς φυσικῆς κινήσεως· σοὶ καὶ ἀναστελλέσθω ζώνῃ καὶ σωφροσύνῃ τὸ ἐπιθυμητικὸν καὶ χρεμετιστικὸν (ὡς ἡ θεία φησὶ Γραφὴ, τὸ τοῦ πάθους αἰσχρὸν διασύρουσ)α, ἵνα καθαρῶς ἐσθίῃς τὸ Πάσχα, νεκρώσας τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ τὴν Ἰωάννου ζώνην μιμούμενος, τοῦ ἐρημικοῦ, καὶ προδρόμου, καὶ μεγάλου τῆς ἀληθείας κήρυκος. Οἶδα καὶ ζώνην ἄλλην, τὴν στρατιωτικὴν λέγω καὶ ἀνδρικὴν, καθ᾿ ἣν Εὔζωνοι Συρίας καὶ Μονόζωνοί τινες ὀνομάζονται· καθ᾿ ἣν καὶ τῷ Ἰὼβ χρηματίζων φησὶν ὁ Θεός· Μὴ, ἀλλὰ ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφύν σου, καὶ δὸς ἀπόκρισιν ἀνδρικήν· ἣν καὶ ὁ θεῖος Δαβὶδ περιεζῶσθαι δύναμιν ἐκ Θεοῦ μεγαλαυχεῖ, καὶ τὸν Θεὸν αὐτὸν εἰσάγει ἐνδεδυμένον δύναμιν καὶ περιεζωσμένον, δηλαδὴ κατὰ τῶν ἀσεβῶν· εἰ μή τῳ φίλον, τὸ περιὸν τῆς δυνάμεως, καὶ οἷον ἀνεσταλμένον, οὕτω παραδηλοῦσθαι, καθὸ καὶ φῶς ἀναβάλλεται, ὡς ἱμάτιον. Τὸ γὰρ ἄσχετον αὐτοῦ τῆς δυνάμεως καὶ τοῦ φωτὸς τίς ὑποστήσεται; Ζητῶ, τί κοινὸν ὀσφύι καὶ ἀληθείᾳ; τί δαὶ τῷ ἁγίῳ Παύλῳ νοεῖται τὸ φάσκειν· Στῆτε οὖν περιεζωσμένοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ; Μήποτε ὡς τοῦ θεωρητικοῦ τὸ ἐπιθυμητικὸν περισφίγγοντος, καὶ οὐκ ἐῶντος ἀλλαχοῦ φέρεσθαι; Οὐ γὰρ ἐθέλει τὸ περί τι διακείμενον ἐρωτικῶς, πρὸς τὰς ἄλλας ἡδονὰς τὴν αὐτὴν ἔχειν δύναμιν.

19. Τὰ δὲ ὑποδήματα, ὁ μὲν τῆς ἁγίας γῆς καὶ θεοστιβοῦς ψαύειν μέλλων, ὑπολυέσθω, καθὰ καὶ Μωϋσῆς ἐκεῖνος ἐπὶ τοῦ ὄρους, ἵνα μηδὲν νεκρὸν φέρῃ, μηδὲ μέσον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ὡς δὲ καὶ εἴ τις μαθητὴς ἐπὶ τὸ Εὐαγγέλιον πέμπεται, φιλοσόφως καὶ ἀπερίττως· ὃν δεῖ πρὸς τῷ ἀχάλκῳ, καὶ ἀράβδῳ, καὶ μονοχίτωνι, ἔτι καὶ γυμνοποδεῖν, ἵνα φανῶσιν οἱ πόδες ὡραῖοι τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, καὶ ἄλλο πᾶν ἀγαθόν. Ὁ δὲ φεύγων Αἴγυπτόν τε καὶ τὰ Αἰγύπτια, ὑποδεδέσθω, τῆς τε ἄλλης ἀσφαλείας ἕνεκα καὶ τῆς πρὸς τοὺς σκορπίους καὶ τοὺς ὄφεις, οὓς καὶ πολλοὺς Αἴγυπτος τρέφει, ὥστε μὴ βλάπτεσθαι παρὰ τῶν τηρούντων τὴν πτέρναν, οὓς πατεῖν ἐκελεύσθημεν. Περὶ δὲ τῆς βακτηρίας οὕτως ἔχω, καὶ τοῦ περὶ ταύτην αἰνίγματος. Τὴν μὲν ὑπερειστικὴν οἶδα, τὴν δὲ ποιμαντικήν τε καὶ διδασκαλικὴν, καὶ τὰ λογικὰ πρόβατα ἐπιστρέφουσαν. Ἀλλὰ σοὶ νῦν τὴν ὑπερείδουσαν ὁ νόμος διακελεύεται, μήπου τὸν λογισμὸν ὀκλάσῃς, αἷμα Θεοῦ, καὶ πάθος ἀκούων, καὶ θάνατον, μήπου περιενεχθῇς ἀθέως, ὡς Θεοῦ συνήγορος· ἀλλ᾿ ἀνεπαισχύντως καὶ ἀνενδοιάστως, φάγε τὸ σῶμα, πίε τὸ αἷμα, εἰ τῆς ζωῆς ἐπιθυμητικῶς ἔχεις, μήτε τοῖς περὶ σαρκὸς ἀπιστῶν λόγοις, μήτε τοῖς περὶ τὸ πάθος βλαπτόμενος. Ἐρηρεισμένος ἵστατο, πάγιος, βεβηκὼς, ἐν μηδενὶ σαλευόμενος ὑπὸ τῶν ἀντικειμένων, μηδὲ πιθανότητος λόγοις παρασυρόμενος. Ἐπὶ τὸ ὕψος σεαυτοῦ στῆθι, ἐν ταῖς αὐλαῖς Ἱερουσαλὴμ στῆσον τοὺς πόδας, ἐπὶ τῆς πέτρας ἔρεισον, ἵνα μὴ σαλεύηταί σου τὰ κατὰ Θεὸν διαβήματα.

20. Τί φῄς; Οὕτω ταῦτα ἔδοξεν, Αἴγυπτον ἐξελθεῖν, τὴν σιδηρᾶν κάμινον, καταλιπεῖν σε τὴν ἐκεῖσε πολυθεΐαν, καὶ ὑπὸ Μωϋσέως ἀχθῆναι, καὶ τῆς ἐκείνου νομοθεσίας καὶ στρατηγίας; Εἰσηγοῦμαι τι καὶ τῶν οὐκ ἐμῶν, μᾶλλον δὲ καὶ λίαν ἐμῶν, ἂν πνευματικῶς θεωρῇς. Χρῆσαι παρ᾿ Αἰγυπτίων σκεύη χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ· μετὰ τούτων ὅδευσον· ἐκ τῶν ἀλλοτρίων ἐφοδιάσθητι, μᾶλλον δὲ τῶν σῶν· χρεωστεῖταί σοι μισθὸς τῆς δουλείας καὶ τῆς πλινθείας· σόφισαί τι καὶ σὺ περὶ τὴν ἀπαίτησιν· καλῶς ἀποστέρησον. Ἔστω, τεταλαιπώρηκας ἐνταῦθα, τῷ πηλῷ μαχόμενος, τῷ μοχθηρῷ τούτῳ καὶ ῥυπαρῷ σώματι, καὶ πόλεις οἰκοδομῶν ἀλλοτρίας καὶ σφαλερὰς, ὧν ἀπολεῖται τὸ μνημόσυνον μετ᾿ ἤχου. Τί δαί; προῖκα ἐξέρχῃ καὶ ἀμισθί; Τί δαί; καταλείψεις Αἰγυπτίοις καὶ ταῖς ἀντικειμέναις δυνάμεσιν, ἃ κακῶς ἐκτήσαντο, καὶ χεῖρον δαπανήσουσιν; Οὐκ ἔστιν ἐκείνων· ἐσύλησαν, ἥρπασαν τοῦ εἰπόντος· Ἐμόν ἐστι τὸ ἀργύριον, καὶ ἐμόν ἐστι τὸ χρυσίον, καὶ δώσω αὐτὸ ᾧ βούλομαι. Χθὲς ἦν ἐκείνων· συνεχωρεῖτο γάρ. Σήμερον σοὶ προσάγει καὶ δίδωσιν ὁ Δεσπότης, καλῶς χρησομένῳ καὶ σωτηρίως. Κτησώμεθα ἡμῖν αὐτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵν᾿ ὅταν ἐκλίπωμεν, ἀντιλάβωμεν ἐν καιρῷ κρίσεως.

21. Εἰ μέν τις εἶ Ῥαχὴλ, ἢ Λεία, ψυχὴ πατριαρχικὴ καὶ μεγάλη, καὶ τὰ εἴδωλα κλέψον, ἅπερ ἂν εὕρῃς, τοῦ σοῦ πατρὸς, οὐχ ἵνα φυλάξῃς, ἀλλ᾿ ἵν᾿ ἀφανίσῃς· εἰ δὲ Ἰσραηλίτης σοφὸς, πρὸς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας μετένεγκε· καὶ περὶ τούτων ὁ διώκτης ἀλγησάτω, καὶ γνώτω κατασοφισθεὶς, ὅτι μάτην ἐτυράννει καὶ κατεδουλοῦτο τοὺς κρείττονας. Ἂν οὕτω ποιῇς, καὶ οὕτως ἐξέλθῃς Αἴγυπτον, εὖ οἶδα, στύλῳ πυρὸς καὶ νεφέλης ὁδηγηθήσῃ νυκτὸς καὶ ἡμέρας, ἔρημος ἡμερωθήσεται, θάλασσά σοι τμηθήσεται, Φαραὼ βαπτισθήσεται, ἄρτος ὀμβρήσει, πέτρα πηγάσει, Ἀμαλὴκ καταπολεμηθήσεται· οὐχ ὅπλοις μόνον, ἀλλὰ καὶ πολεμίαις χερσὶ δικαίων, εὐχὴν ὁμοῦ τυπούσαις, καὶ σταυροῦ τρόπαιον τὸ ἀήττητον· ποταμὸς ἀνακοπήσεται, ἥλιος στήσεται σελήνη σχεθήσεται, τείχη κατενεχθήσεται, καὶ δίχα μηχανημάτων, σφηκίαι προδραμοῦνται, ὁδοποιοῦσαι τῷ Ἰσραὴλ, καὶ τοὺς ἀλλοφύλους ἀνείργουσαι· τἄλλα τε ὅσα ἐπὶ τούτοις καὶ σὺν τούτοις ἱστόρηται, ἵνα μὴ μακρὸν ἀποτείνω λόγον, παρὰ Θεοῦ σοι δοθήσεται. Τοιαύτην ἑορτὴν ἑορτάζεις σήμερον· τοιοῦτον ἑστιᾷ τὸ ἐπὶ σοὶ τοῦ γεννηθέντος γενέθλιον, καὶ τοῦ παθόντος ἐπιτάφιον· τοιοῦτόν σοι τὸ τοῦ Πάσχα μυστήριον. Ταῦτα ὁ νόμος ὑπέγραψε· ταῦτα Χριστὸς ἐτελείωσεν, ὁ τοῦ γράμματος καταλυτὴς, ὁ τελειωτὴς τοῦ Πνεύματος, ὃς οἷς ἔπαθε, τὸ πάσχειν διδάσκων, οἷς ἐδοξάσθη, τὸ συνδοξασθῆναι χαρίζεται.

22. Ἔστι τοίνυν ἐξετάσαι πρᾶγμα καὶ δόγμα, τοῖς μὲν πολλοῖς παρορώμενον, ἐμοὶ δὲ, καὶ λίαν ἐξεταζόμενον. Τίνι γὰρ τὸ ὑπὲρ ἡμῶν αἷμα, καὶ περὶ τίνος ἐχέθη, τὸ μέγα καὶ περιβόητον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀρχιερέως, καὶ θύματος; Κατειχόμεθα μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ πονηροῦ, πεπραμένοι ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ ἀντιλαβόντες τῆς κακίας τὴν ἡδονήν. Εἰ δὲ τὸ λύτρον οὐκ ἄλλου τινὸς, ἢ τοῦ κατέχοντος γίνεται, ζητῶ τίνι τοῦτο εἰσηνέχθη, καὶ δι᾿ ἥντινα τὴν αἰτίαν; Εἰ μὲν τῷ πονηρῷ, φεῦ τῆς ὕβρεως· εἰ μὴ παρὰ τοῦ Θεοῦ μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν Θεὸν αὐτὸν λύτρον ὁ λῃστὴς λαμβάνει, καὶ μισθὸν οὕτως ὑπερφυῆ τῆς ἑαυτοῦ τυραννίδος, δι᾿ ὃν καὶ ἡμῶν φείδεσθαι δίκαιον ἦν· εἰ δὲ τῷ Πατρὶ, πρῶτον μὲν πῶς; Οὐχ ὑπ᾿ ἐκείνου γὰρ ἐκρατούμεθα. Δεύτερον δὲ, τίς ὁ λόγος, Μονογενοῦς αἷμα τέρπειν Πατέρα, ὃς οὐδὲ τὸν Ἰσαὰκ ἐδέξατο παρὰ τοῦ πατρὸς προςφερόμενον, ἀλλ᾿ ἀντηλλάξατο τὴν θυσίαν, κριὸν ἀντιδοὺς τοῦ λογικοῦ θύματος; Ἢ δῆλον, ὅτι λαμβάνει μὲν ὁ Πατὴρ, οὐκ αἰτήσας, οὐδὲ δεηθεὶς, ἀλλὰ διὰ τὴν οἰκονομίαν, καὶ τὸ χρῆναι ἁγιασθῆναι τῷ ἀνθρωπίνῳ τοῦ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπον· ἵν᾿ αὐτὸς ἡμᾶς ἐξέληται, τοῦ τυράννου βίᾳ κρατήσας, καὶ πρὸς ἑαυτὸν ἐπαναγάγῃ διὰ τοῦ Υἱοῦ μεσιτεύσαντος, καὶ εἰς τιμὴν τοῦ Πατρὸς τοῦτο οἰκονομήσαντος, ᾧ τὰ πάντα παραχωρῶν φαίνεται. Τὰ μὲν δὴ Χριστοῦ τοιαῦτα, καὶ τὰ πλείω σιγῇ σεβέσθω. Ὁ δὲ χαλκοῦς ὄφις κρεμᾶτοι μὲν κατὰ τῶν δακνόντων ὄφεων, οὐχ ὡς τύπος δὲ τοῦ ὑπὲρ ἡμῶν παθόντος, ἀλλ᾿ ὡς ἀντίτυπος· καὶ σώζει τοὺς εἰς αὐτὸν ὁρῶντας, οὐχ ὅτι ζῇ πιστευόμενος, ἀλλ᾿ ὅτι νενέκρωται, καὶ συννεκροῖ τὰς ὑπ᾿ αὐτὸν δυνάμεις, καταλυθεὶς, ὥσπερ ἦν ἄξιος. Καὶ τίς ὁ πρέπων αὐτῷ παρ᾿ ἡμῶν ἐπιτάφιος; Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; Τῷ σταυρῷ βέβλησαι, τῷ ζωοποιῷ τεθανάτωσαι. Ἄπνους, νεκρὸς, ἀκίνητος, ἀνενέργητος, καὶ, εἰ τὸ σχῆμα σώζεις ὄφεως, ἐν ὕψει στηλιτευόμενος.

23. Μεταληψόμεθα δὲ τοῦ Πάσχα, νῦν μὲν τυπικῶς ἔτι, καὶ εἰ τοῦ παλαιοῦ γυμνότερον (τὸ γὰρ νομικὸν Πάσχα, τολμῶ καὶ λέγω, τύπου τύπος ἦν ἀμυδρότερο)ς· μικρὸν δὲ ὕστερον, τελεώτερον καὶ καθαρώτερον, ἡνίκα ἂν αὐτὸ πίνῃ καινὸν μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Λόγος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Πατρὸς, ἀποκαλύπτων καὶ διδάσκων, ἃ νῦν μετρίως παρέδειξε. Καινὸν γάρ ἐστιν ἀεὶ τὸ νῦν γνωριζόμενον. Τίς δὲ ἡ πόσις καὶ ἡ ἀπόλαυσις, ἡμῶν μὲν τὸ μαθεῖν, ἐκείνου δὲ τὸ διδάξαι, καὶ κοινώσασθαι τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς τὸν λόγον. Τροφὴ γάρ ἐστιν ἡ δίδαξις, καὶ τοῦ τρέφοντος. Ἀλλὰ δεῦρο, καὶ ἡμεῖς τοῦ νόμου μεταλάβωμεν εὐαγγελικῶς, ἀλλὰ μὴ γραπτῶς· τελείως, ἀλλὰ μὴ ἀτελῶς· ἀιδίως, ἀλλὰ μὴ προσκαίρως, Ποιησώμεθα κεφαλὴν, μὴ τὴν κάτω Ἱερουσαλὴμ, ἀλλὰ τὴν ἄνω μητρόπολιν· μὴ τὴν ὑπὸ στρατοπέδων νῦν πατουμένην, ἀλλὰ τὴν ὑπ᾿ ἀγγέλων δοξαζομένην. Θύσωμεν, μὴ μόσχους νέους, μηδὲ ἀμνοὺς κέρατα ἐκφέροντας καὶ ὁπλὰς, παρ᾿ οἷς πολὺ τὸ νεκρὸν καὶ ἀναίσθητον· ἀλλὰ θύσωμεν τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως, ἐπὶ τὸ ἄνω θυσιαστήριον, μετὰ τῆς ἄνω χοροστασίας. Διάσχωμεν τὸ πρῶτον καταπέτασμα, τῷ δευτέρῳ προσέλθωμεν, εἰς τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων παρακύψωμεν. Εἴπω τὸ μεῖζον, ἡμᾶς αὐτοὺς θύσωμεν τῷ Θεῷ· μᾶλλον δὲ, θύωμεν καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καὶ πᾶσαν κίνησιν. Πάντα ὑπὲρ τοῦ Λόγου δεχώμεθα, πάθεσι τὸ πάθος μιμώμεθα, αἵματι τὸ αἷμα σεμνύνωμεν, ἐπὶ τὸν σταυρὸν ἀνίωμεν πρόθυμοι. Γλυκεῖς οἱ ἧλοι, καὶ εἰ λίαν ὀδυνηροί. Τὸ γὰρ μετὰ Χριστοῦ πάσχειν, καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ, τοῦ μετ᾿ ἄλλων τρυφᾷν αἱρετώτερον.

24. Ἂν Σίμων ἦς Κυρηναῖος, τὸν σταυρὸν ἆρον, καὶ ἀκολούθησον. Ἂν συσταυρωθῇς ὡς λῃστὴς, ὡς εὐγνώμων τὸν Θεὸν γνώρισον· εἰ κἀκεῖνος μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη διὰ σὲ καὶ τὴν σὴν ἁμαρτίαν, σὺ γενοῦ δι᾿ ἐκεῖνον ἔννομος. Προσκύνησον τὸν διὰ σὲ κρεμασθέντα, καὶ κρεμάμενος· κέρδανόν τι καὶ παρὰ τῆς κακίας· ὤμνησαι τῷ θανάτῳ τὴν σωτηρίαν· εἰς τὸν παράδεισον εἴσελθε μετὰ Ἰησοῦ, ὥστε μαθεῖν ὧν ἐκπέπτωκας· Τὰ ἐκεῖ κάλλη θεώρησον· τὸν γογγυστὴν ἄφες ἀποθανεῖν ἔξω, μετὰ τῆς βλασφημίας. Κἂν Ἰωσὴφ ᾖς ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, αἴτησαι τὸ σῶμα παρὰ τοῦ σταυροῦντος· σὸν γενέσθω τὸ τοῦ κόσμου καθάρσιον. Κἂν Νικόδημος ᾖς, ὁ νυκτερινὸς θεοσεβὴς, μύροις αὐτὸν ἐνταφίασον. Κἂν Μαρία τις ᾖς, κἂν ἡ ἄλλη Μαρία, κἂν Σαλώμη, κἂν Ἰωάννα, δάκρυσον ὀρθρία. Ἴδε πρώτη τὸν λίθον ἡρμένον, τυχὸν δὲ καὶ τοὺς ἀγγέλους, καὶ Ἰησοῦν αὐτόν. Φθέγξαι τι· φωνῆς ἄκουσον. Ἂν ἀκούσῃς. Μή μου ἅπτου, πόῤῥω στῆθι, σεβάσθητι τὸν Λόγον, ἀλλὰ μὴ λυπηθῇς. Οἶδε γὰρ οἷς ὀφθῇ πρῶτον. Ἐγκαίνισον τὴν ἀνάστασιν· τῇ Εὔᾳ βοήθησον, τῇ πρώτῃ πεσούσῃ, τῇ πρώτῃ Τριστὸν ἀσπάσασθαι, καὶ γνωρίσαι τοῖς μαθηταῖς. Γενοῦ Πέτρος, ἢ Ἰωάννης· ἐπὶ τὸν τάφον ἐπείχθητι, ἀντιτρέχων, συντρέχων, τὴν καλὴν ἅμιλλαν ἁμιλλώμενος. Κἂν προληφθῇς τῷ τάχει, τῇ σπουδῇ νίκησον μὴ παρακύψας εἰς τὸ μνημεῖον, ἀλλ᾿ ἔνδον γενόμενος. Κἂν ὡς Θωμᾶς ἀπολειφθῇς, τῶν μαθητῶν συνηγμένων, οἷς Χριστὸς ἐμφανίζεται, ὅταν ἴδῃς, μὴ ἀπιστήσῃς· κἂν ἀπιστήσῃς, τοῖς λέγουσι πίστευσον· εἰ δὲ μηδὲ τούτοις, τοῖς τύποις τῶν ἥλων πιστώθητι. Ἂν εἰς ᾅδου κατίῃ, συγκάτελθε. Γνῶθι καὶ τὰ ἐκεῖσε τοῦ Χριστοῦ μυστήρια, τίς ἡ οἰκονομία τῆς διπλῆς καταβάσεως, τίς ὁ λόγος· ἁπλῶς σώζει πάντας ἐπιφανεὶς, ἢ κακεῖ τοὺς πιστεύοντας.

25. Κἂν εἰς οὐρανοὺς ἀνίῃ, συνάνελθε· γενοῦ μετὰ τῶν παραπεμπόντων ἀγγέλων, ἢ τῶν δεχομένων. Ἀρθῆναι ταῖς πύλαις διακέλευσαι, ὑψηλοτέραις γενέσθαι, ἵν᾿ ἐκ τοῦ παθεῖν ὑψηλότερον δέξωνται. Ἀπόκριναι τοῖς ἀποροῦσι διὰ τὸ σῶμα, καὶ τὰ τοῦ Πάθους σύμβολα, οἷς μὴ κατελθὼν συνανέρχεται, καὶ διὰ τοῦτο πυνθανομένοις· Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης; ὅτι Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατὸς ἐν πᾶσί τε οἷς ἀεὶ πεποίηκε, καὶ ποιεῖ, καὶ τῷ νῦν πολέμῳ καὶ τροπαίῳ περὶ τῆς ἀνθρωπότητος· καὶ δὸς τῷ διπλῷ τῆς ἐρωτήσεως διπλῆν τὴν ἀπόκρισιν. Κἂν θαυμάζωσι, λέγοντες, κατὰ τὴν Ἡσαΐου δραματουργίαν· Τίς οὗτος ὁ παραγενόμενος ἐξ Ἐδὼμ, καὶ τῶν γηίνων; ἢ, Πῶς ἐρυθρὰ τὰ ἱμάτια τοῦ ἀναίμου καὶ ἀσωμάτου, ὡς ληνοβάτου, καὶ πλήρη ληνὸν πατήσαντος; προβαλοῦ τὸ ὡραῖον τῆς στολῆς τοῦ πεπονθότος σώματος, τῷ Πάθει καλλωπισθέντος, καὶ τῇ Θεότητι λαμπρυνθέντος, ἧς οὐδὲν ἐρασιμιώτερον, οὐδὲ ὡραιότερον. 26. Πρὸς ταῦτα τί φασιν ἡμῖν οἱ συκοφάνται, οἱ πικροὶ τῆς Θεότητος λογισταὶ, οἱ κατήγοροι τῶν ἐπαινουμένων, οἱ σκοτεινοὶ περὶ τὸ φῶς, οἱ περὶ τὴν σοφίαν ἀπαίδευτοι, ὑπὲρ ὧν Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανε, τὰ ἀχάριστα κτίσματα, τὰ τοῦ πονηροῦ πλάσματα; Τοῦτο ἐγκαλεῖς Θεῷ τὴν εὐεργεσίαν; διὰ τοῦτο μικρὸς, ὅτι διὰ σὲ ταπεινός; ὅτι ἐπὶ τὸ πλανώμενον ἦλθεν ὁ Ποιμὴν ὁ καλὸς, ὁ τιθεὶς τὴν ψυχὴν ὑπὲρ τῶν προβάτων, ἐπὶ τὰ ὄρη καὶ τοὺς βουνοὺς, ἐφ᾿ ὧν ἐθυσίαζες, καὶ πλανώμενον εὗρε, καὶ εὑρὼν ἐπὶ τῶν ὤμων ἀνέλαβεν, ἐφ᾿ ὧν καὶ τὸ ξύλον, καὶ λαβὼν ἐπανήγαγεν ἐπὶ τὴν ἄνω ζωὴν, καὶ ἀναγαγὼν τοῖς μένουσι συνηρίθμησεν; ὅτι λύχνον ἧψε, τὴν ἑαυτοῦ σάρκα, καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσε, τῆς ἁμαρτίας τὸν κόσμον ἀποκαθαίρων, καὶ τὴν δραχμὴν ἐζήτησε, τὴν βασιλικὴν εἰκόνα συγκεχωσμένην τοῖς πάθεσι, καὶ συγκαλεῖ τὰς φίλας αὐτῷ δυνάμεις ἐπὶ τῇ τῆς δραχμῆς εὑρέσει, καὶ κοινωνοὺς ποιεῖται τῆς εὐφροσύνης, ἃς καὶ τῆς οἰκονομίας μύστιδας πεποίητο, ὅτι τῷ προδρόμῳ λύχνῳ τὸ φῶς ἀκολουθεῖ τὸ ὑπέρλαμπρον, καὶ τῇ φωνῇ ὁ Λόγος, καὶ τῷ νυμφαγωγῷ ὁ νυμφίος, κατασκευάζοντι Κυρίῳ λαὸν περιούσιον, καὶ προκαθαίροντι ἐπὶ τὸ Πνεῦμα διὰ τοῦ ὕδατος; Ταῦτα ἐγκαλεῖς τῷ Θεῷ; διὰ ταῦτα ὑπολαμβάνεις χείρονα, ὅτι λεντίῳ διαζώννυται, καὶ νίπτει τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν, καὶ δείκνυσιν ἀρίστην ὁδὸν ὑψώσεως, τὴν ταπείνωσιν; ὅτι διὰ τὴν συγκύπτουσαν χαμαὶ ψυχὴν ταπεινοῦται, ἵνα καὶ συνυψώσῃ τὸ κάτω νεῦον ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας; Ἐκεῖνο δὲ πῶς οὐ κατηγορεῖς, ὅτι καὶ μετὰ τελωνῶν ἐσθίει, καὶ παρὰ τελώναις, καὶ μαθητεύει τελώνας, ἵνα καὶ αὐτός τι κερδάνῃ; Τί τοῦτο; Τὴν τῶν ἁμαρτωλῶν σωτηρίαν. Εἰ μὴ καὶ τὸν ἰατρὸν αἰτιῷτό τις, ὅτι συγκύπτει ἐπὶ τὰ πάθη, καὶ δυσωδίας ἀνέχεται, ἵνα δῷ τὴν ὑγίειαν τοῖς κάμνουσι· καὶ τὸν ἐπικλινόμενον βόθρῳ διὰ φιλανθρωπίαν, ἵνα τὸ ἐμπεπτωκὸς κτῆνος κατὰ τὸν νόμον ἀνασώσηται.

27. Ἀπεστάλη μὲν, ἀλλ᾿ ὡς ἄνθρωπος· διπλοῦς γὰρ ἦν· ἐπεὶ καὶ ἐκοπίασε, καὶ ἐπείνησε, καὶ ἐδίψησε, καὶ ἠγωνίασε, καὶ ἐδάκρυσε, νόμῳ φύσεως. Εἰ δὲ καὶ ὡς Θεὸς, τί τοῦτο; Τὴν εὐδοκίαν τοῦ Πατρὸς ἀποστολὴν εἶναι νόμισον, ἐφ᾿ ὃν ἀναφέρει τὰ ἑαυτοῦ, καὶ ὡς ἀρχὴν τιμῶν ἄχρονον, καὶ τοῦ μὴ δοκεῖν εἶναι ἀντίθεος. Ἐπεὶ καὶ παραδεδόσθαι λέγεται, ἀλλὰ καὶ ἑαυτὸν παραδεδωκέναι γέγραπται· καὶ ἐγηγέρθαι παρὰ τοῦ Πατρὸς καὶ ἀνειλῆφθαι, ἀλλὰ καὶ ἑαυτὸν ἀνεστακέναι, καὶ ἀνεληλυθέναι πάλιν· ἐκεῖνα τῆς εὐδοκίας, ταῦτα τῆς ἐξουσίας. Σὺ δὲ τὰ μὲν ἐλαττοῦντα λέγεις, τὰ ὑψοῦντα δὲ παρατρέχεις· καὶ ὅτι μὲν ἔπαθε, λογίζῃ· ὅτι δὲ ἑκὼν, οὐ προστίθης. Οἷα πάσχει καὶ νῦν ὁ Λόγο!ς Ὑπὸ μὲν τῶν ὡς Θεὸς τιμᾶται καὶ συναλείφεται· ὑπὸ δὲ τῶν ὡς σὰρξ ἀτιμάζεται καὶ χωρίζεται. Τίσιν ὀργισθῆ πλέον; μᾶλλον δὲ, τίσιν ἀφῇ, τοῖς συναιροῦσι κακῶς, ἢ τοῖς τέμνουσι; Καὶ γὰρ κἀκείνους διαιρεῖν ἔδει, καὶ τούτους συνάπτειν· τοὺς μὲν τῷ ἀριθμῷ, τοὺς δὲ τῇ Θεότητι. Προσκόπτεις τῇ σαρκί; τοῦτο καὶ Ἰουδαῖοι. Ἢ καὶ Σαμαρείτην ἀποκαλεῖς (καὶ τὸ ἑξῆς σιωπήσομα)ι; ἀπιστεῖς τῇ Θεότητι; τοῦτο οὐδὲ οἱ δαίμονες. Ὦ καὶ δαιμόνων ἀπιστότερε σὺ, καὶ Ἰουδαίων ἀγνωμονέστερ!ε Ἐκεῖνοι τὴν τοῦ Υἱοῦ προσηγορίαν ὁμοτιμίας φωνὴν ἐνόμισαν· οὗτοι τὸν ἐλαύνοντα Θεὸν ᾔδεσαν· ἐπείθοντο γὰρ ἐξ ὧν ἔπασχον. Σὺ δὲ, οὐδὲ τὴν ἰσότητα δέχῃ, οὐδὲ ὁμολογεῖς τὴν Θεότητα. Κρεῖττον ἦν σοι περιτετμῆσθαι καὶ δαιμονᾷν, ἵν᾿ εἴπω τι καὶ γελοίως, ἢ ἐν ἀκροβυστίᾳ καὶ ὑγιείᾳ διακεῖσθαι πονηρῶς καὶ ἀθέως. Ἀλλ᾿ ὁ μὲν πρὸς ἐκείνους πόλεμος ἢ καταλυέσθω, ὀψὲ γοῦν σωφρονήσαντας εἴπερ ἐθέλοιεν, ἢ ἀναβεβλήσθω, μὴ βουλομένων, ἀλλ᾿ ἐχόντων ὡς ἔχουσιν. Πάντως δὲ οὐδὲν δείσομεν, ὑπὲρ τῆς Τριάδος, μετὰ τῆς Τριάδος ἀγωνιζόμενοι.

28. Νῦν δὲ ἀναγκαῖον ἡμῖν οὕτω κεφαλαιῶσαι τὸν λόγον· Γεγόναμεν, ἵν᾿ εὖ πάθωμεν· εὖ πεπόνθαμεν, ἐπειδὴ γεγόναμεν. Τὸν παράδεισον ἐπιστεύθημεν, ἵνα τρυφήσωμεν. Ἐντολὴν ἐλάβομεν, ἵν᾿ εὐδοκιμήσωμεν ταύτην φυλάξαντες· οὐκ ἀγνοοῦντος τοῦ Θεοῦ τὸ ἐσόμενον, ἀλλὰ νομοθετοῦντος τὸ αὐτεξούσιον. Ἠπατήθημεν, ἐπειδὴ ἐφθονήθημεν· ἐκπεπτώκαμεν, ἐπειδὴ παρέβημεν· ἐνηστεύσαμεν, ἐπειδὴ μὴ ἐνηστεύσαμεν, τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως ὑποκρατηθέντες. Ἀρχαία γὰρ ἦν ἡ ἐντολὴ, καὶ ἡμῖν ὁμόχρονος ψυχῆς τις οὖσα παιδαγωγία, καὶ τρυφῆς σωφρόνισμα· ἣν ἐπετάχθημεν εἰκότως, ἵν᾿ ὃ μὴ φυλάξαντες ἀποβεβλήκαμεν, φυλάξαντες ἀπολάβωμεν. Ἐδεήθημεν Θεοῦ σαρκουμένου καὶ νεκρουμένου, ἵνα ζήσωμεν· συνενεκρώθημεν, ἵνα καθαρῶμεν· συνανέστημεν, ἐπειδὴ συνενεκρώθημεν· συνεδοξάσθημεν, ἐπειδὴ συνανέστημεν.

29. Πολλὰ μὲν δὴ τοῦ τότε καιροῦ τὰ θαύματα· Θεὸς σταυρούμενος, ἥλιος σκοτιζόμενος, καὶ πάλιν ἀναφλεγόμενος (ἔδει γὰρ τῷ Κτίστῃ συμπαθεῖν καὶ τὰ κτίσματ)α· καταπέτασμα σχιζόμενον, αἷμα καὶ ὕδωρ τῆς πλευρᾶς χεόμενον· τὸ μὲν, ὡς ἀνθρώπου, τὸ δὲ, ὡς ὑπὲρ ἄνθρωπον· γῆ σειομένη, πέτραι ὑπὲρ τῆς πέτρας ῥηγνύμεναι, νεκροὶ ἀνιστάμενοι εἰς πίστιν τῆς τελευταίας καὶ κοινῆς ἀναστάσεως· τὰ ἐπὶ τῷ τάφῳ σημεῖα, τὰ μετὰ τὸν τάφον, ἃ τίς ἂν ἀξίως ὑμνήσειεν; Οὐδὲν δὲ οἷον τὸ θαῦμα τῆς ἐμῆς σωτηρίας· ῥανίδες αἵματος ὀλίγαι κόσμον ὅλον ἀναπλάττουσαι, καὶ γίνονται καθάπερ ὀπὸς γάλακτι πᾶσιν ἀνθρώποις, εἰς ἑν ἡμᾶς συνδέουσαι καὶ συνάγουσαι.

30. Ἀλλ᾿, ὦ Πάσχα, τὸ μέγα καὶ ἱερόν, καὶ παντὸς τοῦ κόσμου καθάρσιον! ὡς γὰρ ἐμψύχῳ σοι διαλέξομαι. Ὦ Λόγε Θεοῦ, καὶ φῶς, καὶ ζωὴ, καὶ σοφία, καὶ δύναμι!ς χαίρω γὰρ πᾶσί σου τοῖς ὀνόμασιν. Ὦ νοῦ τοῦ μεγάλου γέννημα, καὶ ὅρμημα, καὶ ἐκσφράγισμα! ὦ Λόγε νοούμενε, καὶ ἄνθρωπε θεωρούμενε, ὃς πάντα φέρεις ἀναδησάμενος τῷ ῥήματι τῆς δυνάμεώς σο!υ νῦν μὲν ἔχοις τὸν λόγον τοῦτον, οὐκ ἀπαρχὴν, ἀλλὰ συμπλήρωσιν ἵσως τῆς ἡμετέρας καρποφορίας, χαριστήριον τὸν αὐτὸν καὶ ἱκέσιον μηδὲν κακοπαθεῖν ἡμᾶς ἔξω τῶν ἀναγκαίων καὶ ἱερῶν, οἷς συνεζήσαμεν· καὶ στήσαις τῷ σώματι τὴν καθ᾿ ἡμῶν τυραννίδα (ὁρᾷς ὅσην, Κύριε, καὶ ὡς κάμπτουσαν), ἢ τὴν σὴν ψῆφον, εἰ παρὰ σοῦ καθαιροίμεθα. Εἰ δὲ καταλύσαιμεν ἀξίως τοῦ πόθου, καὶ δεχθείημεν ταῖς οὐρανίαις σκηναῖς, τάχα σοι καὶ αὐτόθι θύσομεν δεκτὰ ἐπὶ τὸ ἅγιόν σου θυσιαστήριον, ὦ Πάτερ, καὶ Λόγε, καὶ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· ὅτι σοὶ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ, καὶ κράτος, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.