ελληνισμοσ και ορθοδοξια
ΑΡΧ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ
Παρεμβάσεις σέ μαθητικό συνέδριο μέ θέμα: Η οικουμενικότητα τού Ελληνισμού
(Μετά από ανάλυσι πλατωνικού κειμένου [τού μύθου τού σπηλαίου από τήν «Πολιτεία»] από τόν καθηγητή Στέλιο Ράμφο καί τούς μαθητές του)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Καί εγώ παρακολούθησα σάν καλός μαθητής αυτά πού είπατε, καί αισθάνθηκα αναπαυμένος, όταν μάς καλέσατε νά αρνηθούμε αυτά πού ακούσαμε καί νά κάνωμε ό,τι μάς κατέβη. Τότε νοιώθω ότι είμαστε εν τάξει. Γιατί ο άνθρωπος δέν είναι φτιαγμένος νά κάθεται σέ θρανίο καί νά ακούη κάποιον νά τόν δασκαλεύη. Καί επίσης, ο άνθρωπος δέν είναι φτιαγμένος νά κάθεται σέ μιά έδρα, νά δασκαλεύη άλλους. Καί η μιά στάσι καί η άλλη είναι άρρωστα πράγματα. Αλλά λέμε: Εάν τυχόν εγώ έχω βγή επάνω από τό σπήλαιο καί μετά κατεβαίνω από αγάπη νά πώ κάτι στούς άλλους, αυτό τό άλλο, η γνησιότης του, θά φανερωθή τή στιγμή πού θά μού τό αρνηθούν. Καί καλύτερα νά μού τό αρνηθούν αληθινά, παρά νά μέ ακολουθήσουν ψεύτικα.
Οπότε, η άρνησι είναι η γνήσια προϋπόθεσι τής ευρέσεως, καί η σταύρωσι η δική μου, πού θά μού προσφέρουν, είναι ο μέγιστος βαθμός τής ευγνωμοσύνης, τήν οποία ζητώ από αυτούς. Γι' αυτό, καί ο Χριστός, στή δική μας Εκκλησία, δέν γελά επάνω από τόν Τάφο, αλλά είναι Βασιλεύς τής Δόξης επάνω στόν Σταυρό. Γιατί άν τυχόν γελούσε σάν δυνατός Θεάνθρωπος πού είχε νικήσει τόν θάνατο, καί εγώ νοιώθω αδύνατος, ο οποίος οδεύω πρός τόν θάνατο, τότε δέν θά μού έδινε παρηγοριά. Αλλά άν δέν μού δίνη παρηγοριά, τότε δέν βρίσκει παρηγοριά καί στόν εαυτό Του. Κι άν τυχόν δέν δίδη τή δυνατότητα καί σέ μένα νά δώ τή δύσι καί τό σταύρωμα σάν βασίλεμα καί σάν δόξα, τότε όλοι καταστρεφόμαστε.
Κάτι άλλο: γιά τό θέμα τής αλήθειας, νομίζω ότι υπάρχει αυτή η συνέχεια. Υπάρχει αυτό τό ψάξιμο από τούς αρχαίους ‘Ελληνες, καί νομίζω ότι καί ο τίτλος τού Συνεδρίου: «Η οικουμενικότητα τού Ελληνισμού» ακριβώς θέτει αυτό τό θέμα. Δέν ξέρω πώς έγινε καί οι άνθρωποι πού ζήσανε σέ αυτόν τόν τόπο ήταν απαιτητικοί. Καί η καταξίωσι όλου τού κόπου τών αρχαίων Ελλήνων βρίσκεται μέσα στούς Πατέρες τής Εκκλησίας· καί μιά στιγμή, όταν μιλήσατε γιά τό κράτος καί γιά κάποια κρατική παιδεία, όσο χάρηκα τότε πού μάς δώσατε τή δυνατότητα νά αρνηθούμε αυτά πού ακούμε, τόσο αντέδρασα σέ αυτό πού λέει «κράτος», γιατί υπάρχει κάτι τό ψεύτικο, καί υπάρχει κάτι τό βάναυσο, κάτι πού δέν μάς γυρίζει στούς πρίν από τόν Πλάτωνα χρόνους, γιατί πρίν από τόν Πλάτωνα πάμε στούς προσωκρατικούς, καί είμαστε σέ ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία, αλλά μάς οδηγεί σέ κάτι ολοκληρωτικό.
Τώρα, υπάρχει η αλήθεια· καί η αλήθεια υπάρχει μέσα στόν καθένα άνθρωπο -καί νομίζω ότι ελέχθη μέ αυτά πού είπατε- καί ότι ο καθένας άνθρωπος μπορεί νά πλατυνθή. Υπάρχει αυτό τό πλάτεμα, καί ο καθένας άνθρωπος μπορεί νά διευρυνθή, νά διασταλή διά τής συστολής· καί διά τής προσφοράς καί διά τής κενώσεως καί διά τής αφανείας νά γίνη κατά χάριν χώρα τού Αχωρήτου.
Οπότε, τό μεγάλο πράγμα είναι ότι η αλήθεια όλη βρίσκεται μέσα στόν καθένα καί ο καθένας, μέσα στή δική μας παράδοσι, δέν νοείται ως τμήμα ενός συνόλου, αλλά τό σύνολο νοείται ως τμήμα τού καθενός ανθρώπου. Καί αυτό είναι τό μέγα θαύμα, τό οποίο μάς προσφέρεται μέσα στήν Εκκλησία, καί τότε νοιώθομε ότι, εφ' όσον κατά κάποιο τρόπο ταυτίζονται τά πάντα καί εφ’ όσον διά τής απωλείας ευρίσκω καί διά τού θανάτου ζώ καί διά τής απουσίας είμαι παρών, τότε γίνεται αυτό πού είπε ο π. Τιμόθεος, όταν τόν ρώτησα: «π. Τιμόθεε, τί κάνεις;» Καί μού λέει: «Εδώ μένω». Καί αυτό τό «μένω» σημαίνει ότι «εδώ τρέχω».
Καί πραγματοποιείται αυτό πού λέει ο Γρηγόριος ο Νύσσης, ότι η στάσις γίνεται κίνησις. Καί νομίζω ότι όλη αυτή η προσπάθεια τού Πλάτωνος βρίσκει τή συνέχειά της καί στόν Μάξιμο τόν Ομολογητή, αλλά, καί ιδιαίτερα, στόν Γρηγόριο τόν Νύσσης. Καί μέ τό «Εις τόν βίον τού Μωϋσέως» καί μέ τό «Εις τό ‘Ασμα τών Ασμάτων» νοιώθομε ότι είναι βόλεμα τό ψέμμα, είναι εύκολο νά λατρεύης ένα είδωλο. Είναι δύσκολο νά τιμάς τήν αλήθεια, νά τιμάς τήν εικόνα· αλλά αυτό στό οποίο μάς οδηγεί αυτός πού γνώρισε τήν αλήθεια είναι τό νά βρούμε τήν κατά φύσιν λειτουργία τού είναι μας.
Καί τότε τί γίνεται; Είναι αυτό πού λέει ο Κύριος γιά τόν σπόρο. Διά τού θανάτου τού εκουσίου τού σπόρου απελευθερώνεται μιά δύναμις, η οποία μένει ανενέργητη, άν τυχόν εμείς δέν πεθάνωμε. Καί στή συνέχεια υπάρχει αυτό πού θυμίσατε μέ όσα είπατε: αυτό πού λέει ο Γρηγόριος ο Νύσσης, ότι η θέα τού προσώπου τού Θεού είναι η διαρκής πορεία πρός Αυτόν· καί στό τέλος αυτό πού λέτε, ότι ο πόνος είναι η άρνησι τής αλλαγής.
Καί βλέπομε καί αυτό πού ο Κύριος ζή καί παθαίνει στή Γεσθημανή: Παρακαλεί τόν Πατέρα Του: «ει δυνατόν παρελθέτω απ' εμού τό ποτήριον τούτο»· άν είναι δυνατόν, νά μήν πιώ τό ποτήριο τού θανάτου. Αλλά, όταν καταλήξη: «πλήν ουχ ως εγώ, αλλ' ως σύ», τότε αρνείται τό δικό Του θέλημα καί προχωρεί. Καί ο Κύριος «έπαθε ημίν υπολιμπάνων υπογραμμόν». Καί όταν εμείς νοιώσωμε αυτό τό πράγμα, όταν ζητήσωμε νά γίνη τό θέλημα τού Θεού, καί όχι τό δικό μας, τότε μπαίνομε στήν κατά φύσιν λειτουργία τού είναι. Γνωρίζομε τήν αλήθεια μέ όλη μας τήν ύπαρξι.
Καί τότε, στή συνέχεια, η πορεία είναι ατελεύτητη, καί ενεργεί κάποιο άλλο, τό ούτε αρξάμενον ούτε παυσόμενον Πνεύμα. Καί τότε, δεχόμενοι εμείς αυτή τή χάρι, γινόμεθα κατά χάριν άναρχοι καί ατελεύτητοι. Καί τότε γινόμεθα ένα μέ τόν Θεόν Λόγον. Καί τότε γνωρίζομε τούς λόγους τών όντων, όπως λέει ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ενώ πρίν νυμφευθούμε τόν Θεόν καί Λόγον «ταίς διαιρετικαίς υπαγόμεθα μεθόδοις», δηλαδή ήμασταν υποχείριοι σέ διαιρετικές μεθόδους.
Καί τώρα βρίσκω ότι τό ιερό είναι τό ότι μάς κάνατε αυτή τήν αναφορά· τό ιερό είναι ότι τά παιδιά τό πρωΐ μού άρεσαν, γιατί δίσταζαν νά διαβάσουν τό κείμενό τους, γιατί χτυπούσε η καρδιά τους καί τούς έπιανε η αναπνοή τους, δηλαδή τά παιδιά έχουν μιά σεμνότητα. Καί τό θέμα είναι νά μή χαθή αυτή η σεμνότης, καί νά μή χαθή η μεγάλη δίψα πού έχει ο άνθρωπος γιά κάτι πού ξεπερνά τά πάντα. Καί αυτή η απαιτητικότης η μεγάλη, η οποία δέν μπορεί νά ξεδιψάση μέ οτιδήποτε δώση οποιοσδήποτε δάσκαλος καί οποιοσδήποτε Γέροντας, αυτό δίνεται μέσα στήν Εκκλησία.
Οπότε, είναι κάτι ιερό αυτό πού γίνεται: Ψάχνομε τήν αλήθεια. Αυτοί πού προηγήθηκαν ημών ήταν απαιτητικοί, βρήκαν κάτι, τό οποίο είναι τό «εσθιώμενον καί μηδέποτε δαπανώμενον, τό μελιζόμενον καί μή διαιρούμενον». ‘Ετσι, νομίζω ότι βρισκόμαστε στόν αληθινό δρόμο καί νομίζω ότι η ιερότης τής αιθούσης αυτής είναι η ιερότης τής παρουσίας τών παιδιών. Καί ο Θεός άς δώση αυτές τίς ημέρες, μέ αυτά πού θά πούν τά παιδιά, μέ αυτά πού θά λεχθούν από όλους, νά μπορέσουν τά παιδιά νά μπολιαστούν σέ αυτή τήν αλήθεια. Τότε μόνο του θά προχωρή τό πράγμα καί θά νοιώθωμε ότι μπορεί ο άνθρωπος νά δεχθή μέσα του μιά ανάπαυσι πού ξεπερνά τόν θάνατο καί τόν οδηγεί σέ μιά συνεχή καί ακατάπαυστη πορεία, πού είναι η ίδια η ζωή καί η αθανασία.
....................
(Μετά από εισήγησι μαθητριών μέ θέμα: Ελληνισμός καί Ορθοδοξία)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Θά ήθελα νά πώ δυό λόγια ευχαριστίας καί επαινετικά, ακριβώς γιατί μιλάω γιά ένα κείμενο πού είναι κατόρθωμα τών παιδιών καί τού δασκάλου τους, τού κ. Νευροκοπλή. Τό κείμενο αυτό μού τό έστειλαν, τό διάβασα, επρόκειτο νά συναντηθούμε στή Θεσσαλονίκη, αλλά δέν συναντηθήκαμε, γιατί πήγα στήν κηδεία τού πατέρα τού Πατριάρχου, καί συναντηθήκαμε εδώ. Τώρα, πού πάλι τό άκουσα από τά παιδιά νά τό διαβάζουν τόσο καθαρά, τό βρήκα πάρα πολύ σωστό.
Καί ίσως μπορούμε σέ αυτό τό κείμενο νά δούμε τόν άξονα τού όλου θέματος καί τή διαδρομή από τήν αρχή μέχρι σήμερα. Αυτό τό συνέδεσαν -χωρίς νά ακούσουν τή χθεσινή ανάγνωσι καί ερμηνεία γιά τό σπήλαιο τού Πλάτωνος- τό συνέδεσαν μέ τήν αρχαία ελληνική παράδοσι, καί φθάσαμε στόν Χριστιανισμό. Βλέπομε πώς αντιμετωπίζεται η ελευθερία ως ύβρις, βλέπομε νά είναι τό θέατρο ένας χώρος διδακτικός, καί εκεί υπάρχει τό προσωπείο. Πάμε από τό θέατρο στή Λειτουργία, όπου φεύγει τό προσωπείο, καί η ελευθερία μέσα στόν Χριστιανισμό δέν είναι απλώς μιά ανεκτή κατάστασι, αλλά απαραίτητη προϋπόθεσι. Βλέπομε ότι τό απρόοπτο, τό παράτολμο είναι κάτι οικείο, βλέπομε ότι ο άνθρωπος διαστέλλεται διά τής αγάπης, ο άνθρωπος αντιπροσωπεύει τό όλον· καί έτσι, τά παιδιά έφτασαν στό νά κρίνουν τή σημερινή πραγματικότητα καί νά μάς βοηθούν στό νά βρούμε τόν δρόμο μας.
Μού έλεγε κάποιος ότι αρέσκεται νά βρίσκεται μεταξύ τών νέων παιδιών, γιατί τά νέα παιδιά αυτής τής ηλικίας, τής δευτέρας Λυκείου, έχουν μιά χάρι ιδιαίτερη. Νομίζω ότι, πέρα από αυτό, εκείνο πού χρειάζεται είναι: άν είναι δυνατόν, η ομορφιά, η καλοσύνη, η ευαισθησία τής νεότητος αυτής, άν είναι δυνατόν νά παντρευτή μέ τήν καλοσύνη, μέ τήν ομορφιά τήν αγέραστη τής Εκκλησίας μας. Οπότε, τά παιδιά θά είναι πάντα καλά, θά είναι πάντα νέοι, θά είναι πάντα όμορφοι.
Καί νομίζω ότι ήδη, τά παιδιά μέ τήν έρευνα πού έκαναν -καί ξέρω ότι κουράστηκαν καί ξέρω ότι δούλεψαν φιλότιμα- ήδη τό βρήκαν. Καί εκείνο πού είπαν γιά τό κάλλος τού ναού τού αρχαιοελληνικού, πού είναι κάλλος εξωτερικό, φτιαγμένο γιά νά τό βλέπη ένας από έξω, καί τό κάλλος τού ναού τού χριστιανικού καί τό κάλλος τής εικόνος, πού είναι κάλλος εσωτερικό, κάλλος ανθρώπινο, κάλλος μέ πολλή ανθρωπιά καί μέ πολλή θεανθρωπία, αυτό μάς δίνει τή δυνατότητα νά ανάψωμε από τό φώς τής Αναστάσεως, από αυτό τό φώς τό άδυτο, τή δική μας ζωή καί ευαισθησία. Αυτή τήν ομορφιά τήν εξωτερική... ‘Ενα άγαλμα είναι ωραίο, καί έχει μιά ομορφιά μαθηματική, αλλά καί ψυχρή σάν ένα άγαλμα. Η ομορφιά η χριστιανική, η ομορφιά η Ορθόδοξη, η ομορφιά τής θείας Λειτουργίας νομίζω ότι έχει όλο τόν πόνο τών ανθρώπων πού προηγήθηκαν. Καί στή συνέχεια, όλα αυτά τά οποία μόνοι μας δέν μπορούσαμε νά φτάσωμε καί μάς τά έδωσε ο Θεός...
Καί θυμάμαι εκείνο πού λέγεται γιά τήν Παναγία, ότι «τό κάλλος αυτής έσωθεν ο τής κοιλίας αυτής καρπός». Τό κάλλος τής Παναγίας προέρχεται έσωθεν. Καί δέν είναι απλώς εσωτερικό, αλλά τό «έσωθεν» μαρτυρεί καί φανερώνει μιά κίνησι. Είναι «ο τής κοιλίας αυτής καρπός». Καί στή συνέχεια, λέμε ότι ο καθένας άνθρωπος γίνεται Εκκλησία καί γίνεται θεοτόκος κατά χάριν, καί ο καθένας άνθρωπος μέ τήν αγάπη καί μέ τήν ταπείνωσι μπορεί νά συλλάβη τή Χάρι καί τή χαρά. Καί ο καθένας άνθρωπος μπορεί νά είναι ωραίος έσωθεν, όπως είναι η Παναγία, καί «ποταμοί εκ τής κοιλίας αυτού (τού πιστού) ρεύσουσιν ύδατος ζώντος»· καί αυτό έλεγε «περί τού πνεύματος ού έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες». Ποταμοί εκ τής κοιλίας αυτού, ποταμοί από τήν καρδιά τού ανθρώπου, πού αγαπά, πού διαλύεται, πού ταπεινώνεται, πού υπάρχει κενωτικώς, μέ τό νά προσφέρεται γιά νά ζήση ο άλλος, προχέονται, κάλλους, αναπαύσεως καί ομορφιάς. Καί έτσι, νοιώθει κανείς ότι φτάσαμε στήν ανάπαυσι.
‘Οταν ακούσαμε προηγουμένως κάτι πού έλεγε ο Ισοκράτης γιά τούς βαρβάρους καί τούς ‘Ελληνες, καί τό ότι «‘Ελληνές εισιν οι τής ημετέρας παιδεύσεως μετέχοντες», θυμήθηκα κάτι παρόμοιο, τό έχω σημειώσει, πού λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, καί δείχνει τήν ευρύτητα τής χριστιανικής ζωής καί απόψεως. Λέει: «Ώσπερ πολλοί τών ημετέρων ου μεθ' ημών εισίν, ούς ο βίος αλλοτριοί τού κοινού σώματος, ούτω πολλοί τών έξωθεν πρό ημών, όσοι τώ τρόπω τήν πίστιν φθάνουσιν, τό έργον έχοντες δέονται τού ονόματος», δηλαδή, όπως πολλοί από τούς δικούς μας δέν είναι μαζί μας, γιατί ο βίος τούς αποξενώνει από τό κοινό σώμα, έτσι πολλοί από τούς πρό ημών, έξωθεν ημών, όσοι, όμως, από αυτούς «τώ τρόπω φθάνουσι τήν πίστιν, έχοντες τό έργον, δέονται τού ονόματος», είναι δηλαδή μαζί μας, είναι ένα μέ μάς, καί μόνο τούς λείπει τό όνομα. Γι' αυτό, καί χθές ένοιωσα ότι υπήρχε μιά αντίδρασι. Δέχονταν τά παιδιά αυτά πού λέγονταν γιά τόν Πλάτωνα. Αλλά η ευαισθησία η Ορθόδοξη, πού χαρίζει τό πλήρωμα τής ζωής, έλεγε ότι «κοιτάξτε, είναι καλά αυτά, αλλά δέν είμαστε στήν πρό Χριστού κατάστασι, δέν είμαστε πλατωνικοί».
Αυτό πού μέ αναπαύει, είναι ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δηλαδή η καρδιά τής Εκκλησίας μας, δέχεται όλους τούς αρχαίους, καί εκβάλλει σέ εμάς όλος ο πόνος καί η αναζήτησι τών αρχαίων. Ο πόνος γιά νά βρούν τήν αλήθεια, ο πόνος γιά νά βρούν τό ωραίο, ο πόνος γιά νά βρούν τό δίκαιο. Γι' αυτό, λέει καί ο Φλορόφσκι ότι ο Ελληνισμός έχει γίνει αιώνια κατηγορία τού Χριστιανισμού· καί συμπληρώνει: εννοώ τόν Ελληνισμό τής εικόνος, τού δόγματος καί τής λατρείας.
Νομίζω ότι εγώ πρέπει νά σταματήσω. Τά παιδιά νά ρωτήσουν, τά παιδιά νά απαντήσουν· καί, νομίζω, νά καταβληθή μιά προσπάθεια, ώστε οι ερωτήσεις νά μήν ξεφεύγουν σέ λεπτομέρειες άσχετες από τό ένα θέμα, τό οποίο μάς ενδιαφέρει· καί τό ένα θέμα τό δικό μας είναι ελληνικό καί Ορθόδοξο, δηλαδή έχει έναν άξονα, καί γύρω από αυτόν τόν άξονα κυκλοφορούν καί περιστρέφονται τά πάντα. Λοιπόν, τά πάντα μπορούμε νά πούμε, τά πάντα μπορούμε νά ρωτήσωμε καί στά πάντα νά πάρωμε απάντησι, αλλά αυτό πού έχει απαίτησι ο καθένας, ως άνθρωπος, καί αυτό πού προσφέρει η οικουμενικότητα τής Ορθοδοξίας, είναι ότι τά πάντα σχετίζονται μέ έναν άξονα ζωοποιό.
...................................
Ερ.: Είπατε προηγουμένως ότι τό κάλλος τού χριστιανικού ναού βρίσκεται στό εσωτερικό του. Δέν υπάρχει όμως, έστω καί μιά μικρή εξωτερική ομορφιά, η οποία επίσης συμβάλλει στήν πίστι πρός τόν Θεό;
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Νομίζω ότι έγινε αυτή η ερώτησι, αλλά καί τό όλο κλίμα λέει τό εξής, ότι εδώ έχομε τόν Θεάνθρωπο, τόν αγιασμό τών ψυχών καί τών σωμάτων, τόν αγιασμό τού εσωτερικού καί τού εξωτερικού. Τονίστηκε τό εξωτερικό τού αρχαίου ναού καί τό εσωτερικό τού κάλλους τού ανθρώπου καί τού ναού τού Ορθοδόξου, γιά νά φανερωθή πώς, αληθινά καί αυθόρμητα, πηγαίως, έσωθεν, ομορφαίνει καί φωτίζεται όλος ο άνθρωπος. Καί κάτι πού ελέχθη, ότι δέν είναι πιά ιδανικό τό σφριγηλό καί τό εξωτερικά ωραίο σώμα, αλλά τό καθαγιασμένο καί τό θεωμένο μέ τήν άσκησι. Οπότε, όταν μιλάμε γιά έσωθεν κάλλος, δέν λέμε ότι περιορίζεται μόνο εσωτερικά, αλλά από τήν καρδιά φωτίζει τά πάντα, όλο τό σώμα τού ναού καί τού ανθρώπου.
.................................................
(Μετά από ερωτήσεις καί παρεμβάσεις γιά τόν Διαφωτισμό).
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: ‘Ηθελα νά σημειώσω πόσο σημαντικό είναι αυτό πού ελέχθη καί πόσο σωστή αγωγή παίρνουν τά παιδιά στό Αρσάκειο τής Θεσσαλονίκης. ‘Ηθελα τώρα νά σάς αναφέρω γιά έναν καθηγητή τής Σορβόννης πού ξέρει ελληνικά, Μπεζεκρί λέγεται, καί είπε σέ κάποιον φίλο μαθηματικό, πού κάνει τή διατριβή του εκεί, ότι αυτό τό οποίο διαφοροποιεί καί χαρακτηρίζει εσάς τούς ‘Ελληνες, είναι η θεία Λειτουργία τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου.
Αυτό δέ πού ελέχθη, ότι μάς θεώρησαν οι διαφωτιστές υπανάπτυκτους, καί θεώρησαν χρέος τους νά μάς εκπολιτίσουν, δηλαδή νά μάς εκβαρβαρίσουν, αυτό είναι αλήθεια. Από τήν άλλη μεριά, λέει ο Παύλος: «Ου πάντων η πίστις»· καί ου πάντων η Ορθοδοξία. Καί από τή Δύσι, αυτοί πού είναι ανήσυχοι καί απαιτητικοί καταλαβαίνουν τί είναι Ορθοδοξία. Καί βλέπετε ότι -αυτό πού είπε ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ότι υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι είναι έξω από μάς, καί όμως, βρίσκονται σέ μάς καί τούς λείπει τό όνομα- όλοι οι ανήσυχοι καταλαβαίνουν ότι γίνεται αυτό. Καί ίσως κάποιοι πού βρίσκονται εδώ καί φτιάχνουν τά «μέγαρα μουσικής», ίσως θά είναι σύμφωνοι μέ αυτούς πού θέλουν νά μάς εκπολιτίσουν. Καί δέν ξέρω άν ετίθετο αυτό τό ερώτημα -τί χαρακτηρίζει αυτόν τόν τόπο καί τούς ‘Ελληνες- άν θά έδιναν αυτή τήν απάντησι οι καθηγητές, όχι τών μαθηματικών, αλλά τής θεολογίας, ότι αυτό πού χαρακτηρίζει τόν τόπο είναι η θεία Λειτουργία τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου.
Οπότε, εάν τυχόν εμείς πάρωμε τή σωστή αγωγή, τότε στή συνέχεια ερχόμαστε σέ άμεση επαφή μέ τούς ανθρώπους πού διψάνε, πού βρίσκονται πανταχού τής οικουμένης, καί τότε ενεργείται καί ιερουργείται τό μυστήριο τής οικουμενικότητας τής Ορθοδοξίας, τό οποίο είναι τό προζύμι πού ζυμοί όλο τό φύραμα.
.........................
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Νομίζω ότι ελέχθησαν όλα. Θέλω νά πώ, η «κατάρα» τού νά είσαι Έλληνας καί Ορθόδοξος είναι συμπεπυκνωμένη ευλογία. Καί λέμε πώς τό πολύ φώς φαίνεται γνόφος καί σκότος· γι' αυτό, μιλάμε γιά υπέροχη «κατάρα». Νομίζω ότι, όπως ελέχθη, από τό αρχαίο ελληνικό στοιχείο παίρνομε αυτή τήν αναζήτησι καί τήν απαίτησι· καί στή συνέχεια, στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, φτάνομε στό πλήρωμα. Η Ορθόδοξη θεία Λειτουργία όπως αναφέρεται, προσφέρεται υπέρ τής οικουμένης. Αλλά νομίζω ότι είναι κάτι οικουμενικό, όταν αφορά όλους. Δηλαδή, όταν μιλάμε εμείς γιά τήν Ορθοδοξία καί όταν ζούμε τήν Ορθοδοξία, καί κάποιος δίπλα μας μή Ορθόδοξος ή μή χριστιανός υπάρξη καί ακούση πώς ζούμε, καί δή πώς ζούμε καί ακούση πώς μιλάμε... θά είμαστε πραγματικά οικουμενικοί καί Ορθόδοξοι, εάν τυχόν αυτός ο ξένος αισθανθή οικείος μέ εμάς. Κι άν τυχόν νοιώση ότι η παρουσία τής θείας Λειτουργίας καί η ύπαρξι ενός Ορθοδόξου ανθρώπου είναι κάτι τό φιλικό, κάτι ευεργετικό, κάτι δικό του, καί δέν είναι κάτι ξένο. Καί νομίζω ότι αυτό αποτελεί τήν οικουμενικότητα τής πίστεώς μας, γιατί ενδιαφέρεται γιά τήν οικουμένη. Καί νομίζω ότι αυτό θά τό ζήσωμε ξεκάθαρα -πού είναι πιά η αποκορύφωσι όλης τής αρχαιοελληνικής αναζητήσεως καί όλης τής χριστιανικής Ορθόδοξης επιτεύξεως- τή Μεγάλη Εβδομάδα. Εκεί θά δούμε πώς ο Κύριος σέβεται τόν άνθρωπο.
Γιά τό θέμα τής ελευθερίας, εκείνο πού λέει: «εάν τις μου ακούση τών ρημάτων καί μή πιστεύση, εγώ ου κρίνω αυτόν», αλλά «ο λόγος ο εμός κρινεί υμάς εν τή εσχάτη ημέρα». Θά θέλαμε ίσως νά μάς κρίνη, άν δέν Τόν πιστέψωμε, γιά νά αρχίσωμε τόν καβγά. Αυτός σιωπά. ‘Ενα αυτό. Καί δεύτερον, θυσιάζεται υπέρ τών φίλων του. ‘Ελαβε τήν ψυχή, «ίνα θύση αυτήν υπέρ τών φίλων αυτού». Καί λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ότι ως φίλους Του δέν εννοεί αυτούς πού Τόν αγαπούν, αλλά αυτούς πού Αυτός αγαπά. Καί Αυτός αγαπά όλους, Αυτός θυσιάζεται γιά τούς εχθρούς Του, καί Αυτός δέν έχει εχθρούς καί Αυτός πεθαίνει, γιά νά ζήσουν καί γιά νά αναστηθούν καί αυτοί πού Τόν σταυρώνουν.
Καί εφ' όσον, λοιπόν, τό μυστήριο αυτής τής αγάπης πού ξεπερνά τά όρια καί θυσιάζεται γιά νά ζήσουν οι άλλοι, αυτό τό πράγμα είναι πού καθιστά τόν άνθρωπο τόν Ορθόδοξο οικουμενικό, αυτό είναι πού τόν αναπαύει, καί αυτό πού τού δίνει τή δυνατότητα νά είναι ευλογία γιά όλους. Καί νομίζω ότι αυτό τό στοιχείο διαφοροποιεί τήν Ορθοδοξία, όχι μόνο από μιά άλλη πίστι, αλλά καί από τήν ετεροδοξία, δηλαδή αυτό υπάρχει μόνο μέσα στήν Ορθόδοξη θεία Λειτουργία καί τή Μεγάλη Εβδομάδα.
.....................
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: ‘Ηθελα νά πώ κάτι πάνω στήν πρώτη ερώτησι: «γιατί οι Ευρωπαίοι ενδιαφέρονται γιά τούς αρχαίους ‘Ελληνες καί αγνοούν εμάς, τούς Ορθοδόξους;» Νομίζω ότι τό κακό είναι ότι εμείς οι ‘Ορθόδοξοι αρνούμεθα τόν εαυτό μας. Καί είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωσι τού Γαίγκερ, πού έγραψε τό κλασικό έργο «Παιδεία», όπου παρουσιάζει όλη τήν αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Καί γνωρίζοντας τόσο καλά τήν αρχαία φιλοσοφία, λέει ότι δέν μπορεί όλο αυτό τό ρεύμα τής ζωής νά σταματάη έτσι απότομα. Κάπου πρέπει νά έχη συνέχεια. ‘Ετσι, ξεπερνώντας τούς νεοπλατωνικούς, προχωρεί στούς Πατέρες τής Εκκλησίας, φθάνει στόν Γρηγόριο Νύσσης. Καί είναι αυτός καί η ομάδα του πού φρόντισε καί έκανε τήν κριτική έκδοσι τού Γρηγορίου Νύσσης. Καί βλέπει κανείς μέσα εκεί πώς η αναζήτησι η πλατωνική φθάνει στό αποκορύφωμά της, καί βρίσκει τό πλήρωμά της η δίψα καί ο πόνος τών αρχαίων Ελλήνων.
Καί εάν τυχόν διαβάσωμε Γρηγόριο Νύσσης, βλέπομε τόν φοβερό αρχιτέκτονα τού λόγου καί, ταυτόχρονα, τόν άνθρωπο τού Πνεύματος, πού τά σπάει όλα καί προχωρεί πέρα. Θυμάμαι μιά φράσι -για τή ζωντάνια τού πράγματος θά τό πώ- στήν ερμηνεία τού ‘Ασματος τών Ασμάτων. Τό ‘Ασμα τών Ασμάτων εξωτερικά είναι ένα ειδύλιο· γι' αυτό, καί οι ποιητές τό μεταφράζουν. Πολύ ωραία. ‘Αν διαβάση κανείς τήν ερμηνεία τού Γρηγορίου Νύσσης, θά δή πώς πάει πέρα απ' όλα αυτά τά ειδύλια, γιατί διψάει κάτι τό περισσότερο. Παρουσιάζει τήν ψυχή νά ζητά αυτόν πού αγαπά. Κι όταν σιωπούν οι άνθρωποι καί σιωπούν οι Άγγελοι, τότε καταλαβαίνει ότι «πάν γνώρισμα καταληπτικόν, εμπόδιον πρός εύρεσιν τοίς αναζητούσιν γίγνεται». Κάθε καταληπτικό γνώρισμα δέν βοηθάει πρός εύρεσιν, γιατί αυτό πού ζητά η ψυχή υπέρκειται τών γινωσκομένων. Οπότε, φτάνει σέ αυτό πού φτάνει διαρκώς ο Γρηγόριος ο Νύσσης, πού λέει ότι διά τής αγνοίας φτάνομε στή γνώσι, γιατί αυτό πού ζητάμε είναι πέρα από τίς γνωστικές δυνατότητες τού ανθρώπου.
Οπότε, λέμε ότι έχομε τήν αρχαία ελληνική αναζήτησι, έχομε τή χριστιανική πραγματικότητα, καί έχομε αυτόν τόν μοναδικό δεσμό καί τό πάντρεμα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία. Καί αυτό πού χρειάζεται τώρα, είναι εμείς νά τραφούμε από αυτό πού αποτελεί τή μάνα μας· καί τότε εμείς, μέ τήν παρουσία μας καί μέ τήν ύπαρξί μας, θά βοηθήσωμε όλους τούς άλλους νά προχωρήσουν καί νά βρούν τόν δρόμο τους.
..........................................
(Μετά από συζήτησι τού Κώστα Ζουράρι καί μαθητών γιά τούς στρατιωτικούς Αγίους καί τή θέσι τής ασκήσεως, τού σώματος καί τού σωματικού κάλλους στήν Ορθόδοξη παράδοσι)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Νομίζω ότι έχουν δίκιο τά παιδιά πού είναι Ορθόδοξα, καί ο Κώστας είναι Ορθόδοξος, γιατί λέμε ότι είναι καλό νά είσαι όμορφος, αλλά τό θέμα είναι νά μή γεράσης καί νά μήν πεθάνης. Καί δέν παίρνομε μιά ομορφιά πού θά μάς εγκαταλείψη, καί δέν θέλομε νά αδικήσωμε καί κανένα άσχημο. Οπότε, υπάρχει ένα κάλλος καί ένα φώς, πού τό άσχημο τό κάνει όμορφο καί τό όμορφο τό κάνει πιό όμορφο από τό όμορφο. Οπότε, επειδή υπάρχει αυτό, μπορούν νά ζήσουν καί οι όμορφοι καί οι άσχημοι· καί οι άθλιοι όμορφοι νοιώθουν άσχημοι, τή στιγμή πού υπάρχει αυτό τό κάλλος τό ουράνιο καί τό αγέραστο. Οπότε, όλοι μπορούμε νά ζήσωμε καί νά είμαστε όμορφοι.
........................................
(Μετά από συζήτησι γιά τό άν συμβιβάζεται η προτεραιότητα πού δίνει η Εκκλησία στήν εσωτερική ομορφιά μέ τήν «πολυτέλεια καί σπατάλη χρημάτων στή διακόσμησι τών εκκλησιών»)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: ‘Αν υπάρχη ο πλούτος τού πνεύματος, τότε ο πλούτος αυτός τή φτώχεια τήν κάνει πλούτο καί κάτι πολύτιμο, καί τόν πλούτο τόν κάνει πνεύμα. ‘Αν τυχόν υπάρχη φτώχεια πνευματική, τότε καί ο πλούτος είναι μιά χλιδή πού δέν λέει τίποτα, καί η φτώχεια είναι σκέτη φτώχεια. Στήν Κύπρο θαρρώ πώς μπορείτε νά συγκρίνετε τήν παλιά Αρχιεπισκοπή μέ τή νέα, τίς παλιές εκκλησίες, μέ αποκορύφωμα γιά μένα τήν Παναγία τού ‘Αρακα, μέ άλλες σύγχρονες.
Οπότε, αυτό πού χρειάζεται είναι νά βρούμε τόν πλούτο τής παραδόσεώς μας, καί αυτός ο πλούτος είναι «ο μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος» καί ο προσφερόμενος εις όλους. ‘Ετσι, ένας πού έχει αυτόν τόν πλούτο τόν πνευματικό, μέ λίγα απλά πράγματα, κάνει κάτι ωραίο. Καί όταν έχη έναν πλούτο καί φτιάχνη τήν Αγια-Σοφιά καί φτιάχνη τά ψηφιδωτά τής Μονής τής Χώρας ή φτιάχνη τά χρυσοκέντητα, πάλι αυτό τό πράγμα δέν είναι σπατάλη χρημάτων, αλλά φανέρωσι ενός πλούτου, πού μένει κτήμα όλων. Οπότε, αυτό πού χρειάζεται είναι νά αποκτήσωμε τόν πλούτο τόν εσωτερικό τής πίστεώς μας. Καί τότε θά κινηθούμε ελεύθερα καί στή φτώχεια καί στόν πλούτο τόν εξωτερικό.
...................................................
Ερ. (πρός τίς εισηγήτριες): Πρίν είπατε ότι ταυτίζομε τήν Ελλάδα μέ τήν Ορθοδοξία. Τώρα ξαφνικά μάς λέτε ότι, μέσα στά πλαίσια μιάς ενωμένης Ευρώπης, η Ελλάδα διαχωρίζεται από αυτήν, καί η Ορθοδοξία θά πρέπη νά πάψη νά υποστηρίζη, πολιτικά τουλάχιστον, τήν Ελλάδα. Έχει ακουστή η άποψι ότι η Ελλάδα είναι ένα έθνος ανάδελφο. Καί πιστεύω ότι, πέραν από τούς Σέρβους, πολύ λίγοι συμπαθούν τούς Έλληνες, όπως είναι σήμερα. Από τήν άλλη, η Ορθοδοξία δέν έχει άλλους υποστηρικτές στόν κόσμο, εφ' όσον η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία βάζει εμπόδια σέ αυτήν τή σχέσι. Λοιπόν, άν δέν αλληλοϋποστηριχτούμε, Ελλάδα καί Ορθοδοξία, καί όχι μόνο στά πλαίσια τής Ελλάδας, αλλά καί σέ όλον τόν κόσμο, πώς θά μπορέσωμε νά επιβιώσωμε;
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: «Η Ορθοδοξία δέν έχει άλλους υποστηρικτές στόν κόσμο... » Καί προηγουμένως άκουσα ότι η Εκκλησία πρέπει νά φροντίση γιά τόν λαό της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή είναι καθολική ‘Εκκλησία καί οικουμενική, φροντίζει γιά τόν μή λαό της. Καί λαός της είναι ο ξένος. Καί νομίζω ότι αυτό μαθαίνομε μέσα στήν Εκκλησία· καί γι' αυτό, αναπαυόμαστε. Καί εάν δούμε ποιοί έγιναν από Ορθόδοξοι Ρωμαιοκαθολικοί τά τελευταία τριάντα χρόνια καί ποιοί έγιναν από Ρωμαιοκαθολικοί Ορθόδοξοι, θά δούμε τή διαφορά.
Καί όταν λέμε ότι οι Ορθόδοξοι δέν έχουν υποστηρικτές... Δέν θέλομε τήν υποστήριξι ούτε τού Πάπα ούτε τής CIA, ούτε καμμιάς άλλης πολιτικής. Νομίζω ότι καλό μάς κάνει η δοκιμασία· καί ο Κύριος, όταν προχωρούσε πρός τόν Σταυρό, δέν απαντούσε σέ κανένα, πού τόν ρωτούσαν, «ουδέν απεκρίνατο». Καί δέν ήθελε ούτε τή βοήθεια τού Πιλάτου ούτε κανενός άλλου, αλλά ήθελε νά γίνη τό θέλημα τού Θεού. Καί η Ορθοδοξία είναι η καθολική Εκκλησία, είναι η οικουμενικότης, γιατί σώζει τόν άνθρωπο, τόν κάθε άνθρωπο τόν διψασμένο.
Τώρα, αυτό πού λέμε, νά δούμε ποιοί έγιναν Ορθόδοξοι: ‘Εγιναν όχι κάποια θύματα δικής μας προπαγάνδας, αλλά κάποιοι άνθρωποι πού μόνοι τους ζητούσαν τά πολύτιμα καί τά τίμια καί τά αιώνια καί τά άφθαρτα, τά οποία υπάρχουν μέσα στή δική μας τήν πίστι. ‘Αρα, λοιπόν, δικοί μας είναι όλοι οι αληθινοί καί όλοι «οι πεινώντες καί διψώντες τήν δικαιοσύνην». Καί έτσι, νιώθομε ότι κατοικούμεν τήν ιδίαν -όπως έλεγε ένας παλαιός Πατέρας-πατρίδα ως ξένοι καί τάς ξένας πατρίδας ως οικείας. Καί νοιώθομε ότι, τή στιγμή πού ζούμε μέσα στή θεία Λειτουργία, τή στιγμή πού ο τρόπος τής υπάρξεώς μας, καθ' ομοιότητα τού Κυρίου, είναι νά θυσιαζώμαστε γιά τούς άλλους, τότε είμαστε οικείοι γιά τούς ξένους καί γνωστοί μέ τούς αγνώστους, καί καθένας τόπος είναι δικός μας τόπος καί δική μας πατρίδα. Καί, όπως ελέχθη καί προηγουμένως, η δύναμις δέν βρίσκεται στήν πλειοψηφία, η δύναμις βρίσκεται στή δύναμι τής αγάπης πού δημιούργησε τά πάντα. Καί άν τυχόν μετράμε τά πράγματα μέ τήν πλειοψηφία, πέφτομε έξω καί είμαστε έξω από τήν Ορθοδοξία.
Τώρα, η Ελλάδα είναι ένα κράτος, είναι μιά χώρα. Η Ελλάδα, όπως τό ένοιωσα περισσότερο στήν Κύπρο, έχει μιά σημασία γιά όλο τόν κόσμο, τή στιγμή πού έχει βαπτισθή μέ τό πνεύμα τής Ορθοδοξίας. Καί έλεγα τό εξής -τό είχα νοιώσει στήν Κύπρο- ότι μεθαύριο, στή Δευτέρα Παρουσία, οι Τούρκοι θά έχουν παράπονα από τούς Κυπρίους καί θά πούνε: «Γιατί είστε τόσο χαμένοι καί μάς αφήσατε, όχι καί πήραμε κάποιους πορτοκαλεώνες, αλλά ατιμάσαμε αγιάσματα, τά οποία ήταν προϋπόθεσι τού αγιασμού τού δικού σας, αλλά καί τού δικού μας καί τού σύμπαντος κόσμου;»
Καί αυτό πού ζούμε μέσα στή θεία Λειτουργία καί αυτό πού ζούμε στή Μεγάλη Εβδομάδα, νά θυσιαστώ γιά νά ζήση ο εχθρός μου, αυτό δέν τό ζή ο μουσουλμανισμός. Αυτός ζή ένα πράγμα ανακατεμένο, πού λέει ότι ο Θεός είναι εύσπλαχνος, αλλά, όταν έλθη η στιγμή, νά κόψης τό κεφάλι τού απίστου. Επειδή ο Χριστός δέν μάς λέει ποτέ νά κόψωμε κανενός άλλου κεφάλι, αλλά νά θυσιάσωμε τή ζωή μας γιά νά ζήση ο άλλος -καί ο άλλος άς είναι καί ο εχθρός μας-, γι' αυτό, ο δυναμισμός καί ο πλούτος τής οικουμενικότητας βρίσκεται μέσα στήν καρδιά τής πίστεώς μας. Οπότε, οφείλομε νά είμαστε ‘Ελληνες Ορθόδοξοι, ξεπερνώντας τόν εθνικισμό καί τόν εαυτό μας, γιά νά ειμαστε μιά ευλογία γιά όλο τόν κόσμο. Καί τότε καταλαβαίνομε ότι, πράγματι, όντας ‘Ελληνες Ορθόδοξοι, είμαστε επιφορτισμένοι μέ μιά υπέροχη «κατάρα», δηλαδή μέ μιά ευλογία ασήκωτη.
..................................................
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Πρέπει νά κάνωμε μιά επανάστασι Ορθόδοξη. Αυτό θά δώσει δύναμι σέ μάς νά ζήσωμε. Καί αυτοί πρός τούς οποίους θά κάνωμε τήν επίθεσι, θά νιώσουν αυτή τή δράσι ως τή μεγίστη ευλογία τής ζωής τους.
................................................
(Μετά από εισήγησι μαθητών μέ θέμα: «Η οικουμενικότητα τού ελληνικού πνεύματος» καί σχετική συζήτησι)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ· Θά αρχίσω από τήν τελευταία φράσι τού Στέλιου τού Ράμφου, πού λέει ότι η οικουμενικότης είναι κάτι πού πρέπει νά κατορθωθή, καί δέν είναι κάτι δεδομένο. Αυτό είναι κάτι αληθινό. Επίσης, μού αρέσουν οι αντιρρήσεις πού λένε ότι «δέν θέλομε θεωρίες, αλλά πράξεις». Ακόμη, όλη αυτή η ζωντάνια πού υπάρχει μέσα εδώ.
Προσωπικά, θά ήθελα μέσα σέ αυτά τά ταραγμένα, ήσυχα νερά νά πετάξω μιά πέτρα. Μιά πέτρα μεγάλη, η οποία είναι θεωρητική καί τελείως πρακτική. Τόσο πρακτική, όσο άν μάς λέγανε ότι τώρα πού κάνομε αυτό τό συνέδριο εδώ, έπιασε πυρκαγιά καί πρέπει νά σηκωθούμε νά φύγωμε. Κι αυτό πού θέλω νά σάς πώ, είναι αυτό πού γίνεται σήμερα στή Θράκη. Καί βάλτε το εσείς μέσα στήν καρδιά σας ή στό συναίσθημα ή στή λογική ή στήν ανθρωπιά σας ή στό πείσμα σας ή, δέν ξέρω σέ τί άλλο θά τό βάλετε. Είμαι τώρα τριάμισι χρόνια στήν Ιβήρων. Πηγαίνοντας στήν Ιβήρων είδα ότι έχει ένα μετόχι στό Σουφλί, στήν Κορνοφωλιά. Είναι γυναικείο μετόχι, έχει είκοσι μοναχές. Απέχει δύο χιλιόμετρα από τά σύνορα. ‘Εχω πάει τώρα εικοσιδύο φορές εκεί, καί έχω γνωρίσει τί γίνεται στή Θράκη. Δηλαδή η Κωνσταντινούπολι βρίσκεται στή Θράκη. Η μειονότης η ρωμαίϊκη έχει διαλυθή από τούς Τούρκους. Τό ίδιο έχει γίνει μέ τή μειονότητα τήν ελληνική στήν ‘Ιμβρο.
Οι Τούρκοι θέλουν νά περάσουν τήν κλεισμένη πόρτα τού Πατριάρχου. Οι Τούρκοι δέν αρκούνται πού μάς έχουν εξολοθρεύσει, αλλά περιοδικά δικά τους, ισλαμικά, γράφουν τό τί υποφέρουν δήθεν οι μουσουλμάνοι στή Θράκη, οι οποίοι αυξάνονται καί πληθύνονται. Οι Τούρκοι δέν θέλουν απλώς νά πιούν τό αίμα μας, αλλά θέλουν καί σκάβουν τούς τάφους μας. Καί αυτό πού κάνομε εμείς τί είναι; Κοιμόμαστε ολόρθοι. Ο Πατριάρχης υπάρχει εκεί. Καί ο Πατριάρχης είναι σταυρωμένος, καί ο Πατριάρχης είναι κρεμασμένος. Καί ο νύν Πατριάρχης είναι καταδικασμένος σέ θάνατο. Τού έχουν πή ότι θά τόν καθαρίσουν, καί στούς τοίχους τού Πατριαρχείου γράφουν: «Βαρθολομαίε, ετοιμάσου νά ψοφήσης».
Αυτά γίνονται στήν Πόλι, πού είναι η πρωτεύουσα τής Θράκης. Καί στή Θράκη τί γίνεται; Οι Τούρκοι δουλεύουν. Τό τουρκικό προξενείο διαθέτει εκατομμύρια καί δισεκατομμύρια. Οι Τούρκοι μπορεί νά πεινάνε, νά έχουν τεράστιο πληθωρισμό, δέν ξέρω 100% ή 200 %, όμως, ο πρόξενος τών Τούρκων στή Θράκη, πρίν από λίγα χρόνια, ήταν αυτός πού είχε διατελέσει πρέσβης τής Τουρκίας στή Μόσχα. Τώρα, κάθε δέκα μέρες λέγεται ότι αγοράζονται σαράντα, ή αγροκτήματα ή σπίτια, από τούς μουσουλμάνους στή Θράκη. ‘Αν κάτι πουλιέται δέκα εκατομμύρια, αυτοί θά δώσουν είκοσι, ή τουλάχιστον δεκαπέντε. Οι ‘Ελληνες, έχουν μπή σέ μιά κατάστασι πανικού, καί σηκώνονται καί φεύγουν.
Τό ελληνικό κράτος δίδει ένα επίδομα στήν πολύτεκνη μητέρα, καί τά παίρνουν οι τουρκάλες, αυτές οι μουσουλμάνες πού κάνουν πολλά παιδιά, καί είναι πρός έπαινόν τους. Στή συνέχεια, υπάρχει ειδικό ταμείο, τό οποίο ενισχύεται από τούς μουσουλμάνους τών αραβικών χωρών, καί ενισχύουν πάλι τίς μουσουλμανικές οικογένειες. Καί στήν αρχή, νά σάς πώ, αισθανόμουν δύσκολα, γιατί από τό μοναστήρι μέχρι εκεί είναι 500 χιλιόμετρα μέ κακούς δρόμους. Καί είναι πιό εύκολο νά κατέβω στήν Αθήνα, παρά νά πάω στή Θράκη, στόν ‘Εβρο. ‘Ομως, κάτι πρέπει νά γίνη. ‘Αν τό πώ σέ πολιτικούς, είτε δεξιούς είτε αριστερούς, κοιμούνται εξ ολοκλήρου μέ τόν ίδιο τρόπο καί οι μέν καί οι δέ. Καί μπορώ νά πώ, επειδή δέν κάνω πολιτική, ότι αυτοί πού κάνανε κάτι, ήταν οι λεγόμενοι χουντικοί. Πού κάνανε καί τό πανεπιστήμιο, καί κάνανε δρόμους, καί κάνανε εκκλησίες. Λοιπόν, αυτό είναι κάτι τό οποίο υπάρχει. Καί τώρα, όταν μιλάω έτσι, δέν λέω ότι πρέπει νά αγωνιστούμε απλώς γιά νά κερδίσωμε λίγα στρέμματα γής, αλλά δέν μπορούμε νά τό βάζωμε κάτω.
Καί νά σάς πώ καί κάτι άλλο: Πηγαίνοντας στό Πατριαρχείο, 30 τού Μαΐου, περάσαμε τούς Κήπους, καί πήγαμε στό τελωνείο τό τούρκικο. Καί εκεί, μέχρι νά τακτοποιήσωμε τά χαρτιά μας, είδαμε ένα γέρο καί μιά γριά. ‘Ηταν ο γιός τους εκεί, πού τούς πήρε γιά τήν Αθήνα. Ο γέρος καί η γριά έφευγαν από τήν ‘Ιμβρο. ‘Ηταν μιά γιαγιά, σάν νά έβγαινε από τήν κουζίνα της, μέ πρόχειρα ρούχα. Είχαν ένα φτωχό αυτοκίνητο καί, πάνω στό αυτοκίνητο, κάποια μπογαλάκια. Λένε: «Κλείσαμε τό σπίτι, τό αφήσαμε». Ο Τούρκος τελώνης παίρνει από τούς Ιμβρίους, οι οποίοι είναι απ' αιώνων κάτοικοι τής ‘Ιμβρου, 100 δολλάρια από τόν καθένα, γιά νά χτιστούν σπίτια γιά τούς άστεγους Τούρκους. Δέν κάνει έλεγχο στά μπογαλάκια, καί περνάνε αυτά τά γερόντια τά σύνορα καί πάνε στήν Αθήνα, γιά νά πεθάνουν. Καί λέει κανείς: Δέν υπάρχει άνθρωπος νά διαμαρτυρηθή γι' αυτούς; Δηλαδή, αυτοί είναι ορφανά; Δέν υπάρχει κάποιος νά τούς υποστηρίξη; Δέν υπάρχει κάποιος ‘Ελληνας νά έχη ένα συναίσθημα; Δέν υπάρχει ένα ελληνικό κράτος; Μά τότε, τί γίνεται μέ αυτόν τόν τόπο; Καί πότε αλλάξαμε χαρακτήρα; Καί νά σταματήσωμε νά λέμε γιά τά κατορθώματα καί τίς ιστορίες μας. Γιατί, άν υπήρχε εδώ μιά πίστις καί μιά δύναμι πνευματική, πού τή βλέπομε από τήν αρχή, από τόν Ηράκλειτο, από τόν Πλάτωνα μέχρι τόν τελευταίο αγωνιστή τού 21 ή τού 40...
Τώρα έχομε υποστείλει τή σημαία. Υπάρχει ένα πνεύμα υποτονικό καί μιά τέτοια δειλία, πού δέν λέγεται. Καί καθόμαστε καί κάνομε συνέδρια. Καί κάθονται οι πολιτικοί καί ασχολούνται ποιός θά πάρη τήν κυβέρνησι, ποιός θά εξαντλήση τήν τετραετία, καί δέν ενδιαφέρονται· γιά ποιό; Εγώ δέν σάς λέω γιά τόν κόσμο τόν δικό μας, ούτε γιά τόν τόπο αυτό. Δέν ενδιαφέρονται γιά τήν οικουμένη. Γιατί αυτός ο πολιτισμός, πού άνθισε εδώ καί γεννήθηκε καί διατηρήθηκε μέ αίμα, όταν πάη νά χαθή, πάει νά χαθή η ελπίς τού παντός κόσμου. Δέν είναι ότι θά χαθή η Ελλάδα, αλλά χάνεται αυτό από τό οποίο ελπίζει όλος ο κόσμος.
Λοιπόν, όταν μιλάω μέ πολιτικούς καί μέ σοβαρούς, νοιώθω ότι χάνω τά λόγια μου. ‘Οταν είχε πάη ο αρχηγός ενός από τά μεγάλα κόμματα στή Θράκη καί κάποιος πού πονάει τού είπε τόν πόνο του, αυτός τού απάντησε ότι είναι πολύ ρομαντικός. ‘Οταν μιλάη κανείς μέ τέτοιους σοβαρούς καί μεγάλους, χάνει τά λόγια του. Όταν μιλάη μέ σάς τούς μικρούς, πού είστε ζωντανοί, τότε δέν χάνει τά λόγια του· καί τότε νομίζω ότι κάτι μπορούμε νά κάνωμε κάποτε όλοι μας, δηλαδή από τώρα πρέπει νά κάνωμε κάτι, άν θέλωμε νά μή λέμε απλώς σκέτες θεωρίες.
.......................
(Μετά από εισήγησι μαθητών μέ θέμα «Η οικουμενικότητα τής ελληνικής τέχνης», σχετική συζήτησι μέ συμμετοχή τού Ειδικού Συμβούλου τους Χριστόδουλου Χάλαρη καί παρατήρησι τού Κώστα Ζουράρι ότι θά προτιμούσε η Αγια-Σοφιά, αντί νά είναι μουσείο -«αφασικόν μαλάκιον τού τουρισμού»- νά είναι τζαμί -κάτι πολύ ιερότερο).
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Θά ήθελα νά πώ γιά τήν Αγια-Σοφιά, άν θά γίνη μουσείο ή άν θά γίνη τζαμί ή άν θά γκρεμιστή. Νομίζω ότι η Αγια-Σοφιά, εφ’ όσον χτίστηκε, υπάρχει. Καί εφ' όσον υπάρχει, λειτουργεί. Καί τό θέμα είναι εμείς τί κάνομε εν σχέσει μέ τήν Αγια-Σοφιά.
‘Οσο γιά τό θέμα τής τέχνης, νομίζω ότι μέσα στόν κάθε άνθρωπο κυοφορείται μιά ύπαρξι, κυοφορείται κάτι προσωπικό, κυοφορείται ένα όνομα. Κι αυτό πού λέγεται, ότι «ο καλός ποιμήν καλεί τά ίδια πρόβατα κατ' όνομα καί εξάγει αυτά», αυτό είναι τό ουσιώδες. Καί τό θέμα είναι νά τελειώσωμε τήν εγκύκλιο μόρφωσι, γιατί, ενόσω είμαστε δεμένοι μέσα σέ ένα ξένο πρόγραμμα, μέσα σέ κάποιες εξετάσεις πού κρίνουν ένα τμήμα τής υπάρξεώς μας, δειλιάζομε καί διστάζομε νά πούμε τόν προσωπικό μας λόγο. Αυτό πού έχει νά πή κανείς, είναι ένας λόγος. Αυτό πού έχει νά δώση η Αγια- Σοφιά γιά μένα, είναι μία γραμμή, η γραμμή τού τρούλου. Μπορεί νά γίνουν χίλια τζαμιά δέκα φορές μεγαλύτερα. Αλλά κανένα δέν θά έχει αυτή τή μία γραμμή τού τρούλου.
Καί αυτό πού έχει σημασία, είναι νά βρή κανείς τόν προσωπικό του ρυθμό. Νά πή μέ τόν δικό του τρόπο τόν πόνο του, νά βγάλη τήν κραυγή του, νά πή τό τίποτα, νά τό πή μέ τόν δικό του τρόπο, μέ τή δική του γλώσσα. Καί νομίζω ότι αυτό πού αξίζει καί αποτελεί τήν οικουμενικότητα τής παραδόσεώς μας, είναι αυτό πού δίνει τή δυνατότητα στόν καθένα νά πή τόν λόγο του, νά κάνη τό σχήμα του, νά χορέψη τόν δικό του ρυθμό. Καί στή συνέχεια, νά μάς πή ότι αυτό τό ένα, τό ελάχιστο, ανακεφαλαιώνει τό όλον. Καί αυτό είναι οικουμενικό. Τό προσωπικό είναι οικουμενικό. Καί όσο κάθε ένα πράγμα είναι προσωπικό, τότε είναι οικουμενικό καί είναι αληθινό.
Νομίζω, καί αυτό μέ κάνει νά χαίρω, ότι μέσα στά παιδιά υπάρχει ένας δυναμισμός κεκρυμμένος, γιατί είναι παιδιά καί γιατί είναι ‘Ελληνες καί Ορθόδοξοι, καί είναι φορτωμένοι μέ αυτό πού λέγεται «υπέροχη κατάρα». Διαβάζετε, όπως είπε ο Στέλιος ο Ράμφος, όχι γιά νά πετύχετε στίς εξετάσεις -ίσως καλύτερη είναι η αποτυχία από τήν επιτυχία αυτή. Αλλά περιμένετε κάποτε από τόν εαυτό σας νά πή ένα λόγο, νά γράψη μιά γραμμή, νά κάνη ένα ελάχιστο σχήμα, καί δι αυτού τού τρόπου ακουμπάτε τήν αιωνιότητα καί κοινωνείτε μέ όλους.
......................
(Μετά από συζήτησι γιά τό άν είναι προτιμότερο ο τραγουδιστής νά εκφράζη τά ατομικά του συναισθήματα ή -τηρώντας επακριβώς ένα παραδεδομένο τυπικό- τίς εμπειρίες τής κοινότητος τής οποίας είναι μέλος).
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: ‘Ηθελα νά πώ κάτι, συνέχεια εκείνου πού είπε προηγουμένως ο κ. Χάλαρης γιά κάποιο ρυθμό, γιά κάποια υπακοή σέ μιά παράδοσι, καί νά πώ αυτό πού συμβαίνει στό ‘Αγιον ‘Ορος, τό οποίο καί εγώ εκεί βρήκα. Καί όταν άκουγα «τυπικά», γινόμουν έξω φρενών, γιατί ένοιωθα -έτσι ζούσα μέ τήν αγωγή πού είχα πάρει έξω- ότι τό τυπικό είναι αντίθετο πρός τό ουσιαστικό καί τό ζωντανό. Καί βλέπεις εκεί, μιά στιγμή, τό αληθινό νά είναι επαναλαμβανόμενη έκπληξι, ενώ τό ψεύτικο, πετώντας φωτοβολίδες, νά είναι τίποτα.
Καί υπάρχει μιά μέθη θείας κατανύξεως, καί υπάρχει αυτό στήν αγρυπνία. Ψάλλονται συνέχεια οι ίδιοι ήχοι. Νοιώθεις ότι είναι ένα ποτάμι πού έρχεται από χιλιετίες· καί όταν μπής σέ αυτήν τήν ιεροτελεστία, μαγεύεσαι, καί μένεις άγρυπνος. Καί τό μέλος, ενώ είναι τό ίδιο, συνέχεια τό ακούς καινούργιο, καί είναι μία επινίκιος ιαχή καί, ταυτόχρονα, ένας γοερός θρήνος. Κλαίς, καί ταυτόχρονα σκιρτάς ως νικητής. Οπότε, αυτό τό πράγμα σέ μεθά, σού χαρίζει νηφάλιο μέθη, καί σέ κρατεί όρθιο. Καί αυτό αρχίζει στήν αγρυπνία μέ τό νά είναι σβηστά τά φώτα, ανάβουν μόνο τά καντήλια. Τά καντήλια νά μήν έχουν τή φλόγα τή συνηθισμένη, αλλά, όπως λένε, μιά μικρή φλόγα, πού είναι σάν ένα αστέρι μικρό, σάν μιά φακή, νά γυρίζη ο παπάς νά θυμιάζη όλο τόν ναό, νά προηγήται τού παπά μέ τό θυμιατό ο εκκλησιαστικός μέ ένα κερί. Νά γυρίζη πίσω, μπροστά στήν Ωραία Πύλη, νά λέη: «Κύριε, ευλόγησον». Νά αρχίζη μέ τό «Δόξα τή αγία καί ομοουσίω καί ζωοποιώ καί αδιαιρέτω Τριάδι». Νά αρχίζη ο Προοιμιακός ανάγνωσι. Νά σταματά, καί νά αρχίζουν τά ανοιξαντάρια. Δηλαδή, αρχίζομε από τήν ανάγνωσι. Πάμε στό ψάλσιμο. Περνάμε τήν Παλαιά Διαθήκη, πάμε στή διαρκή Τριαδική δοξολογία. Καί πρίν φτάσωμε στό «Δόξα Πατρί καί Υιώ», λέμε τό «πάντα εν σοφία εποίησας».
Καί θυμάμαι μιά φορά στήν αγρυπνία τής Λαύρας, πού κρατά δεκαπέντε ώρες -καί λέμε ότι άν η ακολουθία είναι μία ώρα είναι κουραστική, δέν τήν υποφέρεις, άν είναι δεκαπέντε, δέν είναι κουραστική- λοιπόν, στίς δεκαπέντε ώρες, είπαν τό «Πάντα εν σοφία εποίησας. Δόξα Πατρί καί Υιώ καί αγίω Πνεύματι. Καί νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν». Λέω, λοιπόν, ότι αυτό γιά νά λεχθή, πρέπει νά περάσουν χιλιετίες. Καί μέσα εκεί εγκρύπτονται όλοι οι πόνοι, από τού Ηρακλείτου καί όλων όσοι λάτρευσαν τόν Διόνυσο καί πήγαν πέρα από αυτά. Καί μιλούν οι Πατέρες τής Εκκλησίας γιά θεοπαράδοτα ιεροτελούμενα όργια. Τά όργια τών αρχαίων Ελλήνων έγιναν τά δικά μας πανάγια μυστήρια. Καί λέει ο Ηράκλειτος ότι, όταν λατρεύουν τόν Διόνυσο κάνουν τά αίσχιστα, τά οποία δέν είναι νά αναφέρη κανείς. ‘Ενα πράγμα, όμως, τούς δικαιολογεί: ότι τά προσφέρουν στόν Διόνυσο, καί ο Διόνυσος δέν είναι άλλος από τόν θάνατο. Καί αυτό συνεχίζεται μέσα στή δική μας παράδοσι· εξαφανίζεται ο θάνατος, καί μένει όλο τό πάθος τό ανθρώπινο κι όλη η καθαρότης, καί τό πάναγνο, τό θεϊκό. Καί κάθεσαι εκεί, καί μεθάς, καί είσαι άγρυπνος.
Είχε έλθει ο Τσαρούχης, άλλος ταλαίπωρος καλός, ο οποίος έμενε εκεί άγρυπνος, καί έλεγε σέ κάτι νέα παιδιά: «Πηγαίνετε νά κοιμηθήτε, εσείς είστε νέοι, καί έχετε ανάγκη από ύπνο, εγώ είμαι μούμια». Καί μετά τήν ακολουθία έλεγε ότι οι νέοι, άν θέλουν νά μαστουρωθούν, θά έλθουν εδώ νά μαστουρωθούν. Αυτό είναι τό μαστούρωμα τό αληθινό, δηλαδή κάτι πράγματι πού ξεπερνά τό κάθετι. Ξεπερνά τό νά είσαι νέος, νά είσαι γέρος, νά είσαι ανήσυχος, νά είσαι ήσυχος, νά είσαι πεθαμένος ή ζωντανός, νά είσαι ένας ή όλοι.
Καί αυτό τό πράγμα εκφράζεται μέ τό κάθε τί: μέ τήν εικόνα, μέ τήν κίνησι, μέ τό ψάλσιμο, μέ τό τίποτα. Καί αυτό τό θυμάμαι νά εκφράζεται μέ τόν Εξάψαλμο πού διάβαζε ο παππούς, ο Γαβριήλ ο ηγούμενος ο Διονυσιάτης, πού πέθανε 97 ετών. Ο Εξάψαλμος διαρκεί περίπου δώδεκα λεπτά ανάγνωσι, καί λένε ότι συμβολίζει τή Δευτέρα Παρουσία. Ο παππούς, ο Γαβριήλ ο Διονυσιάτης, έλεγε τόν Εξάψαλμο απ' έξω. Καί ένοιωθες ότι ήταν πέρα από Μινωτή, πέρα από θέατρο, πέρα από τού νά βιάζεται, νά μή βιάζεται, νά θέλη νά εντυπωσιάση κανένα. Καί έτσι πού τά έλεγε -καί, ξέρετε, όταν διαβάζεται ο Εξάψαλμος είναι σβησμένα όλα τά φώτα καί ανάβουν μόνο τά μικρά καντήλια- ένοιωθες ότι έδινε τή δυνατότητα στόν καθένα νά ζήση: στόν κλαμένο νά κλάψη καί νά παρηγορηθή, καί στόν άλλο νά ελπίση, καί στόν άλλο νά μήν κάνη τίποτα. Καί έβλεπες νά γίνωνται όλα μόνα τους μέσα σέ αυτή τή μήτρα τή θεουργική, στήν οποία βρισκόταν κανείς, ευρισκόμενος μέσα στήν εκκλησία καί ακούγοντας τόν παππού νά απαγγέλλη τόν Εξάψαλμο. Καί λέω: Κοίταξε: χιλιάδες χρόνια έπρεπε νά περάσουν γιά νά ψαλθή αυτό τό «Δόξα Πατρί καί Υιώ καί αγίω Πνεύματι», καί εκατό χρόνια έπρεπε νά ζήση ο άλλος στό ‘Αγιον ‘Ορος, γιά νά μπορή νά απαγγείλη έναν τέτοιο Εξάψαλμο. Καί δι’ αυτού τού Εξαψάλμου ανοίγονται οι πύλες τού ουρανού καί δίνονται οι δυνατότητες στόν άνθρωπο νά ζήση.
Τώρα, αυτό πού ελέχθη σήμερα, υπάρχουν τά ηλεκτρονικά μέσα καί διεξάγεται αυτή η πάλη τής μάζας πρός τόν άνθρωπο. Αλλά καί αυτοί πού χορεύουν σάν καραγκιόζηδες καί θεοποιούνται, ζούν καί αυτοί σέ μιά κενότητα. Καί οφείλομε νά μεθύσωμε μέ τό κρασί τής παραδόσεώς μας, δηλαδή νά είμαστε ήρεμοι καί δραστήριοι, νά είναι ο καθένας μόνος καί νά είμαστε όλοι μαζί, νά είμαστε ανύπαρκτοι γιά τόν κόσμο, γιά νά υπάρχωμε καί νά κοινωνούμε τού όντως ‘Οντος. Καί έτσι, φθάνομε εμείς σέ μιά πληρότητα, η οποία μάς δόθηκε από τό αίμα πού έφτυσαν αυτοί πού μάς γέννησαν. Καί οφείλομε νά είμαστε άξιοι τής παραδόσεώς μας, γιά νά αναπαυθούμε, καί διά τής υπάρξεώς μας νά δοθή η ανάπαυσι σέ όλο τόν κόσμο.
.........................................
(Μετά από εισήγησι μαθητών μέ θέμα: «Ελληνισμός καί ελλαδισμός», καί σχετική συζήτησι, κυρίως μέ τόν Ειδικό τους Σύμβουλο Κωνσταντίνο Χολέβα καί τόν Κώστα Ζουράρι)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Νομίζω ότι θά μπορούσαμε νά τελειώσωμε πολύ νωρίτερα, εφ’ όσον πήρε αυτή τήν τροπή η συζήτησι, καί μίλησαν έτσι τά παιδιά. Τώρα, γιά μιά στιγμή, τό αντάρτικο έκανε μέσα μου νά ξυπνήση ο ησυχασμός, πού είναι αντάρτικο. Καί όταν τά παιδιά, πού είναι αντάρτες, δηλαδή ησυχαστές, δηλαδή είναι αληθινοί, είπαν ότι θέλουν ηθική υποστήριξι, αντέδρασα μέσα μου καί λέω: Δέν θέλω καμμιά ηθική υποστήριξι. Καί θά πάη μόνο του. Καί η υποστήριξι αυτή πού θέλω, είναι νά μέ χτυπήσετε όλοι. Γιατί, όταν είμαι αληθινά ‘Ελληνας εθνικιστής, είμαι διεθνιστής. Κι αυτό σημαίνει ότι η καρδιά τού Ελληνισμού είναι οικουμενική.
Λέχθηκε επίσης τό άλλο: ότι ο μεγαλοϊδεατισμός κατέρρευσε τό 1922. ‘Ομως, δέν καταρρέει. ‘Αν είχαμε σάν Μεγάλη Ιδέα κάτι πού κατέρρεε, θά ήμασταν βασανισμένοι καί θά λατρεύαμε είδωλα, καί έπρεπε νά καταρρεύση κι αυτό κι εμείς, γιά νά ησυχάσωμε κι εμείς κι αυτό κι όλος ο κόσμος. Η Μεγάλη Ιδέα η δική μας δέν καταρρέει. Η Μεγάλη Ιδέα η δική μας είναι η θεία Λειτουργία. Καί η Αγιά Σοφιά είναι μιά φανέρωσι τής θείας Λειτουργίας. Σημαίνει: ο Λόγος έγινε σάρξ, γιά νά μπορέση η σάρξ, ο άνθρωπος, νά γίνη λόγος. Αυτή είναι μιά θεία Λειτουργία. Τώρα, άν είναι τζαμί, άν είναι μουσείο, εμένα δέν μέ ενδιαφέρει. ‘Αν γίνη στάχτη, δέν μέ ενδιαφέρει. Αυτό πού μέ ενδιαφέρει, είναι ότι χτίστηκε. Καί η μεγάλη ιδέα δέν είναι νά πάμε εμείς, αυτοί πού είμαστε, οι άσχετοι, νά λειτουργήσωμε στήν Αγια-Σοφιά, αλλά τό είναι μας νά αναχθή στό ύψος τής Λειτουργίας, καί νά γίνωμε θεία Λειτουργία, καί νά ανακεφαλαιώσωμε τό όλον.
Καί νομίζω, δέν ξέρω πώς έγινε, κάποιος Θεός μάς αγαπά καί αυτή η συνάντησι, η τελευταία, ήταν τό αποκορύφωμα. Καί τά παιδιά έγιναν αυτό πού έπρεπε νά γίνουν: ‘Ελληνες Ορθόδοξοι, πέρα από τήν Ελλάδα καί πέρα από τήν Ορθοδοξία. Καί λέω τό εξής: ότι καμμιά ιδεολογία καί φιλοσοφία καί καμμιά θρησκεία δέν χωρά τόν άνθρωπο. Καί έλεγα σέ κάποιους αναρχικούς ότι ούτε η Ορθοδοξία μέ χωράει, αλλά επειδή η Ορθοδοξία μέ βοηθεί νά είμαι μή Ορθόδοξος, γι' αυτό είμαι Ορθόδοξος.
Οπότε, τά παιδιά είπαν μιά στιγμή ότι εμείς θά πάρωμε τήν τύχη αυτού τού τόπου στά χέρια μας. Καί ο άλλος, ο Ματθαίος Ματθαίου, είπε ότι δέν μπορούμε τώρα, κάποτε θά μπορούμε, καί θά τό κάνωμε. Κι εκείνη τή στιγμή τί έγινε; Επετεύχθη αυτό πού θέλομε όλοι: τό Α καί τό Ω νά ενωθή. Η αρχή καί τό τέλος. Κι όταν έχωμε αυτή τή χάρι τήν άκτιστη, δέν γνωρίζομε μηχανικά τό Α καί τό Ω, αλλά γινόμαστε κατά χάριν άναρχοι καί ατελεύτητοι, δηλαδή ησυχάζομε, δέν κάνομε τίποτα, καί όλα ησύχως γίνονται. Καί έχει ταυτιστή η ησυχία μέ τό αντάρτικο, τό εθνικό μέ τόν διεθνισμό καί η σωτηρία τού ενός μέ τή σωτηρία τών πάντων. (χειροκροτήματα).
........................
(Τοποθέτησι στήν καταληκτήρια συνεδρίασι)
Νομίζω ότι ήδη καί σείς λίγο καταλάβατε ότι αυτό τό συνέδριο δέν ήταν συνέδριο. Καί στό τέλος σήμερα είπε μιά μαθήτρια ότι εάν γίνεται κάτι τέτοιο άλλη φορά, θά πρέπη νά έχετε νά μάς δίνετε καί χαρτομάντηλα. Καί τά χαρτομάντηλα ήταν γιά τά δάκρυα, καί η απόλυτη σιωπή ήταν γι' αυτό πού συνέβη μέσα μας. Καί θά καταλάβατε αυτό πού είπαν τά παιδιά γιά τήν οικουμενικότητα, γιά τόν σεβασμό τού προσώπου καί γιά μιά Δύναμι, η οποία είναι ευλογία γιά τήν οικουμένη.
Θυμάμαι αυτό πού ανεφέρθη στό συνέδριο από τό φίλμ τού Ταρκόφσκι γιά τόν Αντρέι Ρουμπλιώφ. ‘Οταν οι Τάταροι ορμούν στή Ρωσία, είναι ο γέρος δάσκαλος τού Ρουμπλιώφ, ο ‘Ελληνας Θεοφάνης, μαζί μέ τόν νέο, τόν Ρουμπλιώφ, ο οποίος τρέμει, σάν νέος, καί ρωτάει τόν δάσκαλο, τόν γέρο: «Τώρα τί κάνομε;» Καί ο γέρος ο ‘Ελληνας, ο Θεοφάνης, τού λέει: «Ζωγραφίζομε». Κι αυτό δείχνει τήν ευαισθησία τού Ταρκόφσκι, τήν ευαισθησία τών Ρώσων, καί μέσα στή Ρωσία βρίσκομε τήν Ελλάδα. Θά έλεγα, μού αρέσει η ευαισθησία τού Ντοστογιέφσκι, ο οποίος ήταν σλαυόφιλος, ο οποίος ήταν, άν θέλετε -εντός εισαγωγικών- ανθέλλην, αλλά επειδή ήταν Ντοστογιέφσκι, δέν ήταν φιλέλλην -καί δέν μάς ενδιαφέρει ούτε ο φιλελληνισμός ούτε ο ανθελληνισμός, αλλά ο Ελληνισμός- ήταν ‘Ελληνας. Καί μού αρέσει όταν ο γέρος, δηλαδή ο αγέραστος ο Θεοφάνης, καθησυχάζη τόν νέο Ρουμπλιώφ καί τού λέει ότι έρχονται οι Τάταροι, καί εμείς θά συνεχίσωμε νά ζωγραφίζωμε.
‘Οταν ζωγραφίζης σάν τόν Ρουμπλιώφ, δασκαλεμένος από τόν ‘Ελληνα Θεοφάνη, τότε κάνεις αυτό πού ζήτησε σήμερα ο Κώστας ο Ζουράρις, καί λίγο τό αισθανθήκατε, πού είπε στά παιδιά νά κάνουν αντάρτικο. Καί αυτό πού νοιώθω, είναι ότι τό αντάρτικο ταυτίζεται μέ τήν ησυχία. Καί τό ποιός θά γίνη αντάρτης είναι δοσμένο από τή Χάρι. Καί όπως λέει ο Παύλος, «ου πάντων η πίστις», καί ου πάντων ο Ελληνισμός. Δέν ανήκει στόν καθένα νά είναι ‘Ελληνας. Καί κάποιο παιδί είπε ότι η Ελλάδα διώχνει τά παιδιά της. Καί η Ελλάδα τά διώχνει τά παιδιά της, καί τό κάνει από αγάπη· καί όποιος είναι ‘Ελληνας στήν καρδιά θά τή δή τήν Ελλάδα, απομακρυνόμενος από αυτήν.
Ο γέρος, ο Θεοφάνης, τή στιγμή πού μπαίνουν οι Τάταροι μέσα, λέει στόν νέο, τόν Ρουμπλιώφ, νά συνεχίσωμε νά ζωγραφίζωμε. Η παράδοσί μας λέει στόν καθένα μας νά συνεχίση νά ζωγραφίζη, καί η ζωγραφιά πού πρέπει νά γίνη, τό υλικό πού πρέπει νά ζωγραφιστή, πού πρέπει νά πλαστή, είναι ο ιδιος ο μυστικός εαυτός μας. Υπάκουοι στό αντάρτικο καί στήν ησυχία, νά επιτελέσωμε τή «μοίρα» μας, δηλαδή, νά ακολουθήσωμε τόν δρόμο πρός τήν ελευθερία, τόν οποίο μάς ορίζουν οι προγενέστεροι.
Είναι αλήθεια ότι, ιδιαίτερα σήμερα, τό συνέδριο έπαψε νά είναι συνέδριο, έγινε μή συνέδριο. Καί οποιοσδήποτε τό παινέση ή τό κατηγορήση, δέν λέει τίποτα. Καί περιττεύουν καί τά παινάδια καί οι κατηγορίες. Καί όλα αυτά πού λέω εγώ είναι περιττά. Τό θέμα είναι ότι κάπου φτάσαμε. ‘Οπως είπαν τά παιδιά, τόν λόγο τού Σεφέρη, όλοι μαζί μιά στιγμή συναντηθήκαμε, οι πεθαμένοι, οι ζωντανοί καί αυτοί πού θά έρθουν. Θά πρέπει νά συνεχίσωμε ήρεμα τό αντάρτικο, δηλαδή νά ησυχάζωμε, δηλαδή νά ζωγραφίζωμε, δηλαδή νά γίνωμε μιά αφορμή θεοφανείας ο καθένας μας, γιά νά σωθή ο εαυτός μας, δηλαδή γιά νά σωθή η οικουμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου